close: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 63: | Line 63: | ||
[[close with]] (an [[enemy]]): [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[προσβάλλειν]] (dat.), [[συμβάλλειν]] (dat.), [[ὁμόσε ἰέναι]] (dat.), [[prose|P.]] [[συμμιγνύναι]] (dat.); see [[engage]]. | [[close with]] (an [[enemy]]): [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[προσβάλλειν]] (dat.), [[συμβάλλειν]] (dat.), [[ὁμόσε ἰέναι]] (dat.), [[prose|P.]] [[συμμιγνύναι]] (dat.); see [[engage]]. | ||
===verb intransitive=== | |||
[[come to an end]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[τελευτᾶν]], [[τέλος ἔχειν]], [[τέλος λαμβάνω]], [[τέλος λαμβάνειν]], [[verse|V.]] [[ἐκτελευτᾶν]]. | |||
of [[combatant]]s: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[μάχην συνάπτειν]], [[συμβάλλειν]], [[prose|P.]] [[συμμιγνύναι]], [[συμμίσγειν]], [[εἰς χεῖρας ἰέναι]], [[verse|V.]] [[εἰς ταὐτὸν ἥκειν]]. | of [[combatant]]s: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[μάχην συνάπτειν]], [[συμβάλλειν]], [[prose|P.]] [[συμμιγνύναι]], [[συμμίσγειν]], [[εἰς χεῖρας ἰέναι]], [[verse|V.]] [[εἰς ταὐτὸν ἥκειν]]. |
Latest revision as of 07:29, 28 October 2021
English > Greek (Woodhouse)
adjective
solid, dense: P. and V. πυκνός.
narrow: P. and V. στενός, V. στενόπορος.
close-packed: P. and V. πυκνός, ἁθρόος.
secret: P. and V. κρυπτός, ἀφανής, ἄδηλος; see also taciturn.
mean, stingy: Ar. and P. φειδωλός.
evenly balanced (e. g., a close fight): P. and V. ἰσόρροπος, P. ἀντίπαλος.
I did not expect the numbers would be so close: P. οὐκ ᾤμην ἔγωγε οὕτω παρ' ὀλίγον ἔσεσθαι τὸν γεγονότα ἀριθμόν (Plato, Ap. 36A).
near: P. ὅμορος, Ar. and V. πλησίος, ἀγχιτέρμων, P. and V. πρόσχωρος; see near.
close relationship: P. ἀναγκαία συγγένεια, ἡ; see near.
at close quarters: use adv., P. and V. ὁμόσε, P. συσταδόν.
substantive
consecrated ground: P. and V. τέμενος, τό, ἄλσος, το (Plato), V. σηκός, ὁ, σήκωμα, τό.
end: P. and V. τέλος, τό, καταστροφή, ἡ (Thuc.).
cessation: P. and V. διάλυσις, ἡ.
verb transitive
P. and V. κλῄειν, συγκλῄειν, ἀποκλῄειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
fasten close, etc.: Ar. and V. πακτοῦν, V. πυκάζειν.
block up: P. and V. φράσσειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν.
bring to an end: P. and V. τελευτᾶν, P. τέλος ἐπιτιθέναι (dat.); see end.
close (eyes) of another: P. συλλαμβάνειν (Plato), V. συμβάλλειν, συναρμόζειν, συνάπτειν, P. and V. συγκλῄειν.
close one's eyes: P. and V. μύειν, P. συμμύειν (Plato), Ar. καταμύειν.
close one's mouth: V. ἐγκλῄειν στόμα, Ar. ἐπιβύειν στόμα, P. ἐμφράσσειν στόμα.
keep quiet and close your mouth: V. ἡσυχάζετε συνθέντες ἄρθρα στόματος (Euripides, Cyclops 624); see also shut.
close ranks: P. and V. συντάσσεσθαι, P. συστρέφεσθαι.
close with, accept: P. and V. δέχομαι, δέχεσθαι (acc.).
close with (an enemy): P. and V. προσβάλλειν (dat.), συμβάλλειν (dat.), ὁμόσε ἰέναι (dat.), P. συμμιγνύναι (dat.); see engage.
verb intransitive
come to an end: P. and V. τελευτᾶν, τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνω, τέλος λαμβάνειν, V. ἐκτελευτᾶν.
of combatants: P. and V. μάχην συνάπτειν, συμβάλλειν, P. συμμιγνύναι, συμμίσγειν, εἰς χεῖρας ἰέναι, V. εἰς ταὐτὸν ἥκειν.
shut: P. and V. κλῄεσθαι, συγκλῄεσθαι.