σύντριμμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύντριμμα:''' συντρίμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[щель]], [[трещина]]: σύντριμμα ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;<br /><b class="num">2</b> [[разрушение]] (σύντριμμα καὶ [[ταλαιπωρία]] NT).
|elrutext='''σύντριμμα:''' συντρίμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[щель]], [[трещина]]: [[σύντριμμα ἔχειν]] Arst. [[дать трещину]], [[быть расколотым]];<br /><b class="num">2</b> [[разрушение]] (σύντριμμα καὶ [[ταλαιπωρία]] NT).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:01, 2 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντριμμα Medium diacritics: σύντριμμα Low diacritics: σύντριμμα Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: sýntrimma Transliteration B: syntrimma Transliteration C: syntrimma Beta Code: su/ntrimma

English (LSJ)

συντρίμματος, τό,
A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346.
II affliction, ruin, LXX Is.59.7, Je.3.22.
III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N.T.

French (New Testament)

ατος (τὸ) destruction ; ruine ; calamité
συντρίβω

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντριμμα, συντρίμματος, τό συντρίβω vernieling.

Russian (Dvoretsky)

σύντριμμα: συντρίμματος τό
1 щель, трещина: σύντριμμα ἔχειν Arst. дать трещину, быть расколотым;
2 разрушение (σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία NT).

Greek (Liddell-Scott)

σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).

English (Strong)

from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.

English (Thayer)

συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.

Chinese

原文音譯:sÚntrimma 尋-特淋馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-磨損
字義溯源:衝擊,完全的破碎,毀壞,災禍,破壞,殘害;源自(συντρίβω)=徹底的壓碎),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成,而 (τρίβος)出自(τρίβος)X*=磨擦)。參讀 (ἀπώλεια)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 殘害(1) 羅3:16

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συντρίβω → σύν + τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder