φλογερός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φλογερός:''' Anacr., Eur., Anth. = [[φλόγεος]].
|elrutext='''φλογερός:''' Anacr., Eur., Anth. = [[φλόγεος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φλογερός]], ή, όν [[φλόξ]]<br />[[flaming]], [[fiery]]-red, Eur.
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογερός Medium diacritics: φλογερός Low diacritics: φλογερός Capitals: ΦΛΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: phlogerós Transliteration B: phlogeros Transliteration C: flogeros Beta Code: flogero/s

English (LSJ)

ά, όν, = foreg.,

   A blazing, flaming, fiery-red, σέλας E.Hel.1127 (lyr.); αἰθήρ Id.El.991 (anap.); ἀκτῖνες A.R.4.126: Comp. -ώτερον ἔγχος IG14.2012.20 (Sulp.Max.): metaph. of love, φ. πῦρ, ὀϊστός, AP5.238 (Paul.Sil.), 9.443 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1292] = φλόγεος, brennend, leuchtend, feuerroth; σέλας Eur. Hel. 1136; αἰθήρ El. 991; ἄστρον Anacr. 59, 36.

Greek (Liddell-Scott)

φλογερός: -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, πυρώδης, ἔχων χρῶμα φλογός, σέλας Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
enflammé, ardent, resplendissant.
Étymologie: φλόξ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ
1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, ερυθρός
2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).
επίρρ...
φλογερώς και φλογερά Ν
1. με φλογερό τρόπο
2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].

Greek Monotonic

φλογερός: -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, φλογερός, κόκκινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φλογερός: Anacr., Eur., Anth. = φλόγεος.

Middle Liddell

φλογερός, ή, όν φλόξ
flaming, fiery-red, Eur.