οὐρός: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ouros | |Transliteration C=ouros | ||
|Beta Code=ou)ro/s | |Beta Code=ou)ro/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[trench]] or [[channel]] for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον <span class="bibl">Il.2.153</span>, cf. <span class="bibl">Poll.10.149</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, trench or channel for hauling up and launching ships, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον Il.2.153, cf. Poll.10.149.
German (Pape)
[Seite 420] ὁ, (ορ), ein Graben, in welchem die Schiffe aus dem Meere aufs Land gezogen wurden, nach Eust. ὁ τόπος, ὅθεν ἡ ναῦς ὀρούει, ὁρμᾷ, καθελκομένη εἰς θάλασσαν, Il. 2, 153, wo es von den steh zur Heimfahrt rüstenden Griechen heißt οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον, ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν, sie werden gereinigt, um die Schiffe ins Meer zu ziehen, da sie während der langen Zeit, welche seit der Ankunft der Griechen vor Troja vergangen war, allmälig vergraset od. verschüttet waren; VLL. erkl. νεώρια, περιορίσματα τῶν νεῶν, auf eine andere Ableitung hindeutend. ὁ, ion. = ὀρός, Blutwasser, Nic. Th. 708; bei Leo phil. 6 in einer komischen Anwendung des homerischen Verses οὐρόν τε προέηκεν ἀπήμονα, für Saamenerguß.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρός: -οῦ, ὁ, ταφροειδὲς ὄρυγμα δι’ οὗ ἀνεῖλκον εἰς τὴν ξηρὰν καὶ καθεῖλκον εἰς τὴν θάλασσαν τὰ πλοῖα, οὐροὺς ἐξεκάθαιρον, δηλ. οἱ οὐροὶ εἶχον ἐμφραχθῆ διὰ τοῦ χρόνου καὶ ἔπρεπε νὰ καθαρισθῶσι πρὶν ἢ τὸ πλοῖον καθελκυσθῇ εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς πλοῦν, Ἰλ. Β. 153· παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. ἡ τάφρος αὕτη καλεῖται ὀλκός, Δ. 375, πρβλ. Πολυδ. Ι΄ 134.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
canal pour traîner les navires du rivage à la mer ou de la mer au rivage.
Étymologie: R. Ὀρ, creuser ; cf. ὀρύσσω.
English (Autenrieth)
(ὀρύσσω): ditch, channel, serving as ways for ships in drawing them down into the sea, Il. 2.153†.
Greek Monolingual
οὐρός, ὁ (Α)
ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ κατ' άλλους ο τ. συνδέεται με το οὖρον (βλ. λ. όρος (Ι)].
(I)
οὖρος, ὁ (Α)
φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ].
(II)
οὖρος, ὁ (Α)
ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην περίπτωση αυτή η δίφθογγος ου- του τ. οφείλεται σε ομηρισμό ή ιωνισμό].
(III)
οὖρος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. όρος (Ι).
(IV)
οὖρος, ὁ (Α)
(ενν. βοῦς) άγριο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. urus, -i «άγριο βόδι»].
(V)
οὖρος, τὸ (Α)
βλ. όρος (II).
Greek Monotonic
οὐρός: -οῦ, ὁ, αυλάκι ή διώρυγα για τη ρυμούλκηση πλοίων και έπειτα για την εκ νέου καθέλκυσή τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρός:
I ὁ ὀρύσσω канава, ров (для перетаскивания кораблей к морю) Hom.
Russian (Dvoretsky)
οὐρός: II ὁ ион. = ὀρός.
Middle Liddell
οψ)ρός, οῦ, ὁ,
a trench or channel for hauling up ships and launching them again, Il.