ὑδρία: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> кувшин или ведро Arph.: ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν (sc. κλᾶν или θραύειν) погов. Arst. разбить кувшин у (самых) дверей, т. е. испортить дело на пороге его завершения;<br /><b class="num">2)</b> сосуд, урна (погребальная Plut., Luc. или для подачи голосов Isocr., Dem.).
|elrutext='''ὑδρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> кувшин или ведро Arph.: ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν (sc. κλᾶν или θραύειν) погов. Arst. разбить кувшин у (самых) дверей, т. е. испортить дело на пороге его завершения;<br /><b class="num">2)</b> сосуд, урна (погребальная Plut., Luc. или для подачи голосов Isocr., Dem.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑδρία]], ἡ, [[ὕδωρ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[water]]-pot, [[pitcher]], urn, Ar.:— [[proverb]]., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to [[break]] the [[pitcher]] at the [[door]], = "[[there]]'s [[many]] a [[slip]] 'twixt cup and lip, " Arist.<br /><b class="num">II.</b> a [[vessel]] of any [[kind]], a pot of [[money]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> the balloting urn in the law-courts, Isocr., Dem.<br /><b class="num">3.</b> a cinerary urn, Ar., Luc.
}}
}}

Revision as of 02:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρία Medium diacritics: ὑδρία Low diacritics: υδρία Capitals: ΥΔΡΙΑ
Transliteration A: hydría Transliteration B: hydria Transliteration C: ydria Beta Code: u(dri/a

English (LSJ)

ἡ, (ὕδωρ)

   A water-pot, pitcher, Ar.V.926, Ec.678 (anap.), LXX Ec.12.6, CIG2855.10 (Branchidae), Ev.Jo.2.6, etc.; ὑδρίης πέρι δῆρις (cf. ἀμφορίτης) A.R.4.1767: prov., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh.1363a7.    II vessel of any kind, e. g. wine-pot, Ar.Fr. 136; a pot of money, Id.Av.602 (anap.) (ἐν ὑδρίαις γὰρ ἔκειντο οἱ θησαυροί Sch. ad loc.(603)), cf. IG11(2).161 B100 (Delos, iii B. C.); ὑ. χαλκῆ D.47.52; ὑ. χρυσῆ, ἀργυρᾶ, IG22.204.35; ὑδρίαι ἄρτων πέντε bread-pans, POxy.155.4 (vi A. D.).    2 balloting urn, esp. in lawcourts, etc., IG9(1).334.45 (Locr., v B. C.), Isoc.17.33, Plu.TG11.    3 cinerary urn, Id.Phil.21, Luc.Dem.Enc.29, etc.    4 water-clock, S.E.M.5.75, Jul.Caes.325c. [ῑ in A.R. l.c., where ὑδρείης is v.l.]

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, 1) Wassereimer, -kanne, -krug; Ar. Av. 602 Eccl. 678; χαλκῆ, Dem. 47, 52. – 2) Todtenurne, die Gebeine darin zu sammeln, Aschenkrug; Plut. Philop. 21; Luc. Dem. enc. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρία: ἡ (ὕδωρ) ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, στάμνος, λάγηνος, Ἀριστοφ. Σφ. 926, Ἐκκλ. 678, Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 11, κλπ.· ἀγών... ὑδρίης πέρι (πρβλ. ἀμφορίτης), Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1767· - παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, δηλ. νὰ σπάσῃ τις τὴν ὑδρίαν εἰς τὴν θύραν τῆς οἰκίας του, ἤτοι νὰ καταλίπῃ ἔργον ὅταν πλησιάζῃ νὰ τελειώσῃ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 6, 22. ΙΙ. ἀγγεῖον οἱονδήποτε, ἀγγεῖον οἰνηρόν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 183· ἀγγεῖον πλῆρες νομισμάτων, «πιθάρι», ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 602. 2) ἡ κάλπη τῆς ψηφοφορίας ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἰσοκρ. 365C· ὑδρ. χαλκῆ Δημ. 1155. 6, πρβλ. Πλουτ. Τ. Γράκχ. 11. 3) κάλπη φέρουσα τὴν τέφραν νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 601 (ἴδε Σχόλ.), Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29, Πλουτ. Φιλοπ. 21. κλπ. [ῑ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅπου ὑπάρχει καὶ διάφ. γραφ. ὑδρείης].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. hydrie, vase pour puiser, contenir ou verser de l’eau;
II. p. ext.
1 urne pour les cendres des morts;
2 urne pour voter au tribunal.
Étymologie: ὕδωρ.

English (Abbott-Smith)

ὑδρία, -ας, ἠ(< ὕδωρ), [in LXX for בַּד;]
1.prop., a water-pot or jar: Jo 2:6, 7 John 4:28.
2.More freq. in Attic = ἄγγυς, a pot, urn or jar of any kind, as for holding wine, coins, etc. (v. Rutherford, NPhr., 23; MM, xxv).†

English (Strong)

from ὕδωρ; a water-jar, i.e. receptacle for family supply: water-pot.

English (Thayer)

ὑδρίας, ἡ (ὕδωρ), a vessel for holding water; a water-jar, water-pot: Aristophanes, Athen., others; the Sept. for כַּד. (Cf. Rutherford, New Phryn., p. 23.))

Greek Monolingual

η / ὑδρία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑδρίη και δ. γρφ. ὑδρείη Α
1. αγγείο, συνήθως πήλινο, για την εναπόθεση και μεταφορά νερού, στάμνα
2. αρχαιολ. αγγείο για τη μεταφορά νερού, που είχε τρεις λαβές, μία κάθετη και δύο οριζόντιες, και ήταν πήλινο ή χάλκινο
αρχ.
1. κάθε είδος αγγείου, κρασιού, μελιού κ.ά.
2. αγγείο γεμάτο νομίσματα, πιθάρι
3. (στα δικαστήρια) κάλπη ψηφοφορίας
4. τεφροδόχη
5. πανέρι ψωμιού
5. χρονόμετρο, κλεψύδρα με νερό
6. παροιμ. «ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν» — λέγεται για έργο που εγκαταλείπεται λίγο διάστημα πριν από την περάτωση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + κατάλ. -ία (πρβλ. γερουσ-ία)].

Greek Monotonic

ὑδρία: ἡ (ὕδωρ),
I. αγγείο νερού, στάμνα, ασκί, λαγήνι, σε Αριστοφ.· παροιμ., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν, σπάω τη στάμνα στην πόρτα δηλ. την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε ένα σχέδιο, γιατί κάτι πήγε στραβά, σε Αριστ.
II. 1. αγγείο διαφόρων ειδών, αγγείο χρημάτων, πιθάρι, σε Αριστοφ.
2. ψηφοδόχος κάλπη δικαστηρίου, σε Ισοκρ., Δημ.
3. τεφροδόχος, σε Αριστοφ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρία:
1) кувшин или ведро Arph.: ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν (sc. κλᾶν или θραύειν) погов. Arst. разбить кувшин у (самых) дверей, т. е. испортить дело на пороге его завершения;
2) сосуд, урна (погребальная Plut., Luc. или для подачи голосов Isocr., Dem.).

Middle Liddell

ὑδρία, ἡ, ὕδωρ
I. a water-pot, pitcher, urn, Ar.:— proverb., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, = "there's many a slip 'twixt cup and lip, " Arist.
II. a vessel of any kind, a pot of money, Ar.
2. the balloting urn in the law-courts, Isocr., Dem.
3. a cinerary urn, Ar., Luc.