τρίς: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(1b) |
(2b) |
||
Line 48: | Line 48: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[adverb of [[τρεῖς]]<br />[[thrice]], [[three]] times, Lat. ter, Hom., etc.; τρὶς [[τόσος]] [[thrice]] as [[much]] or [[many]], Il., etc.; ἐς [[τρίς]] up to [[three]] times, [[even]] [[thrice]], Hdt., [[attic]]: —used to add [[force]] to a [[word]] in compds., [[such]] as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], like Lat. ter [[beatus]], [[thrice]] blest: — [[proverb]]., τρὶς ἓξ βάλλειν to [[throw]] [[thrice]] six, i. e. the [[highest]] [[throw]] ([[there]] [[being]] [[three]] [[dice]]), Aesch. | |mdlsjtxt=[adverb of [[τρεῖς]]<br />[[thrice]], [[three]] times, Lat. ter, Hom., etc.; τρὶς [[τόσος]] [[thrice]] as [[much]] or [[many]], Il., etc.; ἐς [[τρίς]] up to [[three]] times, [[even]] [[thrice]], Hdt., [[attic]]: —used to add [[force]] to a [[word]] in compds., [[such]] as [[τρισάθλιος]], [[τρίσμακαρ]], like Lat. ter [[beatus]], [[thrice]] blest: — [[proverb]]., τρὶς ἓξ βάλλειν to [[throw]] [[thrice]] six, i. e. the [[highest]] [[throw]] ([[there]] [[being]] [[three]] [[dice]]), Aesch. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τρίς''': [[τρίτος]]<br />{trís}<br />'''See also''': s. [[τρεῖς]].<br />'''Page''' 2,933 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 2 October 2019
English (LSJ)
Adv. of τρεῖς (q. v.),
A thrice, three times, τ. τόσσα thrice as much or many, Il.1.213, cf. 5.136; δὶς καὶ τ. Thgn.633, S.Aj.433, etc.; δὶς ἢ τ. Ar.Pax1181 (troch.); τ. τετράκι τε Pi.N.7.104; ἐς τ. thrice, Id.O.2.68, Hdt.1.86, 5.105, GDI iv p.884 (Erythrae, iv B. C.), Theoc. 1.25, 2.43; ἐπὶ τρίς thrice, Act.Ap.10.16, 11.10, Dsc.Eup.2.19; freq. used merely to intensify the notion, τ. λελουμένη Eub.102, etc.; esp. in compds., such as τρισάθλιος, τρίσμακαρ, etc., cf. τρι-, τριάζω, τρικυμία; but such words may sts. be written divisim, τρὶς ἄθλιος, etc.: prov., τ. ἓξ βαλεῖν throw thrice six (the highest throw, there being three dice), A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; τρὶς ἓξ νικητήριος βόλος App. Prov.4.99; ἢ τ. ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι Pherecr.124. [ῐ: in Hes.Op.173 long by position before (ϝ) έτεος.] (I.-E. tris, cf. Skt. tris, Lat. ter.)
German (Pape)
[Seite 1146] adv. von τρεῖς, dreimal; oft bei Hom. u. Hes.; τρὶς τόσον, dreimal so viel, Il. 5, 136 u. öfter; ἐς τρίς, zu drei Malen, Her. 1, 86; Eur. Hipp. 46; τρὶς ἑξ βάλλειν, dreimal sechs werfen, d. i. den höchsten Wurf im Würfelspiel werfen, d. i. übh. Glück haben, siegen, Aesch. Ag. 33. – Oft ist es der Ausdruck einer allgemeinen oder unbestimmten Vielheit und steigert bes. in Compositis den Begriff des Simplex, wie τρισάθλιος, τρίσμακαρ. – [Bei Hes. O. 175 ist ι in der ersten Vershebung lang gebraucht.]
Greek (Liddell-Scott)
τρίς: Ἐπίρρ. τοῦ τρεῖς (ὃ ἴδε), τρεῖς φοράς, Λατ. ter, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τρὶς τόσος Ἰλ. Α. 213, κλπ.· τρὶς τόσον Ε. 136· δὶς καὶ τρὶς Θέογν. 633, Σοφ. Αἴ. 433, κλπ.· δὶς ἢ τρὶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181· τρὶς τετράκι τε Πινδ. Ν. 7. 153· ἐς τρίς, «ἕως τρεῖς φοράς», Ἡρόδ. 1. 86, 5, 105., Πινδ. Ο. 2. 123, καὶ Ἀττ.· ἐπὶ τρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1122. 9. Ἀλλὰ συχνάκις κεῖται ἁπλῶς εἰς ἐνίσχυσιν τῆς ἐννοίας, τρὶς λελουμένη Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 6, κλπ.· μάλιστα ἐν τοῖς συνθέτοις, οἷον τρισάθλιος, τρίσμακαρ, ὡς τὸ Λατιν. ter beatus, τρισευδαίμων· ἴδε πολλὰς τῶν ἑπομένων λέξεων καὶ πρβλ. τρι-, τριάζω, τρικυμία· νεώτεροι ὅμως ἐκδόται γράφουσι πολλὰ τῶν συνθέτων τούτων διῃρημένως, τρὶς ἄθλιος, τρὶς κακοδαίμων, τρὶς μάκαρ. - Παροιμ., τρὶς ἓξ βάλλειν, δηλ. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀρίστου βόλου (ὑπαρχόντων τριῶν κύβων), ὅθεν ἁπλῶς, κερδαίνω, εἶμαι τυχηρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 33, ἔνθα ἴδε Blomf., πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 968Ε· τρὶς ἕξ νικητήριος βόλος Παροιμιογρ.· ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῖς κύβοι, «ἡ παροιμία παρὰ Φερεκρ. ἐν τοῖς Μυρμηκανθρώποις. κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἀποκινδυνευόντων. τὸ μὲν γὰρ ἓξ τὴν παντελῆ νίκην δηλοῖ, τὸ δὲ τρεῖς κύβοι τὴν ἧτταν» Ζηνόβ. IV, 23. [ῐ· ὁ Ἡσ. ἐν Ἔργ. καὶ Ἡμ. 172 ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἐν ἀρχῇ στίχου].
French (Bailly abrégé)
adv.
trois fois : ἐς τρίς jusqu’à trois fois, par trois fois ; τρὶς ἓξ βάλλειν ESCHL jeter, càd amener trois fois le six au jeu de dés, càd être très heureux.
Étymologie: τρεῖς.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τρίς (cf. ἐστρίς.)
1 thrice Αἰγίνᾳ τε γὰρ φαμὶ Νίσου τ' ἐν λόφῳ τρὶς δὴ πόλιν τάνδ εὐκλείξαι (P. 9.91) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.104) τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (N. 10.27) —8.
Spanish
English (Strong)
adverb from τρεῖς; three times: three times, thrice.
English (Thayer)
(τρεῖς), adverb, thrice: ἐπί τρίς (see ἐπί, C. I:2d., p. 235a bottom), Homer down.)
Greek Monolingual
τρίς, ΝΜΑ
επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ.
γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.)
αρχ.
1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» — ώς τρεις φορές
β) «τρὶς ἓξ βάλλω» — πετυχαίνω την καλύτερη ζαριά, φέρνω τρεις φορές εξάρες
2. παροιμ. «ἢ τρὶς ἓξ ἢ τρεῑς κύβοι» — λεγόταν για τους ριψοκίνδυνους, που τά παίζουν όλα για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τρίς είναι σχηματισμένο από την εξασθενωμένη βαθμίδα τρι- του αριθμητικού τρεις, τρία, η οποία απαντά και ως α' συνθετικό λέξεων (βλ. και τρι-), και εμφανίζει ληκτικό -ς για αποφυγή χασμωδίας (πρβλ. δις [Ι])].
Greek Monotonic
τρίς: [ῐ], επίρρ. του τρεῖς, τρεις φορές, Λατ. ter, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρὶς τόσος, τρεις φορές τόσος ή τόσα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἐςτρίς, έως τρεις φορές, σε Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για να ενισχύσει τη σημασία των σύνθετων λέξεων, όπως τρισάθλιος, τρίσμακαρ, όπως το Λατ. ter beatus, τρισευτυχισμένος· παροιμ., τρὶς ἓξ βαλεῖν, επιτυγχάνω την άριστη βολή (από τρεις κύβους), δηλ. κερδίζω, είμαι τυχερός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τρίς: (ῐ, у Hes. в арсисе ῑ)
1) трижды, троекратно: τ. τόσον Hom. втрое больше; ἐς τ. Her. трижды; τ. ἓξ βαλεῖν погов. Aesch. трижды выбросить шестерку (при игре в кости), т. е. добиться необыкновенного счастья;
2) (в виде приставки) досл. трижды, перен. крайне, весьма (τρισάθλιος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίς [~ τρεῖς] adv. driemaal:; τρὶς τόσσα drie maal zoveel Il. 1.213; ἐς τρίς tot drie maal toe Hdt. 1.86.3; τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς dat gebeurde tot drie maal toe NT Act. Ap. 10.16; spreekw.: τρὶς ἓξ βαλεῖν drie maal zes werpen (succes hebben).
Middle Liddell
[adverb of τρεῖς
thrice, three times, Lat. ter, Hom., etc.; τρὶς τόσος thrice as much or many, Il., etc.; ἐς τρίς up to three times, even thrice, Hdt., attic: —used to add force to a word in compds., such as τρισάθλιος, τρίσμακαρ, like Lat. ter beatus, thrice blest: — proverb., τρὶς ἓξ βάλλειν to throw thrice six, i. e. the highest throw (there being three dice), Aesch.