αὖτε: Difference between revisions
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὖτε:''' επίρρ. (<i>αὖ</i>, <i>τε</i>, όπου <i>τε</i> είναι πλεοναστικό, όπως στο [[ὅστε]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, [[ξανά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για να δηλώσει [[ακολουθία]] [[πάλι]], πιο πέρα, [[ακόμα]], στο ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[άλλη]] [[μεριά]], αντιθέτως, ακολουθώντας το [[μέν]] όπως το <i>δέ</i>, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές. | |lsmtext='''αὖτε:''' επίρρ. (<i>αὖ</i>, <i>τε</i>, όπου <i>τε</i> είναι πλεοναστικό, όπως στο [[ὅστε]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για χρόνο, [[ξανά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για να δηλώσει [[ακολουθία]] [[πάλι]], πιο πέρα, [[ακόμα]], στο ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> από την [[άλλη]] [[μεριά]], αντιθέτως, ακολουθώντας το [[μέν]] όπως το <i>δέ</i>, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὖτε:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> снова, опять, еще: [[εἴποτε]] δ᾽ αὖ. χρειὼ [[ἐμεῖο]] γένηται … Hom. если мне когда-нибудь снова придется …; τίπτ᾽ αὖτ᾽ εἰλήλουθας; Hom. ты еще зачем пожаловал(а)?;<br /><b class="num">2)</b> также: [[ἀμφί]] μοι αὖ. Arph. помоги и ты мне;<br /><b class="num">3)</b> далее, затем (αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Αἴαντε [[δύω]] …, ἕκτον δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα Hom.);<br /><b class="num">4)</b> с другой стороны, напротив Hom., HH, Pind., Soph.: εἰ δ᾽ αὖ. συμφορὰ τύχοι Aesch. если же, напротив, приключится беда. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (αὖ, τε):—used by Hom.
A like αὖ, I of Time, again, Il.1.202, 2.105,370, al.; freq. δὴ αὖτε 1.340, 2.225, and with crasis, δαὖτε Alcm.36, δηὖτε Archil.60, Sapph.40, Alc.19.1, Hippon. 78. II to mark Sequence or Transition, again, furthermore, ἕκτον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα Il.2.407; Δαρδανίων αὖτ' ἦρχεν . . Αἰνείας ib.819, cf. 826, etc.; esp. in speeches, τὸν δ' αὖτε προσέειπε . . him in turn addressed... 3.58, al.; ἀμφί μοι αὖτε ἄναχθ' ἑκαταβόλον ἀειδέτω φρήν Terp.2, cf. Ar.Nu.595; ἥδ' αὖθ' ἕρπει S.Tr.1009 (lyr.). 2 on the other hand, on the contrary, sts. opp. μέν (instead of δέ), Il.1.237, Od. 22.6; coupled with δέ, h.Cer.137, A.Pers.183, Th.5,Ag.553.—Freq. in A., once in S., never in E.; not in Prose; Com. only in Dact. and Anap. in Epic reminiscences, Cratin.169, Ar.Pax1270, Metag. 4.2 (prob.); νῦν αὖτε λεῲ προσέχετε τὸν νοῦν Ar.V.1015.
German (Pape)
[Seite 395] p. = αὖ, 1) wiederum, eine Wiederholung bezolehnend, gleichfalls, Il. 18, 243 u. öfter; Ar. Nub. 595 Lys. 66. – 2) häufiger bezeichnet es einen Uebergang od. Gegensatz, aber, Hom. u. Tragg.; entspricht auch geradezu einem vorangegangenen μέν, z, B. Od. 22, 6; Pind. vrbdt öfter δ' αὖτε; so auch att. Dichter.
Greek (Liddell-Scott)
αὖτε: ἐπίρρ. (αὖ, τε, ἔνθα τὸ τε εἶναι πλεοναστικὸν ὡς ἐν τοῖς ὃστε, ἄλλοτε, κτλ.) ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. ὡς τὸ αὖ, Ι. ἐπὶ χρόνου, Ἰλ. Α. 202, 340., Β. 105, 225, 370, κτλ. ΙΙ. πρὸς δήλωσιν ἀκολουθίας, ἐπαλληλίας, πάλιν, παραιτέρω, πρὸς τούτοις, προσέτι, ἕκτον δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα Ἰλ. Β. 407· Δαρδανίων αὖτ᾿ ἦρχεν Αἰνείας αὐτόθι 819. πρβλ. 826, κτλ.· κυρίως ἐπὶ ἀγορεύσεων, τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Γ. 58, κτλ.· ἥδ᾿ αὖθ᾿ ἓρπει Σοφ. Τρ. 1009. 2) ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἐντεῦθεν ἐνίοτε ἀντιτίθεται τῷ μὲν ἀντὶ τοῦ δέ, Ἰλ. Α. 237, Ὀδ. Χ. 5, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 137, Κρατῖνος ἐν «Πηλαίᾳ» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 595, Σφ. 1015, Λυσ. 66, ἢ συνδυάζεται μετὰ τοῦ δὲ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 183, Θήβ. 5. Ἀγ. 553: ― οὗτος ὁ τύπος εὕρηται συχν. παρ᾿ Αἰσχύλ., ἅπαξ παρὰ Σοφ., οὐδαμοῦ παρ᾿ Εὐρ.· ἂν καὶ παρὰ κωμικοῖς δὲν εἶναι σπάνιος, παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐν τούτοις οὐδόλως φαίνεται ἀπαντῶν που.
French (Bailly abrégé)
adv. poét.
1 de nouveau ; particul. au sens de notre « encore » dans des phrases telles que « où suis-je encore tombé ? »;
2 d’un autre côté, au contraire;
3 alors, ensuite.
Étymologie: αὖ, τε.
English (Autenrieth)
(αὖ τε): again, on the other hand, however, but; εἴ ποτε δὴ αὖτε, Il. 1.340; ὁππότ ἂν αὖτε, Od. 8.444, and esp. in questions of impatient tone, τίπτ' αὖτ εἰλήλουθας, Il. 1.202; τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω, ‘whose country am I come to now?’ Od. 6.119; very often denoting contrast or transition, like δέ, νῦν αὖτε, ἔνθ' αὖτε, δ αὖτε, and correlating to μέν, Il. 3.241; also in apod., Il. 4.321.
English (Slater)
αὖτε
1 adversative, again
a opposed to μέν. θεὸν ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89) (ἄρουραι) τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δαὖτ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.11) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων, νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) (I. 6.5)
b opposed to a previous time. ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ' αὖτε χρόνῳ (P. 3.96)
2 progressive, in question. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; (O. 2.90)
3 frag. τοι δ' αυτ[ dub. ?fr. 338. 9.
Spanish (DGE)
adv.
1 c. verb. de nuevo, otra vez ὅτ' ἂν αὖτε νεώμεθα πατρίδα γαῖαν Il.7.335, αὖτ' ἀγορῇ νικᾷς Il.2.370, φοιτῇς δ' αὖθ' οὕτως ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με Theoc.11.22
•frec. c. δή: εἴ ποτε δὴ αὖτε χρειὼ ἐμεῖο γένηται ... λοιγὸν ἀμῦναι Il.1.340, πῇ δηὖτ' ἄνολβος ἀθροΐζεται στρατός; Archil.152, Ἔρως με δηὖτε ... ἰαίνει Alcm.59a, ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι δηὖτε κάλημμι Sapph.1.15, Μητροτίμῳ δηὖτέ με χρὴ ... δικάζασθαι Hippon.193, κεἴτε νιν αὖτε γυναικὸς ἔχει πόθος εἴτε καὶ ἀνδρός Theoc.2.150.
2 marcando términos op. al primero en enumeraciones o secuencias narrativas además, también ἕκτον δ' αὖτ' Ὀδυσσῆα Il.2.407, δεύτερον αὖτε Ζῆνα Hes.Th.47, δεύτερον αὖτε γένος Hes.Op.127, ἄλλοτε δ' αὖτε Hes.Op.245
•oponiendo una persona a otra a su vez, por su parte ὁ αὖτε δῶκ' Ἀτρέϊ Il.2.105, ἔνθ' αὐτ' Εὐρυδάμαντα βάλε Od.22.283, τὸν δ' αὖτε προσέειπε Il.1.206, τὸν δ' αὖτ' Ἰδομενεὺς ... ἀντίον ηὔδα Il.4.265.
3 por otra parte, pero en op. a μέν: νῦν μὲν ... ὕστερον αὖτε μαχήσοντ' Il.7.29-30, τὸ μὲν οὔ ποτε ... νῦν αὖτε Il.1.337
•reforzando a δέ: ὑμῖν μὲν ... ἐμὲ δ' αὖτ' οἰκτείρατε κοῦραι h.Cer.137, ἡ μὲν πέπλοισι Περσικοῖς ἡσκημένη, ἡ δ' αὖτε Δωρικοῖσιν A.Pers.183, εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν ... εἰ δ' αὖτε ... συμφορὰ τύχοι A.Th.5, τὰ μέν τις ἂν λέξειεν ... τὰ δ' αὖτε κἀπίμομφα A.A.553
•alternando con δέ: πρῶτον ἐπὶ πτελέην, τὸ δὲ δεύτερον ἧκας ἐπὶ δρῦν, τὸ τρίτον αὖτ' ἐπὶ θῆρα Call.Dian.121.
• Etimología: Prob. comp. de αὖ y τε q.u.
Greek Monolingual
αὖτε επίρρ. (Α)
1. χρον. εκ νέου, πάλι
2. προσέτι, περαιτέρω
3. αντιθέτως, εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυ + τε].
Greek Monotonic
αὖτε: επίρρ. (αὖ, τε, όπου τε είναι πλεοναστικό, όπως στο ὅστε)·
I. λέγεται για χρόνο, ξανά, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. λέγεται για να δηλώσει ακολουθία πάλι, πιο πέρα, ακόμα, στο ίδ., Σοφ.
2. από την άλλη μεριά, αντιθέτως, ακολουθώντας το μέν όπως το δέ, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές.
Russian (Dvoretsky)
αὖτε: adv.
1) снова, опять, еще: εἴποτε δ᾽ αὖ. χρειὼ ἐμεῖο γένηται … Hom. если мне когда-нибудь снова придется …; τίπτ᾽ αὖτ᾽ εἰλήλουθας; Hom. ты еще зачем пожаловал(а)?;
2) также: ἀμφί μοι αὖ. Arph. помоги и ты мне;
3) далее, затем (αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Αἴαντε δύω …, ἕκτον δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα Hom.);
4) с другой стороны, напротив Hom., HH, Pind., Soph.: εἰ δ᾽ αὖ. συμφορὰ τύχοι Aesch. если же, напротив, приключится беда.