ἄντυξ: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] υγος, ἡ, jede Rundung, vgl. [[ἴτυς]] u. [[κύκλος]], bes. 1) Hom. Il. der runde Schildrand, [[ἄντυξ]] ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος 6, 118, σάκεος 18, 608, u. ohne diesen Zusatz 14, 412. 20, 275; – die beiden gerundeten Seitenwände des Wagenstuhles, δοιαὶ δέ περίδρομοι ἄντυγές εἰσιν 5, 728, die vorn in einen runden Knopf zusammenliefen, um den man die Zügel beim Stillhalten band, ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας 5, 262; ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων πρισθείς Soph. Ai. 1010. Iliad. 21, 38 kann man auch an die Räder denken; aber 11, 535 sind ἄντυγες αἱ περὶ [[δίφρον]] die Seitenwände; vgl. Hes. Sc. 64; Plat. Theaet. 207 a; Luc. Deor. D. 25, 2; Wagensitz Eur. Phoen. 1200; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε El. 736; Sp. für Wagen übh., Theocr. 2, 166 νυκτός; Mosch. 2, 88 Σελήνης. – 2) Bei sp. Ep. die runden Teile des menschlichen Körpers, μηρῶν Christodor. Ecphr. 80; μαστῶν Nonn. Uebh. Kreis, bes. am Himmel, ῥοδόεσσα Ἄους Dionys. 2; οὐρανοῦ, Himmelsgewölbe, Ep. ad. 684 (VIII, 1); οὐρανίη öfter Anth., – 3) der Steg an der Lyra, Eur. Hippol. 1135; Eustath.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] υγος, ἡ, jede Rundung, vgl. [[ἴτυς]] u. [[κύκλος]], bes. 1) Hom. Il. der runde Schildrand, [[ἄντυξ]] ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος 6, 118, σάκεος 18, 608, u. ohne diesen Zusatz 14, 412. 20, 275; – die beiden gerundeten Seitenwände des Wagenstuhles, δοιαὶ δέ περίδρομοι ἄντυγές εἰσιν 5, 728, die vorn in einen runden Knopf zusammenliefen, um den man die Zügel beim Stillhalten band, ἐξ ἄντυγος [[ἡνία]] τείνας 5, 262; ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων πρισθείς Soph. Ai. 1010. Iliad. 21, 38 kann man auch an die Räder denken; aber 11, 535 sind ἄντυγες αἱ περὶ [[δίφρον]] die Seitenwände; vgl. Hes. Sc. 64; Plat. Theaet. 207 a; Luc. Deor. D. 25, 2; Wagensitz Eur. Phoen. 1200; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε El. 736; Sp. für Wagen übh., Theocr. 2, 166 νυκτός; Mosch. 2, 88 Σελήνης. – 2) Bei sp. Ep. die runden Teile des menschlichen Körpers, μηρῶν Christodor. Ecphr. 80; μαστῶν Nonn. Übh. Kreis, bes. am Himmel, ῥοδόεσσα Ἄους Dionys. 2; οὐρανοῦ, Himmelsgewölbe, Ep. ad. 684 (VIII, 1); οὐρανίη öfter Anth., – 3) der Steg an der Lyra, Eur. Hippol. 1135; Eustath.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 06:36, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντυξ Medium diacritics: ἄντυξ Low diacritics: άντυξ Capitals: ΑΝΤΥΞ
Transliteration A: ántyx Transliteration B: antyx Transliteration C: antyks Beta Code: a)/ntuc

English (LSJ)

ῠγος, ἡ,
A edge or rim of anything round or curved; and so,
I in Hom. (only in Il.):
1 rim of round shield, 11.6.118, al., E.Rh.373 (lyr.).
2 rail round front of chariot, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας 5.262,322; δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι 5.728; καὶ ἄντυγες αἱ περὶ δίφρον 11.535: in plural also S.Aj.1030, Pl.Tht.207a: in sg., μάρπτει δὲ.. ἡνίας ἀπ' ἄντυγος E.Hipp.1188.
II post-Hom.:
1 pl., the chariot itself, S.El.746, E.Ph.1193: sg., κατ' ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί Theoc.2.166, cf. Jul.Or.3.122b.
2 bridge of the lyre, E. Hipp.1135(lyr.).
3 orbit of a planet, h.Hom.8.8, Procl.H.2.17; vault of heaven, ἄντυξ οὐρανίη AP9.806, cf. 11.292 (Pall.); ἄντυξ αἰθερίη IGRom.4.607; orb, circle of the world, Nonn. D. 38.108; ἄντυξ ἡμίτομος.. σελάνας the disk of the half-moon, Mosch.2.88.
4 in Nonnus, of the curve of the body, ἄντυξ μαζοῦ, ἄντυξ μηρῶν, D.1.348, 15.228, so perhaps in Herod.8.29.
5 outermost tier, in a theatre, ἡ ἐσχάτη ἄντυξ τοῦ θεάτρου Eun.VSp.489B.—Poet. word, used by Pl.l.c., Luc.D Deor. 25.2, in signf. 1.2, cf. also 11.5.

Spanish (DGE)

-ῠγος, ἡ
I reborde de un escudo, ἄντυξ ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης Il.6.118.
II 1baranda del frente y laterales de un carro ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Il.5.262, 322, ἅρματα ... καὶ ἄντυγες ἀμφαράβιζον Hes.Sc.64, μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ' ἄντυγος E.Hipp.1188, ἐφήμενος ἄντυγι δίφρου Nonn.D.14.269, cf. 37.432
en plu. δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι Il.5.728, ἄντυγες αἱ περὶ δίφρον Il.11.535, 20.500, cf. 21.38, ζωστῆρι πρισθεὶς ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων S.Ai.1030, δίφρου δ' εἰσέβαινεν ἄντυγας E.HF 948, en una enumeración de las partes de un carro, Pl.Tht.207a.
2 carro κἀξ ἀντύγων ὤλισθε S.El.746, cf. E.Ph.1193 (aunque tb. podrían incluirse en II 1), πελάζων ἄντυγι E.Hipp.1231, cf. Rh.236, κύνες καὶ τόξα καὶ ἄντυγες Call.Dian.140, κατ' ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί Theoc.2.166, εἰ καὶ ἐπὶ τῆς μιᾶς ἄντυγος μένοι Iul.Or.2.122b.
III marco o brazos de la lira μοῦσα δ' ἄυπνος ὑπ' ἄντυγι χορδᾶν E.Hipp.1135.
IV parte exterior del graderío de un teatro, cauea summa περὶ τὴν ἐσχάτην ἄντυγα τοῦ θεάτρου Eun.VS 489.
V astr. órbita de un planeta τριτάτης ὑπὲρ ἄντυγος h.Hom.8.8, cf. Procl.H.2.17
en gener. bóveda del cielo ἐς οὐρανοῦ ἄντυγας AP 8.1 (Gr.Naz.), cf. AP 9.806, 11.292 (Pall.), Nonn.D.1.210, ἄντυξ αἰθερίη IGR 4.607, ἄντυξ κόσμου Nonn.D.38.108
disco ἄντυξ ... σελήνης Mosch.2.88.
VI arq.
1 base de una cúpula Paul.Sil.Soph.187, 481, 483, 813, 864.
2 planta semicircular de una construcción, Paul.Sil.Soph.419.
3 arco Paul.Sil.Soph.458, 516.
4 en gener. perfil curvo Paul.Sil.Soph.613.
VII en gener.
1 perímetro de una rueda, Hero Spir.2.36
frec. en uso perifrástico ἄντυξ νήσου perímetro de una isla, isla Nonn.D.26.51, de partes del cuerpo μαζοῦ Nonn.D.1.348, μηρῶν Nonn.D.15.228, cf. Herod.8.29.
2 rueda como instrumento de tortura, Ephr.Syr.3.XXIXC.
• Etimología: De ἀνά y la raíz de τεύχω, q.u.

German (Pape)

[Seite 265] υγος, ἡ, jede Rundung, vgl. ἴτυς u. κύκλος, bes. 1) Hom. Il. der runde Schildrand, ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος 6, 118, σάκεος 18, 608, u. ohne diesen Zusatz 14, 412. 20, 275; – die beiden gerundeten Seitenwände des Wagenstuhles, δοιαὶ δέ περίδρομοι ἄντυγές εἰσιν 5, 728, die vorn in einen runden Knopf zusammenliefen, um den man die Zügel beim Stillhalten band, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας 5, 262; ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων πρισθείς Soph. Ai. 1010. Iliad. 21, 38 kann man auch an die Räder denken; aber 11, 535 sind ἄντυγες αἱ περὶ δίφρον die Seitenwände; vgl. Hes. Sc. 64; Plat. Theaet. 207 a; Luc. Deor. D. 25, 2; Wagensitz Eur. Phoen. 1200; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε El. 736; Sp. für Wagen übh., Theocr. 2, 166 νυκτός; Mosch. 2, 88 Σελήνης. – 2) Bei sp. Ep. die runden Teile des menschlichen Körpers, μηρῶν Christodor. Ecphr. 80; μαστῶν Nonn. Übh. Kreis, bes. am Himmel, ῥοδόεσσα Ἄους Dionys. 2; οὐρανοῦ, Himmelsgewölbe, Ep. ad. 684 (VIII, 1); οὐρανίη öfter Anth., – 3) der Steg an der Lyra, Eur. Hippol. 1135; Eustath.

French (Bailly abrégé)

υγος (ἡ) :
1 cercle de bouclier;
2 cercle de fer sur le devant d'un char pour attacher les rênes ; p. ext. bord du char ; le siège du char ; αἱ ἄντυγες le char;
3 chevalet d'une lyre.
Étymologie: ἀντί.

Russian (Dvoretsky)

ἄντυξ: ῠγος ἡ
1 внешний обод, оправа (ἀσπίδος, σάκεος Hom.);
2 тж. pl. круглые (сзади открытые) перила колесницы (ἄντυγεις αἱ περὶ δίφρον Hom.; μάρπτειν ἡνίας ἀπ᾽ ἄντυγος Eur.);
3 тж. pl. кузов колесницы, перен. колесница (ἐξ ἀντύγων ὀλισθεῖν Soph.; ἄντυξ Νυκτός Theocr.);
4 (тж. ἄντυξ οὐρανίη и ἄντυξ οὐρανοῦ Anth.) небесный свод HH;
5 муз. корпус или кобылка, подставка под струны: χορδᾶν ἀ. Eur. = λύρα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντυξ: -ῠγος, ἡ, ὡς τὸ ἴτυς, ἡ περιφέρεια ἢ τὸ χεῖλος παντὸς πράγματος κυκλοτεροῦς ἢ ἐπικαμποῦς, ἑπομένως, Ι. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ (μόνον ἐν Ἰλ.), 1) κύκλος μετάλλινος περιλαμβάνων τὴν ἀσπίδα, ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης Ἰλ. Ζ. 118, Ξ. 412, Σ. 479 κτλ. 2) ἡ καμπύλη ῥάβδος ἡ περιθέουσα τὰ πλάγια καὶ τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ ἅρματος καὶ χρησιμεύουσα ὡς ἔρεισμα ἢ λαβὴ εἰς τὸν ὀχούμενον, ὁ γῦρος τοῦ δίφρου, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας, «ἐκ τῆς περιφερείας τὰς ἡνίας τανύσας» (μετάφρ. Γαζῆ) Ε. 262, 322· ἐνίοτε αὕτη ἦτο διπλῆ, δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι, «αἱ περιφέρειαι τοῦ ἅρματος αἱ παραπεπηγυῖαι· τὰ ἐπὶ τοῦ δίφρου ἡμικύκλια, ὅθεν καὶ τὰ ἡνία ἐφάπτονται» (Σχόλ.) Ε. 728· καὶ ἄντυγες αἱ περὶ δίφρον Λ. 535· κατὰ πληθ. ὡσαύτως Σοφ. Αἴ. 1030, Πλάτ. Θεαίτ. 207Α· καθ’ ἑνικόν, μάρπτει δὲ... ἡνίας ἀπ’ ἄντυγος Εὐρ. Ἱππόλ. 1188. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον, 1) κατὰ πληθ., αὐτὸ τὸ ἅρμα, Σοφ. Ἠλ. 746, Εὐρ. Φοίν. 1193· καθ’ ἑνικ., κατ’ ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοὶ Θεόκρ. 2. 165. 2) ὁ σκελετὸς τῆς λύρας, Βαλκν. Ἱππ. 1131. 3) ἡ τροχιὰ πλανήτου, Ὕμν. Ὁμ. 7. 8: ἐντεῦθεν, ἄντ. οὐρανίη Ἀνθ. Π. 9. 806, 11. 292: - ὁ κύκλος τοῦ κόσμου, τὸ πᾶν, Νόνν. Δ. 38. 108· ἄντ. ἡμιτόμου... σελήνης, ὁ ἡμίτομος κύκλος τῆς σελήνης, Μόσχ. 2. 88. 4) παρὰ Νόννῳ, τὰ στρογγύλα μέρη τοῦ σώματος, ἄντυγες μαστῶν, μηρῶν = μαστοί, μηροί, Διον. ΙΒ. 393., ΙΕ. 228. - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Θεαιτ. 207Α, Λουκ. ἐν Θεῶν Διαλ. 25. 2· ἐν τῇ σημασ. Ι. 2.

English (Autenrieth)

υγος: rim.—(1) the metal rim of a shield, Il. 6.118; serving to bind together the layers of leather or metal, of which the shield was composed (see the cut).—(2) the rim of a chariot, surrounding (περίδρομος) the body (δίφρος) of the car, sometimes double, Il. 5.728; it served also as a place of attachment for the reins. (See the cut.)

Greek Monolingual

η (Α ἄντυξ, -υγος)
(Τεχνολ. -Τοπογρ.)
αρχ.
1. η περιφέρεια ή το χείλος κάθε πράγματος με κυκλικό ή καμπυλωτό σχῆμα
2. κύκλος μεταλλικός που περιέβαλλε την ασπίδα
3. ο γύρος του δίφρου που χρησίμευε για στήριγμα ή λαβή ή για την εξάρτηση των ηνίων
4. η τροχιά ενός πλανήτη ή ο κύκλος του κόσμου, το σύμπαν
5. στον πληθ. το ίδιο το άρμα
6. «ἄντυγες μηρῶν», μηροί
«ἄντυγες μαστῶν», μαστοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + -τυξ < τύξ (πρβλ. τετυκείν, τεύχω). Ο τ. ακολουθεί τον ίδιο σχηματισμό με τα άμπυξ και καταίτυξ].

Greek Monotonic

ἄντυξ: -ῠγος, ἡ όπως το ἴτυς, άκρη ή χείλος οποιουδήποτε κυκλικού ή σκαλισμένου πράγματος·
I. 1. άκρη κυκλικής ασπίδας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ράβδος γύρω από την προμετωπίδα του άρματος, γύρος του δίφρου, στο ίδ.· μερικές φορές διπλό, και ως εκ τούτου ἄντυγες στον πληθ., στο ίδ., Σοφ.
II. μετά τον Όμηρ.,
1. στο πληθ., το ίδιο το άρμα, σε Σοφ., Ευρ.
2. σκελετός λύρας, σε Ευρ.
3. τροχιά πλανήτη, σε Ομηρ. Ύμν.· δίσκος του φεγγαριού, σε Μόσχ.

Frisk Etymological English

-γος
Grammatical information: f.
Meaning: edge, rim of anything round; rail of chariot (Delebecque Cheval 177f.) (Il.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Explained as ἀνά and a root noun -τυξ to τεύχω, τετυκεῖν, but these have -χ-, -κ- and the etym. does not convince: this type of etymology should be seriously questioned. Speculations in vW. Resembles ἄμπυξ (but gen. -κος), which has no etym. (s. v.). Cf. καταῖτυξ, which is also unclear .

Middle Liddell

I. like ἴτυς, the edge or rim of anything round or curved:
1. the rim of the round shield, Il.
2. the rail round the front of the chariot, the chariot-rail, Il.; sometimes double, and therefore ἄντυγες in plural, Il., Soph.
II. post-Hom.,
1. in plural the chariot itself, Soph., Eur.
2. the frame of the lyre, Eur.
3. the orbit of a planet, Hhymn.; the disk of the moon, Mosch.

Frisk Etymology German

ἄντυξ: -γος
{ántuks}
Grammar: f.
Meaning: Schildrand, Wagenkranz, Rundung überhaupt (Il., poet.); zur Bedeutung s. Delebecque Cheval 177f.
Etymology: Bildung wie ἄμπυξ (s. d.), aus ἀνά und einem Wz. nomen -τυξ zu τεύχω, τετυκεῖν. Vgl. zur Bildung auch καταῖτυξ Sturmhut, Sturmdeckel (K 258).
Page 1,115

English (Woodhouse)

bar round a chariot, bar round a waggon, reid round a chariot

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)