γλαφυρός: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλᾰφῠρός:''' -ά, -όν ([[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κοίλος]], βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη [[λύρα]], σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς [[λιμήν]], βαθύ [[λιμάνι]] ή όρμος, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λείος]], [[στιλπνός]], [[τέλειος]]· λέγεται για πρόσωπα, [[λεπτός]], [[ακριβής]], [[απαιτητικός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i> και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ. | |lsmtext='''γλᾰφῠρός:''' -ά, -όν ([[γλάφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κοίλος]], βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη [[λύρα]], σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς [[λιμήν]], βαθύ [[λιμάνι]] ή όρμος, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λείος]], [[στιλπνός]], [[τέλειος]]· λέγεται για πρόσωπα, [[λεπτός]], [[ακριβής]], [[απαιτητικός]], σε Αριστοφ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i> και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλᾰφῠρός:''' <b class="num">1)</b> выдолбленный, пустотелый, полый ([[νηῦς]], [[πέτρη]], [[φόρμιγξ]] Hom.; [[σπέος]] Her., Hes.; [[ἅρμα]] Pind.): γ. [[λιμήν]] Hom. глубокая гавань, укрытая бухта; γλαφυρὰ [[χθών]] Anth. яма в земле;<br /><b class="num">2)</b> досл. обточенный, обтесанный, перен. точеный, изящный, стройный (πόδες Arst.; εὐειδῆ καὶ γλαφυρὰ βρέφη Plut.);<br /><b class="num">3)</b> утонченный, культурный ([[διάνοια]] Arst.; [[ἀστεῖος]] καὶ γ. [[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> искусный, тщательно отделанный, тонкий ([[ἀράχνιον]], ἀνθρηνῶν [[κηρίον]] Arst.; διατριβαί Plut.);<br /><b class="num">5)</b> искусный, умелый ([[νομοθέτης]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν, (γλάφω)
A hollow, hollowed, νῆες Il.2.454, al.; γ. πέτρη, σπέος 2.88, 18.402; ἄντρον Agath.1.10 (Sup.); τὰ γ. τῆς γῆς Id.2.15; γ. φόρμιγξ Od. 17.262; γ. ἅρματα Pi.N.9.12; γ. λιμήν a deep harbour or cove, Od. 12.305.—In this sense Ep. and Lyr. (not in Trag.); twice in Com., Hermipp.63.11 (mock-Epic); [ποτήρια] ταπεινὰ καὶ γ. Epigen.4.3; later πόδες arched, Arist.HA538b11 (Comp.). II polished: hence, 1 hairless, smooth, of spiders, Arist.HA555b11. 2 neat, delicate, ῥύγχος Id.PA662b8; κηρίον Id.HA554b28 (Comp.); of dishes, dainty, δειπνάριον Diph.64.1; ἐμβαμμάτια Anaxipp.1.35. III metaph., subtle, exact, of persons and things, ὦ σοφώτατ', ὦ γλαφυρώτατε Ar.Av.1272; γ. ἀστεῖός θ' ἅμα Machoap.Ath.13.579b; γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Arist.Pol.1274b8; γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.PA650b19; εἴ τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γ. οἶσθα Dionys.Com. 3.1, cf. Plot.4.8.6; τὸ γ. subtlety, ποικίλλοντες τῷ γ. γεωμετρίαν Plu. Marc.14, cf. Iamb.in Nic.p.20 P.; γ. τέχναι, θεωρία, Ph.1.270,566: Sup., Id.2.262. Adv., Comp. -οτέρως more subtly, Arist.de An.405a8. 2 skilful, neat, χείρ Theoc.Ep.8.5; [ἀράχνιον] σοφώτατον καὶ -ώτατον Arist.HA623a8. Adv. -ρῶς, ἧττον γ. ἔχειν with less finish, Id.Pol.1271b21, cf.Alex.110.20. 3 refined, γλαφυρόν τι καὶ προσαγωγὸν ἐμειδίασεν Luc.DDeor.20.11; γ. διατριβαί Plu.Cim.13. Adv. -ρῶς, γ. καὶ περιττῶς διάγειν Id.2.989c; γ. βιώσας CIG2004 (Maced.). 4 of literary style, polished, elegant, γ. ἁρμονία D.H.Dem. 36; ῥυθμός Id.Comp.13; σύνθεσις, opp. αὐστηρά, ib.21. Adv. -ρῶς, λέγειν Id.Isoc.2; of music, ἐμελῴδει πάνυ γλαφυρὸν καὶ ἐναρμόνιον Luc. DDeor.7.4.
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰφῠρός: -ά, -όν, (γλάφω) κοῖλος, «βαθουλός», κοινὸν ἐπίθετον τῶν πλοίων παρ’ Ὁμήρῳ· γλ. πέτρη, σπέος Ὅμ. ˙ γλ. φόρμιγξ, πεποιημένη κοίλη χάριν τοῦ ἤχου, Ὀδ. Ρ. 262· γλ. ἅρμα Πίνδ. Ν. 9. 28· γλ. λιμήν, βαθὺς λιμὴν ἢ ὅρμος, Ὀδ. Μ. 305. ‒ Ἐπὶ τοιαύτης σημασίας τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. καὶ Πινδ.· οὐδέποτε παρὰ Τραγ.· σπανίως παρὰ κωμ. ὡς Ἐπιγεν. Ἡρω. 1 (τὸ δὲ παρ’ Ἑρμίπ. Φορμ. 1 εἶνε ἐπικὴ παρῳδία)· κοῖλος δὲ εἶναι ἡ Ἀττ. λέξις. ΙΙ. λεῖος, στιλπνός, τέλειος· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ προσώπων, λεπτός, ἀκριβής, τὰ πάντα ἐξετάζων καὶ ἐπικρίνων, ὦ σοφώτατ’, ὦ γλαφυρώτατε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1272· γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 11· γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4, 2·‒ ἐντεῦθεν, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, ἱκανός, χεὶρ Θεόκρ. Ἐπ. 7. 5· ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 4., 9. 38, 1.‒ Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπιτηδείως, κομψῶς, Ἄλεξ. Κρατ. 1. 20· γλ. βιώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2004· γλ. ἔχειν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 1· ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 11., 7. 4· συγκρ., γλαφυρωτέρως εἴρηκε ν… , λεπτοτέρως, μετὰ πλείονος ἐπιτηδειότητος καὶ ἀκριβείας, Ἀριστ. π.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. creusé;
II. travaillé au ciseau ; ciselé, poli ; p. suite :
1 qui travaille finement, habile aux ouvrages délicats;
2 fig. de mœurs polies, élégant, gracieux ; τὸ γλαφυρόν PLUT politesse des mœurs.
Étymologie: R. Γλαφ, gratter ; cf. διαγλάφω, γλύφω.
English (Autenrieth)
hollow; often of ships; of the φόρμιγξ, Od. 8.257; a grotto, Il. 18.402, Od. 2.20; a harbor, Od. 12.305.
English (Slater)
γλᾰφῠρός
1 hollowed i. e. chiselled ἅρμασί τε γλαφυροῖς (N. 9.12)
Spanish (DGE)
(γλᾰφῠρός) -ά, -όν
• Morfología: [plu. dat. γλαφυροῖσι Anaxipp.1.35]
I de cosas natural o artificialmente huecas o ahuecadas y pulidas hueco, cóncavo, ahuecado πέτρη Il.2.88, Od.14.533, σπέος Il.18.402, 24.83, Od.2.20, 9.114, 476, 12.210, Hes.Th.297, ἔστι ... αὐτόθι σπήλαιον ὃ καλεῖται γλαφυρόν Arist.Mir.834b32, ἄντρον Agath.1.10.2
•esp. de naves νῆες γλαφυραί Il.2.454, 3.119, 8.334, cf. Od.10.23, 12.406, 14.304, A.R.3.316, 4.1609, del caballo de Troya, Triph.65
•gener. φόρμιγξ Od.8.257, h.Ap.183, h.Merc.64, φωριαμός A.R.3.844, μέλαθρον Nonn.Par.Eu.Io.11.38, λιμήν γ. puerto profundo, hondo, Od.12.305, νιπτήρ Nonn.Par.Eu.Io.13.5
•subst. τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς las concavidades de la tierra Agath.2.15.9.
II 1cincelado ἅρματα Pi.N.9.12, ποτήρια Epig.4.3
•bien trabajado s. cont., Men. en Phot.γ 132.
2 liso de una clase de arañas sin pelo Arist.HA 555b11, 623a8
•liso, delicado del pico de un ave pequeña, op. ἰσχυρὸν καὶ σκληρόν (ῥύγχος) Arist.PA 662b8, πόδας γλαφυρωτέρους (ref. a los animales hembra), Arist.HA 538b11, κηρίον Arist.HA 554b28, ἴασπις Orph.L.267.
III fig. de pers. y abstr.
1 ingenioso, agudo, sutil Ar.Au.1272, Arist.Pol.1274b8, Macho 237, γ. διάνοια inteligencia aguda Arist.PA 650b19, τι κομψὸν ἢ σοφὸν ἢ γλαφυρόν algo fino, inteligente o ingenioso Dionys.Com.3.2, cf. Plot.4.8.5
•subst. τὸ γλαφυρόν sutileza, ingenio Plu.Marc.14, Iambl.in Nic.20.
2 hábil, primoroso χείρ Theoc.Ep.8.5.
3 refinado, elegante διατριβαί Plu.Cim.13, τέχναι Ph.1.270, cf. Corn.ND 20
•del estilo pulido, elegante ἁρμονία D.H.Dem.36.5, ῥυθμός D.H.Comp.13.2, cf. Demetr.Eloc.36, σύνθεσις D.H.Comp.21.4, μέλος Sch.S.OC 668P.
•neutr. adv. μελῳδεῖ πάνυ γλαφυρὸν ... καὶ ἐναρμόνιον canta con gusto y armoniosamente Luc.DDeor.11.4
•de manjares sabroso δειπνάριον Diph.64.1, ἐμβαμμάτια Anaxipp.l.c.
IV adv. -ῶς con refinamiento ἧττον γ. (ἔχει) carece de refinamiento la constitución cretense, Arist.Pol.1271b21, σοφῶς ταῦτ' οἰκονομήσω καὶ γ. Alex.115.20, γ. καὶ περιττῶς διάγειν vivir con refinamiento y abundancia Plu.2.989, cf. CIG 2004 (Macedonia), γ. λέγειν hablar con elegancia D.H.Isoc.2
•compar. -τέρως con más sutileza Arist.de An.405a8.
• Etimología: Gener. se rel. γλύφω q.u. c. disim. *γλυφυ- > γλαφυ-. Otros ven una disim. de *βλαφυ- > γλαφυ- (cf. γλέπω < βλέπω) de una r. *gu̯l̥bhu-, cf. av. gərəbuš-, gr. δελφύς.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλαφυρός, -ά, -όν)
(για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση
αρχ.
1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ.
β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς»)
2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος
3. νόστιμος, γευστικός
4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής («γλαφυρώτερος τῶν νομοθετῶν», Αριστοτ.)
5. επιδέξιος, ικανός
6. εκλεπτυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γλάφυ, γλάφω και γλαφυρός ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα gelebh- «ξύνω, βαθουλώνω ξύνοντας, πλανίζω». Ο τ. γλαφυρός πιθ. < γλαφύς (κατά το πρότυπο του λιγυρός < λιγύς). Τα γλάφυ και γλαφυρός συνδέονται πιθανώς με το ρ. γλύφω (γλυφυ- < γλαφυ- με ανομοίωση), που χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος. Τέλος, το γλάφω ως λ. «άπαξ ειρημένη» με την έννοια «κοιλώνω» είναι πολύ πιθανό να είναι υστερογενής σχηματισμός έναντι του γλαφυρός. Κατ' άλλους, το γλάφω, με τη σημασία «εγχαράσσω», οφείλεται πιθανώς σε συμφυρμό τών γλύφω και γράφω.
Greek Monotonic
γλᾰφῠρός: -ά, -όν (γλάφω),
I. κοίλος, βαθουλός, λέγεται για τα πλοία, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται και για τις σπηλιές, στον ίδ.· επίσης για τη λύρα, σε Ομήρ. Οδ.· γλαφυρὸς λιμήν, βαθύ λιμάνι ή όρμος, στο ίδ.
II. λείος, στιλπνός, τέλειος· λέγεται για πρόσωπα, λεπτός, ακριβής, απαιτητικός, σε Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς και ουδ. ως επίρρ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γλᾰφῠρός: 1) выдолбленный, пустотелый, полый (νηῦς, πέτρη, φόρμιγξ Hom.; σπέος Her., Hes.; ἅρμα Pind.): γ. λιμήν Hom. глубокая гавань, укрытая бухта; γλαφυρὰ χθών Anth. яма в земле;
2) досл. обточенный, обтесанный, перен. точеный, изящный, стройный (πόδες Arst.; εὐειδῆ καὶ γλαφυρὰ βρέφη Plut.);
3) утонченный, культурный (διάνοια Arst.; ἀστεῖος καὶ γ. βίος Plut.);
4) искусный, тщательно отделанный, тонкий (ἀράχνιον, ἀνθρηνῶν κηρίον Arst.; διατριβαί Plut.);
5) искусный, умелый (νομοθέτης Arst.).