ταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=talaiporos
|Transliteration C=talaiporos
|Beta Code=talai/pwros
|Beta Code=talai/pwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering, distressed, miserable</b>, Θῆβαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>197</span>; βροτοί <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>233</span>; <b class="b3">ὦ ταλαίπωρ'</b> ib.<span class="bibl">317</span>, cf.<span class="bibl">595</span> (lyr.), <span class="bibl">623</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>14</span>, etc.; ἀνδρῶν γένος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>945</span>; τ. ἄρα τις σύ γε <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>302b</span>; <b class="b3">τὸ τ</b>. <b class="b2">hardihood</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>414</span>; <b class="b2">a hard life</b>, Hp.<b class="b2">Aër</b>.19. Adv. -ρως <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>54</span>, <span class="bibl">Th. 3.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, τ. βίος <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>91</span>; πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>135</span>; πάθος <span class="bibl">Alex.144</span>; ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι . . τῆς γαστρός <span class="bibl">Diph.60.3</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">suffering, distressed, miserable</b>, Θῆβαι <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>197</span>; βροτοί <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>233</span>; <b class="b3">ὦ ταλαίπωρ'</b> ib.<span class="bibl">317</span>, cf.<span class="bibl">595</span> (lyr.), <span class="bibl">623</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>14</span>, etc.; ἀνδρῶν γένος <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>945</span>; τ. ἄρα τις σύ γε <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>302b</span>; <b class="b3">τὸ τ</b>. <b class="b2">hardihood</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>414</span>; <b class="b2">a hard life</b>, Hp.Aër.19. Adv. -ρως <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>54</span>, <span class="bibl">Th. 3.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, τ. βίος <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>91</span>; πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>135</span>; πάθος <span class="bibl">Alex.144</span>; ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι . . τῆς γαστρός <span class="bibl">Diph.60.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:05, 20 August 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαίπωρος Medium diacritics: ταλαίπωρος Low diacritics: ταλαίπωρος Capitals: ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: talaípōros Transliteration B: talaipōros Transliteration C: talaiporos Beta Code: talai/pwros

English (LSJ)

ον,

   A suffering, distressed, miserable, Θῆβαι Pi.Fr.197; βροτοί A.Pr.233; ὦ ταλαίπωρ' ib.317, cf.595 (lyr.), 623, S.OC14, etc.; ἀνδρῶν γένος Id.Fr.945; τ. ἄρα τις σύ γε Pl.Euthd.302b; τὸ τ. hardihood, Ar.Nu.414; a hard life, Hp.Aër.19. Adv. -ρως Ar.Ec.54, Th. 3.4.    2 of things, τ. βίος S.OC91; πράγματα Ar.Av.135; πάθος Alex.144; ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι . . τῆς γαστρός Diph.60.3.

German (Pape)

[Seite 1064] (eigtl. viell. = ταλαπείριος), schwere, mühselige Arbeiten ertragend, sowohl körperliche Anstrengung aushaltend, als Mühsal, Drangsal, Elend erduldend, mühselig, unglücklich; Θῆβαι, Pind. frg. 210; βροτοί, Aesch. Prom. 231. 598. 626; Soph. O. C. 14 u. öfter; βίος, 91; Eur. auch gew. von Menschen, πόλις Troad. 1276, Ἑλλάς I. T. 370; ταλαίπωρα πράγματα, Ar. Av. 135; adv., πάνυ ταλαιπώρως παρέδυν, mit Mühe, Eccl. 54; so auch Thuc. 3, 4; Plat. Euthyd. 302 b.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαίπωρος: -ον, πιθαν. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ταλαπείριος, πάσχων, ἐν δυστυχίᾳ διατελῶν, ἄθλιος, ἐλεεινός, Θῆβαι Πινδ. Ἀποσπ. 210· βροτοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 231· ὦ ταλαίπωρ’ αὐτόθι 315, πρβλ. 595, 623, Σοφ. Ο. Κ. 14, κλπ. κλπ.· ἀνδρῶν γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· ταλ. ἄρα τις σύ γε Πλάτ. Εὐθύδ. 302Β. - Ἐπίρρ. -ρως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 54, Θουκ. 3. 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ταλ. βίος Σοφ. Ο. Κ. 91· ὦ ταλαίπωρα πράγματα Ἀριστοφ. Ὄρν. 135· τοῦ ταλαιπώρου πάθους Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 5· ταλαιπωρότερον οὐδέν ἐστι... τῆς γαστρὸς Δίφιλος ἐν «Παρασίτῳ» 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui éprouve une souffrance physique ou morale, malheureux, misérable.
Étymologie: τλάω, πῶρος.

English (Strong)

from the base of τάλαντον and a derivative of the base of πεῖρα; enduring trial, i.e. miserable: wretched.

English (Thayer)

ταλαίπωρον (from ΤΑΛΑΩ, ΤΛΑΩ, to bear, undergo, and πῶρος a callus (others, πῶρος, but cf. Suidas (edited by Gaisf.), p. 3490c. and note; others connect the word with περάω, πειράω, cf. Curtius, § 466)), enduring toils and troubles; afflicted, wretched": Pindar), Tragg., Aristophanes, Demosthenes, Polybius, Aesop, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / ταλαίπωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος
2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος
αρχ.
1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον
α) σκληρότητα
β) βίος γεμάτος μόχθους.
επίρρ...
ταλαιπώρως Α
με ταλαιπωρίες, με κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. της οποίας το α' συνθετικό προέρχεται από το επίθ. τάλας, ενώ το β' συνθετικό έχει συνδεθεί με κάποιους τ. που απαντούν στα λεξικά (πρβλ. πωρεῖν
κηδεύειν, πενθεῖν, πωρῆσαι
λυπῆσαι, πωρητύς
ταλαιπωρία, πωρός
ταλαίπωρος, βλ. πωρῶ [Ι], πωρός [Ι]) και οι οποίοι πιθ. συνδέονται με τις λ. πηρός και πήμα. Προβλήματα γεννά η μορφή ταλαι- του α' συνθετικού, αντί του αναμενόμενου ταλα- (βλ. λ. τάλας), η οποία συνήθως ερμηνεύται ως αναλογική προς την επιρρμ. κατάλ. -αι τών καταί, παραί, χαμαί].

Greek Monotonic

τᾰλαίπωρος: -ον, πιθ., τύπος ισοδυν. του ταλαπείριος,
1. αυτός που υποφέρει, δυστυχισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ. ταλαιπώρως, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, ταλαίπωρος βίος, σε Σοφ.· ταλαίπωρα πράγματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαίπωρος: многострадальный, несчастный (βροτοί Aesch.; βίος Soph.; πόλις Eur.; πράγματα Arph.).

Middle Liddell

τᾰλαί-πωρος, ον, [prob. a form of ταλαπείριος
1. suffering, miserable, Aesch., etc.:—adv. -ρως, Thuc.
2. of things, τ. βίος Soph.; πράγματα Ar.