ἄντλος: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄντλος''': ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· [[ὡσαύτως]], ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[τλάω]]): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς [[ἔνθα]] «[[ὕδωρ]] συρρέει τό τε [[ἄνωθεν]] καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ [[κύτος]] τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν [[ὕδωρ]], [[πόλις]] ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν [[ὕδωρ]] νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων [[ναός]], ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν [[πόδα]], μεταφ., [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. 168, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. 3) [[καθόλου]], τὸ θαλάσσιον [[ὕδωρ]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, [[ῥίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, [[ὅστις]] δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει | |lstext='''ἄντλος''': ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· [[ὡσαύτως]], ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *[[τλάω]]): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς [[ἔνθα]] «[[ὕδωρ]] συρρέει τό τε [[ἄνωθεν]] καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ [[κύτος]] τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν [[ὕδωρ]], [[πόλις]] ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν [[ὕδωρ]] νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων [[ναός]], ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν [[πόδα]], μεταφ., [[ἐμπίπτω]] εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. 168, [[ἔνθα]] ἴδε Ἐλμσλ. 3) [[καθόλου]], τὸ θαλάσσιον [[ὕδωρ]], ἡ [[θάλασσα]], Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, [[ῥίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. [[κάμνω]] τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. [[καδίσκος]] πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, [[ὅστις]] δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:48, 20 April 2021
English (LSJ)
ὁ, in Poll.1.92 also ἄντλον, τό:—in Hom., A hold of a ship, Od.12.411, 15.479. 2 bilge-water, πόλις . . ἄντλον οὐκ ἐδέξατο let in no water, metaph. for 'let no enemy come in', A.Th.796; ἄντλον εἴργειν ναός pump out water from a ship, E.Tr.691; εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, metaph. for getting into a difficulty, Id.Heracl.168. 3 a flood of water, Pi.O.9.53; ἀλίμενον ὥς τις εἰς ἄντλον πεσών E.Hec. 1025 (lyr.); ἐν ἄντλῳ τιθέναι scuttle, sink, metaph., ὕβριν Pi.P.8.12. II bucket, Man.6.424. III heap of corn, threshed but not yet cleansed, Nic.Th.114,546, Q.S.1.352, AP6.258 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 264] ὁ, 1) das im untern Schiffsraume sich sammelnde Meerwasser, auch der unterste Schiffsraum selbst, Od. 12, 411. 15, 479; ἄντλον εἴργων ναός Eur. Tro. 686, das Eindringen des Wassers abwehrend; πόλις ἄντλον οὐκ ἐδέξατο Aesch. Sept. 778, wehrte die eindringenden Wogen ab, wurde nicht leck; ἐν ἄντλῳ τιθέναι, in Grund bohren, übertr. wie unser scheitern lassen, Pind. P. 8, 12. – Das Meer selbst, Ol. 9, 67; ἀλίμενος Eur. Hec. 1025; vgl. Heracl. 169. – 2) Schöpfgefäß, Schiffspumpe, Sp. – 3) ein Haufen ausgedroschener, aber noch nicht gereinigter Feldfrüchte, Add. 1 (VI, 258); Suid. συγκομιδὴ τῶν ἀσταχύων ἐν τῇ ἅλῳ; vgl. Nic. Th. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντλος: ὁ, παρὰ Πολυδ. Α΄, 92· ὡσαύτως, ἄντλον, τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *τλάω): - Παρ’ Ὁμ. τὸ ἐντὸς κοῖλον τῆς νεὼς ἔνθα «ὕδωρ συρρέει τό τε ἄνωθεν καὶ τὸ ἐκ τῶν ἁρμονιῶν» Λατ. sentina, «σεντίνα»· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’, ἔπεσον ἀθρόως εἰς τὸ κύτος τοῦ πλοίου, Ὀδ. Μ. 411., Ο. 479· ἀκολούθως, 2) τὸ ἐν τῷ κύτει τοῦ πλοίου ῥυπαρὸν ὕδωρ, πόλις ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δὲν ἐπέτρεψεν ὕδωρ νὰ συναχθῇ· μεταφ. ἀντὶ τοῦ εἰς οὐδένα ἐχθρὸν ἐπέτρεψε νὰ εἰσχωρήσῃ, Αἰσχύλ. Θ. 796· ἄντλον εἴργων ναός, ἐκχέων τὸν ἄντλον τοῦ πλοίου, Λατ. sentinam exhaurire, Εὐρ. Τρῳ. 686· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, μεταφ., ἐμπίπτω εἰς δυσκολίαν τινά, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. 168, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ. 3) καθόλου, τὸ θαλάσσιον ὕδωρ, ἡ θάλασσα, Πινδ. Ο. 9.79, Εὐρ. Ἑκ. 1025· ἐν ἄντλῳ τιθέναι, ῥίπτω εἰς τὴν θάλασσαν, ὅ ἐ. κάμνω τι νὰ ἐξαφανισθῇ, Πινδ. Π. 8. 14. ΙΙ. καδίσκος πρὸς ἄντλησιν, «κουβᾶς», Μανέθ. 6. 434. ΙΙΙ. σωρὸς σίτου ἠλοημένου, δηλ. ἡλωνισμένου, ὅστις δὲν ἐλικμήθη ἔτι, ἀλλὰ μένει μετὰ τῶν ἀχύρων, Ν. Θ. 114, 545, Κόϊντ. Σμ. 1. 352.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
eau de mer ; ἄντλον δέχεσθαι ESCHL faire eau en parl. d’un navire ; mer.
Étymologie: DELG obsc., mais attesté déjà en myc.
English (Autenrieth)
ου: bilge-water, hold of a ship. (Od.)
English (Slater)
ἄντλος
1 floodwater ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (O. 9.53) met., τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (i. e. obscurity. ἀφανίζεις. Σ.) (P. 8.12)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1sentina de un barco ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411, cf. 15.479, Luc.Cat.1
•fig. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ ahogas la violencia en una sentina Pi.P.8.12.
2 agua de la sentina ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει el agua de la sentina llega ya hasta el pie del mástil Alc.208a.6, ἄντλον εἴργων ναός achicando agua de una nave E.Tr.691
•fig. πόλις ... ἄντλον οὐκ ἐδέξατο (de una ciudad atacada) la ciudad no ha hecho agua A.Th.796, ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα para expresar el meterse en complicaciones, E.Heracl.168, ἀλίμενόν τις ὡς εἰς ἄντλον πεσών E.Hec.1025.
3 agua de una inundación ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν Pi.O.9.53.
II cubo Man.6.424.
III parva, montón de grano trillado pero no aventado, Nic.Th.114, 546, Q.S.1.352, AP 6.258 (Adaeus). • DMic.: a-ta-ra.
• Etimología: Se suele postular *ἅμθλος, con posterior disimilación θ > τ y psilosis, comparando lat. sentina, lituan. semiù ‘sacar’. Pero tb. se ha comparado het. ḫan- ‘sacar agua’.
Greek Monolingual
ἄντλος, ο κ. ἄντλον, το (Α)
1. αμπάρι πλοίου
2. το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου
3. μτφ. συσσώρευση δεινών, δυσχερειών
4. η θάλασσα
5. φρ. «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — ρίχνω στη θάλασσα, εξαφανίζω
6. κάδος, κουβάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ἄντλος < ἅν-τλος, με ψίλωση < ἅμ-θλος, με ανομοίωση του δασέος και αφομοίωση του -μ- σε -ν-, ενώ το επίθημα -τλος < -θλος, με ανομοίωση. Η σύνδεση με το ἅμθλος επιτρέπει τη σύγκριση με λιθ. semiu «αντλώ», (χεττ. han «αντλώ νερό», αρχ. αμώμαι (II), λατ. sentina. Ο τ. άντλος χρησιμοποιείται αρχικά ως ναυτικός όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό κοίλο του πλοίου» αλλά και το «νερό που συγκεντρώνεται στο αμπάρι πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει ακόμη λιχνιστεί», ενώ στον Ησύχ. απαντά η φρ. ἄντλον δέχεσθαι «κάνω νερά». Το ουδ. ἄντλον μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.
ΠΑΡ. αντλία, αντλώ. ΣΥΝΘ. αρχ. αντλίαν -τλητήρ].
Greek Monotonic
ἄντλος: ὁ, (πιθ. αντί ἀνά-τλος, η ρίζα του -τλος είναι ΤΛΕ, τλάω)·
1. το κοίλο μέρος του πλοίου, όπου κατακάθονται τα βρωμόνερα, Λατ. sentina, σε Ομήρ. Οδ.
2. βρωμόνερα, «σεντίνα» στο κοίλο μέρος, σε Ευρ.· ἄντλον οὐκ ἐδέξατο, δεν επέτρεψε την εισροή βρωμόνερων, μεταφ. αντί «δεν άφησε κανέναν εχθρό να εισέλθει, σε Αισχύλ.· εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, μεταφ., εμπίπτω σε δυσκολία, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bilge-water (Od.).
Dialectal forms: Myc. atara a vase, has been taken as \/antla\/, but this may be doubted.
Derivatives: Denom. vb.: ἀντλέω bale out bilge-water (Hdt.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἄντλος is often taken as a psilotic form of *ἅντλος, with assimilation of μ from *ἅμ-θλο-ς, cognate with Lat. sentīna (Solmsen Wortforsch. 189; Chantr. Form. 375), but this is simply impossible: *sm̥- would give ἁ-. The Myc. form, if reliable, would exclude orig. *s-. Benveniste (BSL 50, 1954, 39) compared Hitt. han- draw warer, which is quite convincing, though it gives the unusual suffix -τλος (thus DELG). Improbable vW. (*αντι-τλος from τέλλω, "of the rising water"). As to Lith. semiù, sémti scoop, it has a root *semH- which is impossible in the Greek form. It is tempting to compare Lat. sentīna bilge-water, which has always been done, but in that case the word cannot be IE, which seems quite possible for such a technical term. Connection with 2. ἀμάομαι seems formally improbable.
Middle Liddell
perhaps for ἀνά-τλος, the Root of -τλος being ΤΛΕ, τλάω
1. the hold of a ship, where the bilgewater settles, Lat. sentina, Od.
2. the bilge-water in the hold, Eur.; ἄντλον οὐκ ἐδέξατο let in no bilgewater, metaph. for "let no enemy come in, " Aesch.; εἰς ἄντλον ἐμβαίνειν πόδα, metaph. for getting into a difficulty, Eur.
Frisk Etymology German
ἄντλος: {ántlos}
Grammar: m.
Meaning: Schiffsbodenwasser, Kielwasser (ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀντλία Kielraum, Kielwasser (Ar. u. a.), auch Behälter (Pap.), ἀντλίον ib. (Ar.). Denominatives Verb: ἀντλέω ‘(das Schiffsbodenwasser) schöpfen, pumpen, ausschöpfen, erschöpfen’ (vorw. ion. poet.) mit mehreren späten Verbalnomina: ἄντλησις das Ausschöpfen, ἀντλησμός ib., ἄντλημα Schöpfeimer.
Etymology : ἀντλητήρ Ausschöpfer, Schöpfkelle mit dem Fem. ἀντλήτρια (Schol.) und dem Adj. ἀντλητήριος; ἀντλητής m. ib.. — ἀντλητικός zur Bewässerung dienend (Pap.). ἄντλος steht wahrscheinlich psilotisch (als ionisches Wort, Chantraine Étrennes Benveniste 23) für *ἅντλος mit Hauchdissimilation und Assimilation des μ für *ἅμθλος (Solmsen Wortforsch. 189; vgl. Chantraine Formation 375); vgl. lat. sentina Schiffsbodenwasser und lit. semiù schöpfen; weiteres s. 2. ἀμάομαι.
Page 1,114