δήμιος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Autenrieth) |
(big3_11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=2 ([[δῆμος]]): pertaining to the [[community]], of the [[people]], [[public]]; [[πρῆξις]] δ' ἥδ ἰδίη, οὐ [[δήμιος]], Od. 3.82; δήμια πίνουσιν, ‘the [[public]] [[wine]]’ (cf. [[γερούσιος]] [[οἶνος]], Il. 4.259), Il. 17.250. | |auten=2 ([[δῆμος]]): pertaining to the [[community]], of the [[people]], [[public]]; [[πρῆξις]] δ' ἥδ ἰδίη, οὐ [[δήμιος]], Od. 3.82; δήμια πίνουσιν, ‘the [[public]] [[wine]]’ (cf. [[γερούσιος]] [[οἶνος]], Il. 4.259), Il. 17.250. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -ίη <i>IG</i> 12(5).238 (V a.C.), Hsch., dór. δάμιος, -α, -ον A.<i>Ch</i>.56<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. loc. fem. Δημίασι <i>Com.Adesp</i>.309]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[popular]], [[público]], [[perteneciente al pueblo]], [[ἕλκος]] ἓν τὸ δήμιον del anuncio de una derrota para la ciudad, A.<i>A</i>.640, οἶκος <i>Od</i>.20.264, τι δήμιον un asunto público</i>, <i>Od</i>.2.32, 44, αἰσυμνῆται ... κριτοὶ ... δήμιοι jueces elegidos por el pueblo</i>, <i>Od</i>.8.259, ἱερά A.<i>Th</i>.179, δώματ' A.<i>Supp</i>.957, σέβας ... τὸ πρὶν δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον la majestad que por oídos y mente del pueblo penetraba</i> A.<i>Ch</i>.56, op. ἴδιος <i>Od</i>.3.82, 4.314, πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου [[βαρύ]] τι περίβαρυ κρύος ἔχειν presente tengo el grave, abrumador escalofrío que da el cruel verdugo público</i> A.<i>Eu</i>.160 (cf. II 2)<br /><b class="num">•</b>epít. de Hestia en Paros Ἱστίης Δημίης <i>IG</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>[[público]], [[prostituido]] δημίην Κύπριν· πόρνην Hsch., Δημίαι πύλαι Puertas Públicas</i> junto a las que solían situarse las mujeres públicas, quizás las puertas del Cerámico <i>Com.Adesp</i>.309.<br /><b class="num">2</b> [[vulgar]], [[tosco]] neutr. plu. como adv. δήμια λαβράζουσι Nic.<i>Al</i>.160.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ δ.<br /><b class="num">1</b> plu. οἱ δάμιοι ciertos [[magistrados de la ciu. de Drero en Creta]], prob. [[tesoreros públicos encargados de las finanzas]] <i>ICr.App</i>.2.4 (Drero VII/VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[verdugo]] ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δ. Pl.<i>Lg</i>.872b, cf. <i>R</i>.439e, τῷ δημίῳ παραδοῦναι Lys.13.56, cf. Diph.31.11, Arist.<i>Ath</i>.45.1, Call.<i>Fr</i>.85.2, D.S.14.107, Charito 1.5.5, 4.3.5, <i>AP</i> 11.135, 411 (ambos Lucill.), I.<i>AI</i> 19.42, Plu.<i>Them</i>.22, <i>Art</i>.29, Luc.<i>DMort</i>.24.2, <i>Tyr</i>.8, Iambl.<i>Fr</i>.55, Aesop.216, Artem.3.60, Vett.Val.210.11, <i>A.Al</i>.5A.38, D.C.55.7.2, 58.24.3, Ach.Tat.3.6.4, 7.10.4, 8.8.5, Philostr.<i>VA</i> 1.12, Hld.8.9.10, <i>Erot.Fr.Pap.Tin</i>.14, 15, Plot.3.2.17, <i>OAshm.Shelton</i> 51.3 (VI d.C.), Phot.<i>Bibl</i>.533b.21<br /><b class="num">•</b>fig. βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δ. aborrecido como verdugo de la patria y los ciudadanos</i> LXX 2<i>Ma</i>.5.8, μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον LXX 2<i>Ma</i>.7.29<br /><b class="num">•</b>c. juego de palabras ὦ δῆμε, φησί, μᾶλλον δὲ δήμιε Demad.20<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ συμποσίαρχος ἦν [[γάρ]], ἀλλὰ δ. ὁ Χαιρέας irón., por obligar a beber demasiado a los asistentes, Alex.21, ὥσπερ ὑπὸ δημίων στρεβλούμενοι τῶν παθῶν torturados por dolores que son como verdugos</i> Gal.6.312, de ciertos médicos οὐδὲν ἀποδεῖν μοι δοκοῦσι δημίων οἱ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενοι τῶν ἰατρῶν Gal.10.542.<br /><b class="num">3</b> [[servidor público]] de médicos πτωχὸς ἦν καὶ δ. Phoenicid.4.13, οἱ κοινοὶ δήμιοι, οὓς ὑμεῖς καλεῖτε ἰατρούς Diog.<i>Ep</i>.28.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[popularmente]] Theognost.<i>Can</i>.p.160.3, Eust.1899.58. • DMic.: <i>da-mi-jo</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
Dor. δάμ-, ον (α, ον A.Ch.57 (lyr.), δημίην· πόρνην (Cypr.), Hsch.): (δῆμος):—
A belonging to the people, οἶκος Od.20.264; αἰσυμνῆται δ. judges elected by the people, 8.259; πρῆξις δ' ἥδ' ἰδίη, οὐ δήμιος not public, 3.82; δήμιον ἦ ἴδιον; 4.314, cf. 2.32: epith. of Hestia at Paros, IG12(5).238 (v B. C.): neut. pl. as Adv., δήμια πίνειν at the public cost, 11.17.250; τὸ δ. the sovereign people, A.Supp.370, 699 (lyr.). II ὁ δ. (sc. δοῦλος) public executioner, Ar.Ec.81, Pl.R. 439e, Lys.13.56, Aeschin.2.126, etc. (δάμιος μαστίκτωρ in A.Eu. 160 (lyr.)); ὁ κοινὸς δ. Pl.Lg.872b. 2 public physician, πτωχὸς ἦν καζ δ. Phoenicid.4.13. III δημίαι πύλαι, perh. a mistake for Διομῇσι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 562] öffentlich, das Volk, den Staat betreffend, dem Volk angehörend; Gegensatz ἴδιος: Hom. Odyss. 3, 82 πρῆξις δ' ἤδ' ἰδίη, οὐ δήμιος, das masculin. δήμιος Homerisch anstatt des femin.; 4, 314 τίπτε δέ σε χρειὼ δεῦρ' ἤγαγε, –; δήμιον ἦ ἴδιον; »eine össenriiche oder eine Privatangelegenheit?«; 2, 32 ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ' ἀγορεύει; vs. 44 οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ' ἀγορεύω, ἀλλ' ἐμὸν αὐτοῦ χρεὶος; 20, 264 ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν οἶκος ὅδ', ἀλλ' Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος; 8, 259 αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν δήμιοι, οἳ κατ' ἀγῶνας ἐὺ πρήσσεσκον ἕκαστα; Iliad. 17, 250 Ἀργείων ἡγήτορες ήδὲ μέδοντες, οἵ τε παρ' Ἀτρείδῃς δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος λαοἱς, auf öffentliche Kosten trinken. Aeschyl. Sept. 177 ἱερῶν δημίων; Ag. 640 πόλει μὲν ἕλκος ἓν τὸ δήμιον τοχεῖν; Suppl. 370. 699 τὸ δήμιον das Gemeinwesen, der Staat. Die Attische Prosa gebraucht anstatt dieses Homerischen δήμιος lieber das bei Homer noch nicht vorkommende, nicht wie δήμιος von δημος, sondern von δημότης abgeleitete, aus δημο'τσιοσ entstandene δημόσιος. Doch blieb ὁ δήμιος die allgemein übliche Benennung für den vom Staate bestellten Scharfrichter: Ar. Eccl. 91; Lys. 13, 56; Plat. Legg. IX, 872 b; Sp. oft. – Plat. Rep. IV, 439 e νεκροὺς παρὰ τῷ δημίῳ κειμένους scheint der Richtplatz gemeint zu sein, ist aber l. d. Eustath. Iliad. 17, 250 p. 1105, 22 sagt Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι ἔκπαλαι μὲν οὐ ψεκτὸν ἦν, ὥσπερ οὐδὲ ὁ δῆμος, οὕτως οὐδὲ ὁ δήμιος οὐδὲ τὸ δήμιον, ὡς δῆλον ἔκ τε τῶν δημιοπράτων, ὧν μέμνηται καὶ ὁ κωμικός, καὶ ἐκ τῶν Ὁμηρικῶν δημιοεργῶν. ἐπεὶ δὲ ὕστερον ὁ δήμιος εἰς ἀεικὲς ἀπεκρίθη πρᾶγμα, κολαστῇ γὰρ ἀνδρὶ ἀποκεκλήρωται τοὔνομα, ἤργησε μὲν ἡ χρῆσις τοῦ παλαιοῦ δημίου, ἐκαινίσθη δὲ ἀντ' αὐτοῦ ὁ δημόσιος. Dabei ist zu erinnern, daß Attisch der Scharfrichter auch δημόσιος hieß, s. s. v. δημόσιος. – Das femin. δημίῆ bezeichnete bei den Kypriern nach Hesych. eine öffentliche Hure.
Greek (Liddell-Scott)
δήμιος: Δωρ. δάμ-, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 55 α, ον, (δῆμος)· - ἀνήκων εἰς τὸν λαόν, οἶκος Ὀδ. Υ. 264· αἰσυμνῆται δ., δικασταὶ ἐκλεγόμενοι ὑπὸ τοῦ δήμου, Θ. 259· πρῆξις δ΄ ἥδ’ ἰδίῃ, οὐ δήμιος, οὐχὶ δημοσία, Γ. 82· οὕτω, δήμιον ἢ ἴδιον Δ. 314, πρβλ. 2. 32· ὡς ἐπίρρ., δήμια πίνειν, εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, μὲ ἔξοδα τοῦ κοινοῦ, Ἰλ. Ρ. 250· τὸ δήμιον, = τὸ κοινόν, τὸ δημόσιον, τὸ κοινόν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 370, 699· - πρβλ.δημόσιος. ΙΙ. ὁ δήμιος (ἐνν. δοῦλος), ὁ δημόσιος τῶν ποινῶν ἐκτελεστής, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81, Πλάτ. Πολ. 439Ε, Λυσίας 135. 9, Αἰσχίν. 44 ἐν τέλ., κτλ.· (δάμιος μαστίκτωρ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 159)· ὡσαύτως, ὁ κοινὸς δήμιος Πλάτ. Νόμ. 872Β. 2) δημόσιος ἰατρός, πτωχὸς ἦν καὶ δ. Φοινικίδ. Ἀδήλ. 1. 13. - Πρβλ. δημόσιος ΙΙ, δημόκοινος.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 du peuple, public : δήμιος οἶκος OD maison commune ; δήμια πίνειν IL boire ou festiner aux frais de tous ; τὸ δήμιον ESCHL la chose publique;
2 choisi ou élu parmi le peuple;
3 qui exerce une charge au nom du peuple : ὁ δήμιος (δοῦλος) exécuteur public, bourreau.
Étymologie: δῆμος.
English (Autenrieth)
2 (δῆμος): pertaining to the community, of the people, public; πρῆξις δ' ἥδ ἰδίη, οὐ δήμιος, Od. 3.82; δήμια πίνουσιν, ‘the public wine’ (cf. γερούσιος οἶνος, Il. 4.259), Il. 17.250.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. -ίη IG 12(5).238 (V a.C.), Hsch., dór. δάμιος, -α, -ον A.Ch.56
• Morfología: [plu. loc. fem. Δημίασι Com.Adesp.309]
I 1popular, público, perteneciente al pueblo, ἕλκος ἓν τὸ δήμιον del anuncio de una derrota para la ciudad, A.A.640, οἶκος Od.20.264, τι δήμιον un asunto público, Od.2.32, 44, αἰσυμνῆται ... κριτοὶ ... δήμιοι jueces elegidos por el pueblo, Od.8.259, ἱερά A.Th.179, δώματ' A.Supp.957, σέβας ... τὸ πρὶν δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον la majestad que por oídos y mente del pueblo penetraba A.Ch.56, op. ἴδιος Od.3.82, 4.314, πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου βαρύ τι περίβαρυ κρύος ἔχειν presente tengo el grave, abrumador escalofrío que da el cruel verdugo público A.Eu.160 (cf. II 2)
•epít. de Hestia en Paros Ἱστίης Δημίης IG l.c.
•público, prostituido δημίην Κύπριν· πόρνην Hsch., Δημίαι πύλαι Puertas Públicas junto a las que solían situarse las mujeres públicas, quizás las puertas del Cerámico Com.Adesp.309.
2 vulgar, tosco neutr. plu. como adv. δήμια λαβράζουσι Nic.Al.160.
II subst. ὁ δ.
1 plu. οἱ δάμιοι ciertos magistrados de la ciu. de Drero en Creta, prob. tesoreros públicos encargados de las finanzas ICr.App.2.4 (Drero VII/VI a.C.).
2 verdugo ὁ τῆς πόλεως κοινὸς δ. Pl.Lg.872b, cf. R.439e, τῷ δημίῳ παραδοῦναι Lys.13.56, cf. Diph.31.11, Arist.Ath.45.1, Call.Fr.85.2, D.S.14.107, Charito 1.5.5, 4.3.5, AP 11.135, 411 (ambos Lucill.), I.AI 19.42, Plu.Them.22, Art.29, Luc.DMort.24.2, Tyr.8, Iambl.Fr.55, Aesop.216, Artem.3.60, Vett.Val.210.11, A.Al.5A.38, D.C.55.7.2, 58.24.3, Ach.Tat.3.6.4, 7.10.4, 8.8.5, Philostr.VA 1.12, Hld.8.9.10, Erot.Fr.Pap.Tin.14, 15, Plot.3.2.17, OAshm.Shelton 51.3 (VI d.C.), Phot.Bibl.533b.21
•fig. βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δ. aborrecido como verdugo de la patria y los ciudadanos LXX 2Ma.5.8, μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον LXX 2Ma.7.29
•c. juego de palabras ὦ δῆμε, φησί, μᾶλλον δὲ δήμιε Demad.20
•fig. οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ, ἀλλὰ δ. ὁ Χαιρέας irón., por obligar a beber demasiado a los asistentes, Alex.21, ὥσπερ ὑπὸ δημίων στρεβλούμενοι τῶν παθῶν torturados por dolores que son como verdugos Gal.6.312, de ciertos médicos οὐδὲν ἀποδεῖν μοι δοκοῦσι δημίων οἱ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενοι τῶν ἰατρῶν Gal.10.542.
3 servidor público de médicos πτωχὸς ἦν καὶ δ. Phoenicid.4.13, οἱ κοινοὶ δήμιοι, οὓς ὑμεῖς καλεῖτε ἰατρούς Diog.Ep.28.7.
III adv. -ως popularmente Theognost.Can.p.160.3, Eust.1899.58. • DMic.: da-mi-jo.