μετάγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μετάγω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («[[πάντα]] τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] («τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μεταγαγών», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσελκύω]], [[παρασύρω]] σε [[κάτι]], [[αποπλανώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστρέφω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μεταφράζω]], [[μεταγλωττίζω]] («καὶ [[ὅταν]] μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[μεταφορά]] [[κατά]] τον λόγο<br /><b>4.</b> [[ακολουθώ]] με τον στρατό, [[πορεύομαι]] [[κατόπιν]] («μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν [[ἧπερ]] ὁ Ὑστάσπης προῴχετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μετάγομαι</i><br />λαμβάνομαι ως φραστικὸς όρος από [[άλλη]] [[επιστήμη]] («μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ [[ὄνομα]]», Ιάμβλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]], [[φέρω]]»].
|mltxt=(ΑM [[μετάγω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («[[πάντα]] τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβιβάζω]] («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]] («τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μεταγαγών», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσελκύω]], [[παρασύρω]] σε [[κάτι]], [[αποπλανώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστρέφω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μεταφράζω]], [[μεταγλωττίζω]] («καὶ [[ὅταν]] μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[μεταφορά]] [[κατά]] τον λόγο<br /><b>4.</b> [[ακολουθώ]] με τον στρατό, [[πορεύομαι]] [[κατόπιν]] («μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν [[ἧπερ]] ὁ Ὑστάσπης προῴχετο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μετάγομαι</i><br />λαμβάνομαι ως φραστικὸς όρος από [[άλλη]] [[επιστήμη]] («μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ [[ὄνομα]]», Ιάμβλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]], [[φέρω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]]· μεταφ., <i>τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[πηγαίνω]] από διαφορετικό δρόμο, [[αλλάζω]] τη [[διαδρομή]] μου, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάγω Medium diacritics: μετάγω Low diacritics: μετάγω Capitals: ΜΕΤΑΓΩ
Transliteration A: metágō Transliteration B: metagō Transliteration C: metago Beta Code: meta/gw

English (LSJ)

[ᾰ], fut. -άξω D.S.20.3: pf.

   A μεταγείοχα PRyl.67.5 (ii B. C.): —convey from one place to another, transfer, τινὰ εἰς Βαβυλῶνα LXX 1 Es.1.45, cf. Aristeas 12 (Pass.); τὴν ἐκκλησίαν εἰς Σικυῶνα Plb.5.1.9; τὸν πόλεμον εἰς τὴν Λιβύην D.S. l.c.; ναόν SIG587.6 (Peparethus, ii B. C.); τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας D.C.Fr.83.7; escort, τινα SIG588.51 (Milet., ii B. C.): Medic., divert, τὰ ῥεύματα Gal.17(1).965: metaph., τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μ. Plu.2.225f, cf. SIG704E 12 (Delph., ii B. C.), Epict.Ench.33.3; ψυχὴν ἐπ' εὐφροσύνην AP10.77 (Pall.); seduce, τινὰς ἐς τὸ ἁβροδίαιτον Hdn.3.8.5.    2 translate, εἰς ἑτέραν γλῶσσαν LXX Si.Prol. (Pass.).    3 derive a metaphor, ἀπό τινος Phld.Rh.1.179 S.    4 Pass., to be borrowed, μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα Iamb. in Nic.p.58 P.    II intr., go by a different route, change one's course, X.Cyr.7.4.8.

German (Pape)

[Seite 146] (s. ἄγω), 1) nach-, hinterherführen, sc. στρατόν, hinterhermarschiren, μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν, ᾗπερ ὁ 'Υστάσπης προῴχετο, Xen. Cyr. 7, 4, 8. – 2) von einem Orte weg nach einem andern hinführen, εἴς τινα τόπον, Pol. 24, 8, 4, vgl. 5, 1, 9, Sp., wie Hdn. 3, 8, 10; τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας, D. C. 37, 84.

Greek (Liddell-Scott)

μετάγω: [ᾰ]: μέλλ. -άξω, μεταφέρω ἀπό τινος τόπου εἰς ἄλλον, εἰς τόπον Πολύβ. 5. 1, 9, Διόδ. 20. 3, κτλ.· τὰ δικαστήρια ἀπὸ τῆς βουλῆς ἐπὶ τοὺς ἱππέας Δίωνος Κ. Ἐκλογ. Peiresc. 88· μεταφ., μᾶλλον ἐπ’ εὐφροσύνην... ψυχὴν τερπομένην μετάγειν Ἀνθ. Π. 10. 77. II. κατὰ τὸ φαινόμ. ἀμεταβ., ὑπάγω δι’ ἄλλης ὁδοῦ, μεταβάλλω δρόμον, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

f. μετάξω, ao.2 μετήγαγον, etc.
1 transporter, transférer;
2 faire la conduite à qqn en le suivant : στρατόν XÉN suivre une armée de près.
Étymologie: μετά, ἄγω.

English (Strong)

from μετά and ἁρμόζω; to lead over, i.e. transfer (direct): turn about.

English (Thayer)

present passive μετάγομαι; to transfer, lead over. (Polybius, Diodorus, others), hence, universally, to direct (A. V. to turn about): James 3:3f.

Greek Monolingual

(ΑM μετάγω)
μεταφέρω κάτι από έναν τόπο σε άλλοπάντα τὸν πόλεμον μετάξειν εἰς τὴν Λιβύην», Διόδ.)
μσν.-αρχ.
1. μεταβιβάζω («πᾱσαν τὴν ἀρχὴν Ῥωμαίων εἰς ἐαυτὸν καὶ τοὺς παῑδας μεταγαγεῑν καὶ βεβαιώσασθαι ἠθέλησε», Ηρωδιαν.)
2. οδηγώ κάποιον από μια κατάσταση σε άλλη («τοὺς πολίτας εἰς σωφρονεστέραν βίου τάξιν μεταγαγών», Πλούτ.)
3. προσελκύω, παρασύρω σε κάτι, αποπλανώ
αρχ.
1. αποστρέφω, απομακρύνω κάτι
2. μεταφράζω, μεταγλωττίζω («καὶ ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν», ΠΔ)
3. κάνω μεταφορά κατά τον λόγο
4. ακολουθώ με τον στρατό, πορεύομαι κατόπιν («μετάγειν αὐτὸν ἐκέλευσεν ἧπερ ὁ Ὑστάσπης προῴχετο», Ξεν.)
4. παθ. μετάγομαι
λαμβάνομαι ως φραστικὸς όρος από άλλη επιστήμη («μετῆκται ἀπὸ τῶν ἐν γεωμετρίᾳ τὸ ὄνομα», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἄγω «οδηγώ, φέρω»].

Greek Monotonic

μετάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω,
I. μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο· μεταφ., τὴν ψυχὴν ἐς εὐφροσύνην, σε Ανθ.
II. αμτβ., πηγαίνω από διαφορετικό δρόμο, αλλάζω τη διαδρομή μου, σε Ξεν.