παρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(cc2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parigoria
|Transliteration C=parigoria
|Beta Code=parhgori/a
|Beta Code=parhgori/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exhortation, persuasion</b>, <span class="bibl">A.R.2.1281</span> (pl.) : metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>95</span> (anap.) ; <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.17b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">surname</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span> (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">consolation</b>, τοῦ πένθους <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cim.</span>4</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>34</span> ; <b class="b3">υἱοῖο</b> for his loss, <span class="title">IG</span>7.2544 (Thebes) ; <b class="b3">ὁδευόντων π</b>., of the moon, <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">assuagement</b>, <span class="bibl">Diocl.Fr.142</span>, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.</span>
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exhortation, persuasion</b>, <span class="bibl">A.R.2.1281</span> (pl.) : metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>95</span> (anap.) ; <b class="b3">ἴση παρηγορία</b>, = [[ἰσηγορία]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.17b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[surname]], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span> (sed leg. <b class="b3">προσηγ-</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[consolation]], τοῦ πένθους <span class="bibl">Plu. <span class="title">Cim.</span>4</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>34</span> ; <b class="b3">υἱοῖο</b> for his loss, <span class="title">IG</span>7.2544 (Thebes) ; <b class="b3">ὁδευόντων π</b>., of the moon, <span class="bibl">Secund. <span class="title">Sent.</span>6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[assuagement]], <span class="bibl">Diocl.Fr.142</span>, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορία Medium diacritics: παρηγορία Low diacritics: παρηγορία Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: parēgoría Transliteration B: parēgoria Transliteration C: parigoria Beta Code: parhgori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A exhortation, persuasion, A.R.2.1281 (pl.) : metaph., χρίματος… ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95 (anap.) ; ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Jul.Or.1.17b.    2 surname, J.BJ4.8.3 (sed leg. προσηγ-).    II consolation, τοῦ πένθους Plu. Cim.4, cf. Per.34 ; υἱοῖο for his loss, IG7.2544 (Thebes) ; ὁδευόντων π., of the moon, Secund. Sent.6.    2 assuagement, Diocl.Fr.142, etc. ; τοῦ παροξυσμοῦ Aret.CD1.3.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, das Zureden, Ermahnen; παρηγορίῃσιν Ap. Rh. 2, 1281; Sp.; Trost, Beschwichtigung, Linderung, Aesch. Ag. 95; πένθους, Plut. Cim. 4; λιμοῦ, S. Emp. adv. eth. 149.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, παραίνεσις, προτροπή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1281· ― μεταφορ., χρίματος... ἀδόλοισι παρηγορίαις, θαλπωραῖς, Αἰσχύλου Ἀγ. 95· ― ἴση παρηγορία, = ἰσηγορία, Wytt. Ep. Cr. σ. 173. 2) ἐπώνυμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3. ΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, κοινῶς «παρηγοριά», τοῦ πένθους Πλουτ. Κίμων 4, πρβλ. Περικλ. 34· υἱοῖο, ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ υἱοῦ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 4· ― κατάπτωσις, καταπράϋνσις, τοῦ παροξυσμοῦ Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 exhortation, encouragement;
2 consolation, adoucissement.
Étymologie: παρήγορος.

English (Strong)

from a compound of παρά and a derivative of ἀγορά (meaning to harangue an assembly); an address alongside, i.e. (specially), consolation: comfort.

English (Thayer)

παρηγοριας, ἡ (παρηγορέω (to address)), properly, an addressing, address; i. e.
a. exhortation (Apoll. Rh. 2,1281).
b. comfort, solace, relief, alleviation, consolation: Lightfoot). (Aeschylus Ag. 95; Philo, q. deus immort. § 14; de somn. i., § 18; Josephus, Antiquities 4,8, 3; often in Plutarch; Hierocl.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και παρηγοριά και παρηγόρια Ν, ιων. τ. παρηγορίη Α
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρηγορώ, ο μετριασμός του ψυχικού πόνου και η ανακούφιση του πάσχοντος με κατάλληλα λόγια, η παραμυθία
νεοελ.
1. συνεκδ. καθετί που απαλύνει τον ψυχικό πόνο
2. (ιδίως στον τ. παρηγοριά) η μετάβαση και συνήθως η διανυκτέρευση τών φίλων στο σπίτι εκτιθέμενου νεκρού
3. γεύμα που παρατίθεται στην οικία νεκρού μετά τον ενταφιασμό του, αλλ. μακαριά
4. παροιμ. «παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του» — λέγεται στην περίπτωση απατηλών υποσχέσεων ή σχετικά με μάταιη ελπίδα ή αναμονή
αρχ.
1. παρόρμηση, προτροπή
2. κατευνασμός, κατάπαυσηπαρηγοριά τοῦ παροξυσμοῡ», Αρετ.)
3. μτφ. ενίσχυση
4. επώνυμο
5. φρ. «ίση παρηγοριά» — ισηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρηγορία (> παρηγοριά) < παρηγορώ, ενώ ο τ. παρηγόρια < παρηγορώ υποχωρητικά].

Greek Monotonic

παρηγορία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. προτροπή, εμψύχωση, παραίνεση, σε Αισχύλ.
II. παρηγοριά, ανακούφιση, παραμυθία, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρηγορία -ας, ἡ, Ion. παρηγορίη [παρήγορος] aansporing; overdr.: φαρμασσομένη χρίματος... παρηγορίαις (de vlam) gevoed door de impulsen van de olie Aeschl. Ag. 95. verlichting, verzachting:. ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ter verzachting van het leed Plut. Cim. 4.10.

Russian (Dvoretsky)

παρηγορία:
1) увещевание, убеждение, поощрение: χρίματος παρηγορίαι Aesch. побудительная сила масла (поддерживающего пламя);
2) утешение (πένθους Plut.; π. γενέσθαι τινί NT);
3) утоление (λιμοῦ καὶ δίψους Sext.).

Middle Liddell

παρηγορία, ἡ,
I. exhortation, persuasion, Aesch.
II. consolation, Plut.

Chinese

原文音譯:parhgor⋯a 爬而-誒哥里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-買(著)
字義溯源:在旁講論,安慰,鼓勵,解救,慰藉;由(παρά)*=旁,近)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)。參讀 (παράκλησις)同義字
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 安慰(1) 西4:11