ἀμαιμάκετος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(1)
(1)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμαιμάκετος:''' (ᾰκ)<br /><b class="num">1)</b> неодолимый, неукротимый ([[Χίμαιρα]] Hom.; [[πῦρ]] Hes., Soph.: [[πόντος]] Pind.; [[θήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> крепкий, прочный ([[ἱστός]] Hom.).
|elrutext='''ἀμαιμάκετος:''' (ᾰκ)<br /><b class="num">1)</b> неодолимый, неукротимый ([[Χίμαιρα]] Hom.; [[πῦρ]] Hes., Soph.: [[πόντος]] Pind.; [[θήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> крепкий, прочный ([[ἱστός]] Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=(<b class="b3">-η</b>), <b class="b3">-ον<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: Homeric epithet of unknown meaning (Il.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. For connections with <b class="b3">μακρός</b>, <b class="b3">μαιμάω</b>, <b class="b3">μάχομαι</b>, prob. all to be rejected, s. Bechtel Lex., Debrunner GGA 1910, 12). - One might think of a Pre-Greek word, <b class="b2">*a-mai-mak-eto-</b> (with proth. vowel, redupl.)?
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαιμάκετος Medium diacritics: ἀμαιμάκετος Low diacritics: αμαιμάκετος Capitals: ΑΜΑΙΜΑΚΕΤΟΣ
Transliteration A: amaimáketos Transliteration B: amaimaketos Transliteration C: amaimaketos Beta Code: a)maima/ketos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Hes.Sc.207:—

   A irresistible, old Ep. word, also in Lyr. and Trag. (lyr.); of Chimaera, Il.6.179, 16.329; of fire vomited by her, Hes.Th.319; of fire generally, S.OT177; θάλασσα, πόντος, Hes.Sc.207, Pi.P.1.14; of ship's mast, proof against any strain, Od.14.311; of the trident, Pi.I.8(7).37; ἀ. μένος, κινηθμός, P.3.33, 4.208; νεῖκος stubborn, B.10.64; of the Furies, S.OC127; ἀ. βυθοῖς in unfathomable depths, IG3.900. [Usu. derived fr. - intens., μαιμάω, i. e. furious; but apptly. connected with ἄμαχος by Poets.]

German (Pape)

[Seite 114] η, ον, sehr lang; das erste α ist intens. (oder euphon.), μαι ist eine nicht ungewöhnliche Art von Reduplication, μάκετος verhält sich zu μακρός, μῆκος, wie πάχετος Od. 8, 187. 23, 191 zu παχύς, πάχος, πῆχυς; vgl. περιμήκετος Iliad. 14, 287 Od. 6, 103; Hom. dreimal, Od. 14, 311 ἱστὸν ἀμαιμάκετον νηός, Iliad. 6, 179. 16, 329 Χίμαιραν ἀμαιμακέτην; nämlich der Leib des Ungethüms ist wirklich sehr lang, 6, 181 πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα; Homer setzt hinzu δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο; dies mißverstand Hesiod., als sei es Erklärung des ἀμαιμακέτην, u. sagt deshalb Th. 319 Χίμαιραν ἔτικτε, πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ; sodann bezeichnete man durch das Wort alles Große, Furchtbare, Gewaltige; man stellte eine Etymologie = ἄμαχος auf, unbezwinglich; Pind. πόντος P. 1, 14 (vgl. βύθοι Anth. App. 234); τριόδους I. 7. 35; μένος P. 3, 33; κινηθμὸς πετρᾶν P. 4, 308; Soph. πῦρ O. R. 177 ch., die Eumeniden O. C. 127 ch.; βασιλῆες Orph. Arg. 518; κρᾶς ταύρου Ant. Sid. 115 (VI, 18); öfter sp. Ep.; θήρ Theocr. 25, 258.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαιμάκετος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἡσ.: - ἀκατάσχετος, φοβερός, χαλεπός, ἄμαχος, ἀκαταγώνιστος, ἀρχαία Ἐπ. λέξις, ἐν χρήσει καὶ παρὰ λυρ. ποιηταῖς: περὶ τῆς χιμαίρας, Ἰλ. Ζ. 179, Π. 329· περὶ τοῦ πυρὸς τὸ ὁποῖον αὕτη ἐξερεύγεται, Ἡσ. Θ. 319· περὶ τοῦ πυρὸς ἐν γένει, Σοφ. Ο. Τ. 177· περὶ τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἀσπ. 207, Πινδ. Π. 1. 28· ἐπὶ ἰσχυροῦ, ἀκαταβλήτου ἱστοῦ, Ὀδ, Ξ. 311· ἐπὶ τῆς τριαίνης, Πινδ. Ι. 8 (7). 74: ἀμ. μένος, κινηθμός, ὁ αὐτ. Π. 3. 58., 4. 370· ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 127· ἀμ. βυθοῖς, εἰς ἀκαταμέτρητα βάθη, Συλλ. Ἐπιγρ. 434· (πιθ. ἐκ τοῦ ἄμαχος, ἀμάχετος, διά τινος ἀναδιπλασιασμοῦ· πρβλ. ἀταρτηρός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 invincible, irrésistible ; redoutable;
2 fort, solide.
Étymologie: ἀ, μαιμάσσω.

English (Autenrieth)

doubtful word, unconquerable, monstrous; epith. of the Chimaera, Il. 6.179 and Il. 16.329; of a floating mast, ‘huge,’ Od. 14.311.

English (Slater)

ᾰμαιμᾰκετος
   1 irresistible, unyielding γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον (P. 1.14) μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (sc. Ἄρτεμιν) (P. 3.33) συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.208) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (I. 8.35)

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Grafía: graf. ἀμεμακ- Hsch.

• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [-ος, -ον Hes.Sc.207]
1 terriblemente furioso, monstruoso, irresistible, contra lo que no hay fuerza humana de seres monstruosos y de elementos, de la Quimera Il.6.179, 16.329, de las Furias, S.OC 127, Κρονίων Orph.A.23, θήρ del león de Nemea, Theoc.25.258, ἀλκὴ (κήτεων) Opp.H.1.361, ταῦρος Nonn.D.11.161, θάλασσα Hes.Sc.207, πόντος Pi.P.1.14, τριόδους Pi.I.8.35, ἔγχος A.R.3.1232, ὀϊστοί Orph.A.177, ἀμαιμακέτοις ... βυθοῖς profundidades espantosas, IG 22.3575 (II a.C.), ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης (Leandro) bebió un funesto brebaje de irresistible salmuera en el momento de ahogarse, Musae.328
del fuego, Hes.Th.319, S.OT 177
fig. μένος Pi.P.3.33, κινηθμός Pi.P.4.208, cf. Hsch.
2 que resiste a los elementos enfurecidos ἱστός Od.14.311
fig. tozudo, tenaz νεῖκος B.11.64.

• Etimología: Varias hipótesis, pero ninguna segura: 1) De μαιμάω, μαιμάσσω, c. ἀ- intens. 2) De la raíz de μακρός. 3) De ἀ- priv. y μάχομαι, c. var. κ por χ del mismo tipo que δέκομαι/δέχομαι.

Greek Monolingual

ἀμαιμάκετος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
(επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη φωτιά που έβγαζε από το στόμα της), τη φωτιά γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία του «ακατάσχετος, ακατανίκητος» κι έτσι συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μάχομαι. Ερμηνεύεται ως προϊόν συνθέσεως του ἀ-επιτατ. + μαιμάω, μαιμάσσω «είμαι ανυπόμονος, επιθυμώ σφόδρα». Κατ’ άλλη άποψη, που στηρίζεται στην ομηρ. έκφραση ἀμαιμάκετος ἱστός, η λ. προήλθε από ρ. -μάκετος < -μήκετος «μακρύς, μεγάλος» με βράχυνση (πρβλ. και περιμήκετος), ενώ το στοιχείο μαι- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ ερμηνεία προσκρούει στο ότι η χρήση της λ. ἀμαιμάκετος με τη λ. ἱστός είναι δευτερεύουσας σημασίας].

Greek Monotonic

ἀμαιμάκετος: -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. τύπος του ἄμαχος,
1. ασυναγώνιστος, ακατανίκητος, σε Όμηρ., Σοφ.
2. δυνατός, ισχυρός, ακατάβλητος, λέγεται για κατάρτι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαιμάκετος: (ᾰκ)
1) неодолимый, неукротимый (Χίμαιρα Hom.; πῦρ Hes., Soph.: πόντος Pind.; θήρ Theocr.);
2) крепкий, прочный (ἱστός Hom.).

Frisk Etymological English

(), -ον
Grammatical information: adj.
Meaning: Homeric epithet of unknown meaning (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. For connections with μακρός, μαιμάω, μάχομαι, prob. all to be rejected, s. Bechtel Lex., Debrunner GGA 1910, 12). - One might think of a Pre-Greek word, *a-mai-mak-eto- (with proth. vowel, redupl.)?