ἀπριάτην: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />sans rançon.<br />'''Étymologie:''' acc. fém. sg. de [[ἀπρίατος]]. | |btext=<i>adv.</i><br />sans rançon.<br />'''Étymologie:''' acc. fém. sg. de [[ἀπρίατος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπριάτην:''' (ᾰτ) adv. без выкупа, бесплатно, даром Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπρῐάτην:''' [ᾰ], ([[πρίασθαι]]), επίρρ., [[χωρίς]] [[καταβολή]] χρημάτων ή λύτρων, σε Όμηρ. (Ως προς τον τύπο όμοιο προς το [[μάτην]]). | |lsmtext='''ἀπρῐάτην:''' [ᾰ], ([[πρίασθαι]]), επίρρ., [[χωρίς]] [[καταβολή]] χρημάτων ή λύτρων, σε Όμηρ. (Ως προς τον τύπο όμοιο προς το [[μάτην]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρίασθαι]] [In [[form]] like [[μάτην]].]<br />without [[purchase]]-[[money]] or [[ransom]], Hom. | |mdlsjtxt=[[πρίασθαι]] [In [[form]] like [[μάτην]].]<br />without [[purchase]]-[[money]] or [[ransom]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ] (ἀπριάδην read by Rhian. in Hom.), Adv. of πρίασθαι, without purchase-money, ἔνθα με . . ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀ. (speaking of a man) Od.14.317; so in late Prose ἥδετο ἀ. εὐωχούμενος Agath.4.22:—also as fem. of Adj. ἀπρίατος, μή με ἀπριάτην περάσαντες (sc. Δημήτερα) h.Cer.132; δόμεναι . . κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον Il.1.99: acc. pl., ἀπριάτας Pi.Fr.169.7.
Spanish (DGE)
(ἀπρῐάτην)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ac. fem. (a veces entendido como adv.) no comprada, sin pago alguno κούρην Il.1.99, h.Cer.132, de ahí ac. plu. fem. βόας ... ἀπριάτας Pi.Fr.169.8, cf. ἀπρίατη Sch.D.T.435.10.
2 adv. gratis ἔνθα με ... ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀ. donde me acogió sin pagar precio el héroe Pidón, Od.14.317, ἥδετο μὲν ἀ. εὐωχούμενος Agath.4.22.6.
German (Pape)
[Seite 338] (πρίαμαι), nicht losgekauft, umsonst, Hom. zweimal, Iliad. 1, 99 πρίν γ' άπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι κούρην ἀπριάτην ἀνάποινον, als advb. zu fassen nach Aristarch, s. Scholl. Aristonic.; Od. 14, 317 sagt Odysseus ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀπριάτην· τοῦ γὰρ φίλος υἱός κτἑ., Rhianus ἀπριάδην, s. Scholl. Didym., Krates ἥρως ἀπριάτης, s. Apollon. Lex. 39, 25. Vgl. Buttm. Lexil. I p. 16 f u. Lob. Paralip. 458.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans rançon.
Étymologie: acc. fém. sg. de ἀπρίατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπριάτην: (ᾰτ) adv. без выкупа, бесплатно, даром Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπριάτην: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ πρίασθαι, ἄνευ πληρωμῆς χρημάτων, ἔνθα με Θεσπρωτῶν βασιλεὺς ἐκομίσσατο Φείδων ἥρως ἀπριάτην, «ἔστι ἐν τούτοις τὸ ἀπριάτην ὡς ἐπίρρημα δηλοῦν τὸ δίχα τοῦ πρίασθαι, ἵνα ᾖ ἀντὶ τοῦ προῖκα, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἄντην καὶ μάτην· ἴσως δὲ καὶ ὡς ὄνομα. - ἐν δὲ γε τῇ Ἰλιάδι (Α. 99) ληφθεῖσα καὶ ὡς ὄνομα ἡ τοιαύτη λέξις θηλυκοῦ γένους ἦν» (Εὐστ.) Ὀδ. Ξ. 317· μή με ἀπριάτην περάσαντες ἐμῆς ἀποναίατο τιμῆς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132· δόμεναι… κούρην ἀπριάτην, ἀνάποινον Ἰλ. Α. 99· ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ (καθὰ λέγει καὶ ὁ Εὐστάθ., ἴδε ἀνωτέρω) ἐπειδὴ συνάπτεται μετὰ τῆς λέξεως ἀνάποινον, φαίνεται ὅτι εἶναι ἐπίθετον, ὡς πιθαν. νὰ εἶναι καὶ τῷ Ὁμηρικῷ ὕμν., ἐνθ’ ἀνωτ.· καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Ἀποσπ. 151. 8, μεταχειρίζεται αἰτιατ. πληθ. ἀπριάτας, ἀλλ’ ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. εἶναι βεβαίως ἐπίρρ., ὁ δὲ Βουττμ. ἑπόμενος τῷ Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. θέλει νὰ τὸ ἐκλάβῃ οὕτω καὶ ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - ἀπριάδην (κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν του Ριανοῦ) θὰ ἦτο ὁ ἀναλογώτερος τύπος.
English (Autenrieth)
(πρίαμαι): adv., without purchase (ransom), Il. 1.99; for nothing, Od. 14.317.
Greek Monolingual
ἀπριάτην επίρρ. (Α) απρίατος
χωρίς πληρωμή χρημάτων, δωρεάν.
Greek Monotonic
ἀπρῐάτην: [ᾰ], (πρίασθαι), επίρρ., χωρίς καταβολή χρημάτων ή λύτρων, σε Όμηρ. (Ως προς τον τύπο όμοιο προς το μάτην).
Middle Liddell
πρίασθαι [In form like μάτην.]
without purchase-money or ransom, Hom.