κῆτος: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
(1b) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κῆτος]], εος,<br /><b class="num">I.</b> any sea-[[monster]] or [[huge]] [[fish]], Hom., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an [[abyss]], [[hollow]], cf. [[κητώεις]]. | |mdlsjtxt=[[κῆτος]], εος,<br /><b class="num">I.</b> any sea-[[monster]] or [[huge]] [[fish]], Hom., Hdt.<br /><b class="num">II.</b> an [[abyss]], [[hollow]], cf. [[κητώεις]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κῆτος''': -εος<br />{kē̃tos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[großes Seetier]], [[Meerungeheuer]] (poet. seit Il.), [[Walfisch]] (Arist.), auch N. eines Sternbilds (Arat. u. a.; Scherer Gestirnnamen 187).<br />'''Composita''' : Kompp., z. B. [[κητόδορπος]] ([[συμφορά]]) [[den κητεα ihr Abendessen schenkend]] (Lyk.); [[μεγακήτης]] [[mit großen κήτεα]] (Hom.), Beiw. von [[πόντος]], auch von [[δελφίς]] = ‘ein großes [[κῆτος]] (ausmachend)’, danach auf [[ναῦς]] übertragen (vgl. Sommer Nominalkomp. 184f. mit Kritik anderer Ansichten), [[βαθυκήτης]] ([[πόντος]]) [[κήτεα in der Tiefe bergend]] (Thgn. 175), [[πολυκήτης]] [[mit vielen κήτεα]] (Theok. 17, 98).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[κήτειος]] [[zum [[κῆτος]] gehörig]] (Mosch., Nonn. u. a.), [[κητώδης]] [[zum Walfischgeschlecht gehörig]] (Arist. u. a.); [[κητεία]] f. ‘Fang von κήτεα (Thunfischen)’ (Str., Ath., Ael.; nach [[ἁλιεία]]); [[κήτημα]] [[eingepökelter Thunfisch]] (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; nicht sicher; erweiterte Form), [[κητήνη]]· [[πλοῖον]] [[μέγα]] ὡς [[κῆτος]] H. (nach [[ἀπήνη]]?; vgl. auch Chantraine Étrennes Benveniste 9); [[κητόομαι]] [[ein [[κῆτος]] werden]] (Ael.). Vgl. [[κητώεσσαν]].<br />'''Etymology''' : Unerklärt. Verfehlte idg. Etymologien sind bei Bq und bei WP. 1, 384 (s. auch Bechtel Lex. s. v.) referiert.<br />'''Page''' 1,845-846 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 2 October 2019
English (LSJ)
εος, τό,
A any sea-monster or huge fish, δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἑλῃσι κῆτος Od.12.97, cf. 5.421, Il.20.147, Mosch.2.116; of seals, Od.4.446,452; of the monster to which Andromeda was exposed, E.Fr.121, cf. Ar.Nu.556, Th.1033; of the tunny, Archestr. Fr.34.3. 2 in Natural History, of the spouting cetacea, Arist.HA566b2, PA669a8, 697a16. II name of a constellation, Arat.354, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, jedes große Meerthier, Seeungeheuer; δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴ ποτε μεῖζον ἕλῃσι κῆτος Od. 12, 97, vgl. 5, 421 Il. 20, 147; Od. 4, 446. 452 = φώκη. Später Wallfische, Haifische u. bes. Thunfische, pisces cetacei, Ath. VII, 303 c θύννον ὑπερβαλλόντως αὐξανόμενον γενέσθαι κῆτος. – Her. 4, 53, wo es sonst für große Flußfische erklärt wurde, ist jetzt κτήνεα hergestellt. – Das Gestirn, der Wallfisch, pistrix, Arat. 354 u. A. – Nach Buttm. Lezil. II p. 95 eigtl. = Schlund, Höhle, von χαω, χάσκω. Vgl. κητώεις.
Greek (Liddell-Scott)
κῆτος: -εος, τό, θαλάσσιος ἰχθὺς παμμεγέθης, μέγα θαλάσσιον θηρίον, δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ εἴποτε μεῖζον ἕληται κῆτος Ὀδ. Μ. 97, πρβλ. Ε. 421, Ἰλ. Υ. 147, Ἡρόδ. 4. 53 (διάφ. δραφ. κτήνεα)· ἐν Ὀδ. Δ. 446, 452, = φώκη· περὶ τοῦ θαλασσίου θηρίου εἰς ὃ ἐξετέθη ἡ Ἀνδρομέδα, Εὐρ. Ἀποσπ. 121, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 556, Θεσμ. 1033. 2) ἐν τῇ Φυσικῇ Ἱστορ., πᾶς μέγας θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους τῆς φαλλαίνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 6. 12, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2., 4. 13, 25, κ. ἀλλ.· πρβλ. κητώδης. ΙΙ. ἀστερισμός τις, ὁ τοῦ Κικέρωνος pistrix, Ἄρατ. 534. (Ἐν συνθέσει φαίνεται ὅτι εἶχε τὴν ἔννοιαν τοῦ βάθους, τῆς ἀβύσσου, ὡς τὸ καιάδας, πρβλ. καιετάεις, κητώεις, μεγακήτης, καὶ τὸ κῆτος θὰ ἦτο θηρίον τῶν βαθέων ὑδάτων, πρβλ. Λατ. s-quat-ina (καρχαρίας)· ὁ Κούρτ. ἀποδέχεται τοῦτο καὶ ἀναφέρει τὰς λέξεις εἰς ἣν ῥίζαν καὶ τὰ ῥήματα κείω, κεάζω, ἃ ἴδε).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
monstre aquatique, tout animal énorme vivant dans l’eau (baleine, crocodile, hippopotame, etc.) ; particul. phoque.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Autenrieth)
εος: sea-monster, e. g. sharks and seals, Il. 20.147, Od. 4.446.
English (Strong)
probably from the base of χάσμα; a huge fish (as gaping for prey): whale.
English (Thayer)
κητεος (κήτους), τό, a sea-monster, whale, huge fish (Homer, Aristotle, others): Sept., κήτει μεγάλῳ for גָּדול דַּג.
Greek Monolingual
το (ΑΜ κῆτος)
1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών της τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. Κήτος
επιμήκης αστερισμός που εκτείνεται κυρίως στην περιοχή του Ισημερινού
νεοελλ.
μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. κήτειος, κητώδης
αρχ.
κήτημα, κητήνη, κητούμαι
αρχ.-μσν.
κητώος
νεοελλ.
κητίνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κητόδορπος, κητοθηρείον, κητοφάγος, κητοφόνος
μσν.
κητοτρόφος, κητοφόντης
νεοελλ.
κητέλαια, κητοειδής, κητόσαυρος, κητόσπερμα. (Β' συνθετικό) αρχ. βαθυκήτης, μεγακήτης, πολυκήτης.
Greek Monotonic
κῆτος: -εος, τό,
I. οποιοδήποτε θαλάσσιο τέρας ή μεγάλο ψάρι, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. άβυσσος, κενό, χάσμα, πρβλ. κήτωεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῆτος -ους, zonder contr. -εος, τό, zeemonster, groot zeedier.
Russian (Dvoretsky)
κῆτος: εος τό
1) огромное морское животное, морское чудовище Hom., Eur. etc.;
2) китообразное или кит Arst.
Frisk Etymological English
-εος
Grammatical information: n.
Meaning: big sea-animal, sea-monster (Il.), whale (Arist.); also name of a constellation (Arat.; Scherer Gestirnnamen 187).
Compounds: Compp., e. g. κητό-δορπος (συμφορά) giving the κητεα their evening-meal (Lyc.); μεγα-κήτης with big κήτεα (Hom.), adjunct of πόντος, also of δελφίς = (being) a big κῆτος, from there of ναῦς (cf. Sommer Nominalkomp. 184f.), βαθυ-κήτης (πόντος) having κήτεα in the deep (Thgn. 175), πολυ-κήτης with many κήτεα (Theoc. 17, 98).
Derivatives: κήτειος belonging to the κῆτος (Mosch., Nonn.), κητώδης belonging to the whale (species) (Arist.); κητεία f. catching of κήτεα (tunnies) (Str., Ath., Ael.; after ἁλιεία); κήτημα salted tunnies (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; uncertain), κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (after ἀπήνη?; cf. also Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι become a κῆτος (Ael.). See κητώεσσαν.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Wrong IE. etymologies noted in Bq and WP. 1, 384 (s. also Bechtel Lex. s. v.). Prob. a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κῆτος, εος,
I. any sea-monster or huge fish, Hom., Hdt.
II. an abyss, hollow, cf. κητώεις.
Frisk Etymology German
κῆτος: -εος
{kē̃tos}
Grammar: n.
Meaning: großes Seetier, Meerungeheuer (poet. seit Il.), Walfisch (Arist.), auch N. eines Sternbilds (Arat. u. a.; Scherer Gestirnnamen 187).
Composita : Kompp., z. B. κητόδορπος (συμφορά) den κητεα ihr Abendessen schenkend (Lyk.); μεγακήτης mit großen κήτεα (Hom.), Beiw. von πόντος, auch von δελφίς = ‘ein großes κῆτος (ausmachend)’, danach auf ναῦς übertragen (vgl. Sommer Nominalkomp. 184f. mit Kritik anderer Ansichten), βαθυκήτης (πόντος) κήτεα in der Tiefe bergend (Thgn. 175), πολυκήτης mit vielen κήτεα (Theok. 17, 98).
Derivative: Ableitungen: κήτειος [[zum κῆτος gehörig]] (Mosch., Nonn. u. a.), κητώδης zum Walfischgeschlecht gehörig (Arist. u. a.); κητεία f. ‘Fang von κήτεα (Thunfischen)’ (Str., Ath., Ael.; nach ἁλιεία); κήτημα eingepökelter Thunfisch (Diph. Siph. ap. Ath. 3, 121b; nicht sicher; erweiterte Form), κητήνη· πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (nach ἀπήνη?; vgl. auch Chantraine Étrennes Benveniste 9); κητόομαι [[ein κῆτος werden]] (Ael.). Vgl. κητώεσσαν.
Etymology : Unerklärt. Verfehlte idg. Etymologien sind bei Bq und bei WP. 1, 384 (s. auch Bechtel Lex. s. v.) referiert.
Page 1,845-846