νήφω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(3b)
(2)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νήφω:''' <b class="num">1)</b> быть трезвым Soph., Plat., Dem.: τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώσσης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος погов. Plut. что у трезвого в сердце, то у пьяного на языке;<br /><b class="num">2)</b> быть рассудительным, бдительным Plut.: νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν Luc. будь сдержан и помни о том, что верить (на слово) нельзя (слова Эпихарма).
|elrutext='''νήφω:''' <b class="num">1)</b> быть трезвым Soph., Plat., Dem.: τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώσσης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος погов. Plut. что у трезвого в сердце, то у пьяного на языке;<br /><b class="num">2)</b> быть рассудительным, бдительным Plut.: νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν Luc. будь сдержан и помни о том, что верить (на слово) нельзя (слова Эпихарма).
}}
{{etym
|etymtx=Ch. 3, 134<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">be sober, fast</b>, often metaph.<br />Other forms: Dor. <b class="b3">νάφω</b>, in the older language only present, mostly in ptc. (IA., Thgn., Archil.), aor. <b class="b3">νῆψαι</b> (J., 1. Ep. Pet. 4, 7).<br />Compounds: Also w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>.<br />Derivatives: 1. <b class="b3">νήφων</b>, <b class="b3">-ονος</b> in <b class="b3">νήφονες νήφοντες</b> H., dat. pl. <b class="b3">νήφοσι</b> (Thgn.); 2. <b class="b3">νηφάλιος</b> <b class="b2">without wine</b>, of drink-offerings etc. (A.), later also of persons [[fasten]] (Ph., J.) with <b class="b3">νηφαλιεύω</b> <b class="b2">bring a drinkoffering without wine</b> (Poll.), <b class="b3">νηφαλίζω</b> in <b class="b3">νηφαλισμένον ὕδατι</b>, <b class="b3">οὑκ οἴνῳ ἡγνισμένον</b> H.; besides <b class="b3">νηφαλιεύς</b> surn. of Apollon (AP 9, 525, 14: <b class="b3">-έα</b>, metr. enlargement at verse-end, cf. Bosshardt 70); also <b class="b3">νηφαλέος</b> (Hdn. Gr., Ph.; after <b class="b3">αὑαλέος</b> etc., Debrunner IF 23, 17 f.) and <b class="b3">νηφαντικός</b> [[sobering]] (Pl. Phlb. 61, Porph.) as from <b class="b3">*νηφαίνω</b>; cf. e.g. <b class="b3">σημαλέος</b> : <b class="b3">σημαντικός</b>; on the suffixchange <b class="b3">λ</b> : <b class="b3">ν</b> in gen. s. e.g. Schwyzer 483, Benveniste Origines 45 f. -- Verbal noun <b class="b3">νῆψις</b> f. [[soberness]] (Plb., Str.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [754] *?? [[sober]]<br />Etymology: Of <b class="b3">νήφω</b>, <b class="b3">νάφω</b> reminds Arm. <b class="b2">nawt'i</b> [[sober]] (Pedersen KZ 39, 349), but the phonetical, morphological and semantic interpretation of the Armenian form is unclear. Arm. <b class="b2">nawt'i</b> is prob. <b class="b2">i-</b> (<b class="b2">i̯o-</b>)deriv. of an unattested noun <b class="b2">*nawt</b>, which formally agrees to [[canawt]] [[known]] (to the aor. <b class="b2">can-eay</b>, pres. <b class="b2">čanač̣em</b> [[recognise]], s. <b class="b3">γιγνώσκω</b>) and like this must have a dental suffix; even the semantic relation is unclear, De Lamberterie, RPh. 72 (1998)134 (= DELG Suppl.); cf. Clackson 1994, 154ff; even the long [[a]] of Greek is doubted; so de L. prefers to connect Lat. [[ebrius]] and reconstructs <b class="b2">*n̥-h₁gʷʰon-</b>. -- Given the preponderance of the nominal forms (including the ptc. <b class="b3">νήφων</b>) as also the meaning one might think that the relatively rare present <b class="b3">νήφω</b> (with secondary <b class="b3">νῆψαι</b>) was a denominative and to start from a noun <b class="b3">*ναφ(ο-</b>) v.t. (cf. for the type Schwyzer 722f.), to which there was an [[l]] \/ <b class="b2">n-</b>stem <b class="b3">νηφ-άλ-ιος</b>, <b class="b3">νήφ-ον-</b>. -- OHG <b class="b2">nuoh-turn</b> [[sober]], earlier conidered a testimony for an IE <b class="b2">*nāgʷʰ-</b>, remains far as LW [loanword] (Lat. [[nocturnus]]), s. WP. 2, 317 w. further lit.
}}
}}

Revision as of 05:00, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήφω Medium diacritics: νήφω Low diacritics: νήφω Capitals: ΝΗΦΩ
Transliteration A: nḗphō Transliteration B: nēphō Transliteration C: nifo Beta Code: nh/fw

English (LSJ)

Dor. νάφω (v. infr. II), used by early writers only in pres., mostly in part.: later impf.

   A ἔνηφον Chor. in Rev.Phil.1877.67: aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr.103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., (ἐξ-) Aret.SD1.5, (ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to be sober, drink no wine, οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478; νήφειν Archil.4, Pl. Smp.213e, al.: part. νήφων as Adj., = νηφάλιος, Hdt.1.133, Ar.Lys. 1228; ὑμῖν ἀντέκυρσα . . νήφων ἀοίνοις S.OC100; ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74; τὸ τοὺς μεθύοντας . . . πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol.1274b20; μεθύοντα . . παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp.214c; ν. θεός, i.e. water, Id.Lg.773d: prov., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f; [Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph.984b17; νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21; τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13.    II metaph., to be self-controlled, Pl.Lg.918d; to be sober and wary, νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν = keep a clear head and remember not to believe a thing Epich.[250]; γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.; νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b; ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991; προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4; ν. λογισμός Epicur.Ep. 3p.64U.    2 ν. ἐκ κακοῦ recover oneself from... Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c.

German (Pape)

[Seite 255] nüchtern, mäßig sein u. leben, bes. keinen Wein trinken; Theogn. 481; Archil. 49, οὐ γὰρ ἂν πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα νήφων ἀοίνοις, Soph. O. C. 100 (vgl. νηφάλιος); νήφοντα καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, Plat. Legg. I, 640 d; μεθύοντα ἄνδρα παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν, Conv. 214 c, öfter; Folgde, wie Dem. 21, 74; u. Sp., wie Plut. u. Luc., oft; auch übertr., nüchtern u. besonnen sein, νήφων im Ggstz von εἰκῆ λέγων Arist. met. 1, 3; νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν, Epicharm. bei Luc. Hermot. 47; vgl. Pol. 31, 21, 14; τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος, Plut. garrul. 4; ἀνὴρ προμηθὴς καὶ νήφων, Hdn. 2, 15, 1. – Das perf. νενηφώς hat Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

νήφω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι νηφάλιος, σώφρων, ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίαν μεθύω Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. νήφων ὡς ἐπίθετ. = νηφάλιος, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ νήφων θεός, τὸ ὕδωρ, αὐτόθι Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] οἷον νήφων ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. νήφων. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι σώφρων καὶ προσέχω, νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· νήφων καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· προμηθής τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι ψυχρός, ἀπαθής, δίκαιος, Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, ἀναλαμβάνω ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13.

French (Bailly abrégé)

f. νήψω, ao. ἔνηψα;
1 être sobre, particul. s’abstenir de vin;
2 fig. être vigilant, sage, prudent.
Étymologie: DELG pê νη-, ἅπτω « ne pas toucher à ».

English (Strong)

of uncertain affinity; to abstain from wine (keep sober), i.e. (figuratively) be discreet: be sober, watch.

English (Thayer)

1st aorist imperative 2nd person plural νήψατε; from Theognis, Sophocles, Xenophon down; to be sober; in the N. T. everywhere tropically, to be calm and collected in spirit; to be temperate, dispassionate, circumspect: εἰς τάς προσευχάς, unto (the offering of) prayer, ἀγρυπνέω; and on the word see Ellicott on Timothy, the passage cited Compare: ἀνανήφω, ἐκνήφω.)

Greek Monolingual

νήφω και δωρ. τ. νάφω)
1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστοςεἶεν δή, ἄνδρες
δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν
οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.)
2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος
αρχ.
1. αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, αναρρωννύω
2. μτφ. α) (ιδίως για συγγραφέα) είμαι απαλλαγμένος από πάθη, είμαι ψυχρός, αντικειμενικός, δίκαιος («ἐγὼ δ' ὑπ' ἐχθροῡ, νήφοντος, ἕωθεν, ὕβρει καὶ οὐκ οἴνῳ τοῡτο ποιοῡντος, ὑβριζόμην», Δημοσθ.)
β) είμαι προσεκτικός, προνοητικός, βρίσκομαι σε εγρήγορση («νᾱφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῑν», Επίχ.)
γ) έχω αυτοέλεγχο («νήφει καὶ πρότερον αἱρεῑται τοῡ πολλοῡ τὸ τοῡ μέτρου ἐχόμενον», Πλάτ.)
3. (η μτχ. νήφων ως επίθ.) νηφάλιος, ξεμέθυστος
4. φρ. «νήφων θεός» — το νερό
5. παροιμ. «τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῡ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῡ μεθύοντος» — λέγεται στις περιπτώσεις που μπορεί κανείς να μάθει την αλήθεια από έναν μεθυσμένο (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήφω εντάσσεται σε ένα σύστημα τύπων, νηφ-άλιος, νηφ-αλέος, νηφ-αίνω και νήφ-ων, μέσα στο οποίο δεν φαίνεται να έχει την αρχική παραγωγική θέση (πρωτόθετο). Η σπανιότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. στον ενεστώτα καθώς και το ότι ο αόρ. του ρ. ἔνηψα είναι μεταγενέστερος οδήγησαν στη βεβαιότητα ότι οι ονοματικές μορφές του συστήματος νηφάλιος, νηφαλέος και νήφων είναι οι αρχικές, ενώ το ρ. νήφω λειτουργεί ως μετονοματικό παράγωγο. Το θ. νηφ- τών τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρμ. nawťi «νηφάλιος»].

Greek Monotonic

νήφω: αόρ. αʹ ἔνηψα·
I. δεν πίνω κρασί, παραμένω νηφάλιος, σώφρων, σε Θέογν., Πλάτ.· μτχ. νήφων ως επίθ., = νηφάλιος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. μεταφ., είμαι εγκρατής, ψυχρός, απαθής, δίκαιος (λέγεται για συγγραφέα), είμαι σώφρων και προσεκτικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νήφω: 1) быть трезвым Soph., Plat., Dem.: τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώσσης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος погов. Plut. что у трезвого в сердце, то у пьяного на языке;
2) быть рассудительным, бдительным Plut.: νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν Luc. будь сдержан и помни о том, что верить (на слово) нельзя (слова Эпихарма).

Frisk Etymological English

Ch. 3, 134
Grammatical information: v.
Meaning: be sober, fast, often metaph.
Other forms: Dor. νάφω, in the older language only present, mostly in ptc. (IA., Thgn., Archil.), aor. νῆψαι (J., 1. Ep. Pet. 4, 7).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-.
Derivatives: 1. νήφων, -ονος in νήφονες νήφοντες H., dat. pl. νήφοσι (Thgn.); 2. νηφάλιος without wine, of drink-offerings etc. (A.), later also of persons fasten (Ph., J.) with νηφαλιεύω bring a drinkoffering without wine (Poll.), νηφαλίζω in νηφαλισμένον ὕδατι, οὑκ οἴνῳ ἡγνισμένον H.; besides νηφαλιεύς surn. of Apollon (AP 9, 525, 14: -έα, metr. enlargement at verse-end, cf. Bosshardt 70); also νηφαλέος (Hdn. Gr., Ph.; after αὑαλέος etc., Debrunner IF 23, 17 f.) and νηφαντικός sobering (Pl. Phlb. 61, Porph.) as from *νηφαίνω; cf. e.g. σημαλέος : σημαντικός; on the suffixchange λ : ν in gen. s. e.g. Schwyzer 483, Benveniste Origines 45 f. -- Verbal noun νῆψις f. soberness (Plb., Str.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [754] *?? sober
Etymology: Of νήφω, νάφω reminds Arm. nawt'i sober (Pedersen KZ 39, 349), but the phonetical, morphological and semantic interpretation of the Armenian form is unclear. Arm. nawt'i is prob. i- (i̯o-)deriv. of an unattested noun *nawt, which formally agrees to canawt known (to the aor. can-eay, pres. čanač̣em recognise, s. γιγνώσκω) and like this must have a dental suffix; even the semantic relation is unclear, De Lamberterie, RPh. 72 (1998)134 (= DELG Suppl.); cf. Clackson 1994, 154ff; even the long a of Greek is doubted; so de L. prefers to connect Lat. ebrius and reconstructs *n̥-h₁gʷʰon-. -- Given the preponderance of the nominal forms (including the ptc. νήφων) as also the meaning one might think that the relatively rare present νήφω (with secondary νῆψαι) was a denominative and to start from a noun *ναφ(ο-) v.t. (cf. for the type Schwyzer 722f.), to which there was an l \/ n-stem νηφ-άλ-ιος, νήφ-ον-. -- OHG nuoh-turn sober, earlier conidered a testimony for an IE *nāgʷʰ-, remains far as LW [loanword] (Lat. nocturnus), s. WP. 2, 317 w. further lit.