ἐμβριθής: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[heavy]] | |woodrun=[[heavy]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=βαρυσήμαντος, [[σπουδαῖος]]). Ἀπό τό [[ἐμβρίθω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[βρίθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 14 October 2022
English (LSJ)
ές, (βρίθω) A weighty, of ropes, Hdt.7.36; ἐ. καὶ βαρύ Pl. Phd.81c; -εστέραν ποιεῖ τὴν πληγήν Arist.PA690a19. 2 metaph., weighty, grave, dignified, ἦθος Pl.Ep.328b; φρόνημα δημαγωγίας -έστερον Plu.Per.4; φύσις Id.Brut.1; τὸ ἐ. dignity, D.H.Amm.2.2; ἐ. καὶ στερρὸς τὰ ἤθεα Hp.Ep.11; σενὸς καὶ ἐ. Jul.Or.2.88a; οἱ -έστεροι the more sedate, opp. οἱ ὀξεῖς, Pl.Tht.144b. 3 weighty, cogent, τεκμήριον Phld.Rh.1.46 S.; διάνοια ib.2.209 S. (Comp.). Adv. -θῶς, opp. εὐτελῶς καὶ ἐλαφρῶς, Id.Po.5.4. 4 in bad sense, heavy, grievous, Parm.8.59; κακόν A.Pers.693; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν -έστερον S.Fr.757; difficult, Pl.Cra.407a (Comp.); burdensome, φυλακή SIG731.8 (Comp., Tomi, i B. C.); of persons, vehement, Hdn.3.11.1. II Adv. -θῶς with severity, D.C.69.6; violently, Hdn.4.3.3: Comp. -έστερον φέρειν to bear with greater constancy, Pl.Phdr.252c.
Spanish (DGE)
(ἐμβρῑθής) -ές
I sent. concr., gener. de cosas
1 pesado τὰ λίνεα ὅπλα ... ἐμβριθέστερα maromas de esparto más pesadas de unos barcos, Hdt.7.36, cf. D.S.3.40, θυρεοὶ ἐμβριθεῖς escudos pesados Plu.Luc.7.5, πέλεκυς AP 6.205 (Leon.), ἐ. καὶ μόνιμος φάλαγξ Plu.Sert.12
•esp. fil., cien. πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε un cuerpo compacto y pesado de la Noche, Parm.B 8.59, del elemento corporal del alma ἐμβριθὲς ... καὶ βαρύ Pl.Phd.81c, del cuerpo τὸ ἐμβριθὲς ἧττον (σῶμα) Plot.3.6.40, del alma οἷον ἀναθυμίασις ἐ. καὶ ὁμιχλώδης como un vapor pesado y neblinoso Plu.Rom.28, ἡ (σιδηρῖτις) λίθος τινὰς ἀπορροίας ἐξίησιν ἐμβριθεῖς la piedra (imán) despide una especie de efluvios pesados Plu.2.1005b
•subst. τὸ ἐ. πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω la propiedad natural del ala es hacer que lo pesado se eleve Pl.Phdr.246d.
2 grueso, macizo, firme, robusto (κίων) μικρὸν ἐμβριθεστέραν ἔχων τὴν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἐπιφάνειαν una columna que tiene un poco más gruesa la superficie en el capitel D.S.3.48, (δένδρα) ἰσχυρὰ καὶ ἐμβριθῆ Aesop.239.1
•tb. de pers. fuerte, robusto ἐ. καὶ θρασὺς νεανίας Hdn.3.11.1.
3 sólido, consistente τροφή Plu.2.687b, cf. 129f
•estable sinón. de εὐσταθής Phryn.246, neutr. compar. como adv. ἐμβριθέστερον ... φέρειν τὸ ... ἄχθος soportar el peso con mayor estabilidad Pl.Phdr.252c.
4 que presiona, fuerte, potente (ὁ ἀστράγαλος) ἐμβριθεστέραν ποιεῖ τὴν πληγήν (el astrágalo) hace el golpe (la coz) más fuerte Arist.PA 690a19, ξενολόγιον ἐ. una potente tropa mercenaria Plb.31.17.1.
II fig., de pers. o abstr.
1 ponderado, grave, digno, serio ref. al carácter οἱ ἐμβριθέστεροι op. οἱ ὀξεῖς καὶ ἀγχίνοι ‘los agudos y sagaces’, Pl.Tht.144b, τὸ Δίωνος ἦθος Pl.Ep.328b, ἐ. καὶ στερρὸς τὰ ἤθεα grave y firme de carácter Hp.Ep.11
•lit., del estilo grave, solemne, serio τόνοι ἐμβριθέστεροι sonoridades más graves D.H.Dem.21.3, ὑπόθεσις op. ἐλαφρός ‘ligero’ Phld.Po.5.8.21
•subst. τὸ ἐμβριθές la gravedad del estilo de Tucídides, D.H.Th.24.11, cf. Philostr.VS 563, tb. en mús. (τὰ συστήματα) τό τε γοργὸν δηλοῦντα καὶ ἐμβριθές (los sistemas) que expresan la vehemencia y la gravedad Aristid.Quint.81.11.
2 sólido, firme, eficiente στρατηγός Plu.Demetr.5, cf. Marc.28, ἐν τοῖς λόγοις ἐμβριθέστατος γενόμενος de Arcesilao, D.L.4.30, cf. 6.83, ἄνδρες ἐμβριθεῖς καὶ φιλόσοφοι Plu.Dio 2, cf. Comp.Dem.Cic.2, αὐτοκράτωρ ... σεμνὸς καὶ ἐ. Iul.Or.3.88a, ἐ. καὶ βεβαιότροπος Dam.Hist.Phil.13, de la mente νοῦς Trag.Adesp.328k, διάνοια Phld.Rh.2.209, λογισμοί Plu.Dio 11, ἔννοιαι Longin.9.3, φρόνημα δημαγωγίας ἐμβριθέστερον de Pericles, Plu.Per.4, φύσις ἐ. καὶ πρᾳεῖα condición natural grave y afable Plu.Brut.1, neutro sup. como adv. ἐμβριθέστατα πρεσβεῦσαι desempeñar una embajada con la mayor dignidad D.L.2.141
•severo, riguroso ἐνβριθεστέρας κ[αὶ] μείζονος φυλακῆς προσδεόμενος (ὁ δῆμος) necesitando (el pueblo) una vigilancia más rigurosa y mayor, ITomis 2.8 (II/I a.C.), cf. Philostr.VA 4.8.
3 serio, de peso, importante τοῦτο (τό ὄνομα) ἐμβριθέστερον Pl.Cra.407a, οὕτως ἐμβριθὲς ... πρᾶγμα un asunto tan serio Isoc.Ep.1.9, οἱ λόγοι ... ἐμβριθέστατοι los argumentos de más peso Arist.Fr.38, op. διάκενος ‘banal’, Plu.2.1097e
•de peso, convincente τεκμήριον Phld.Rh.2.87Aur.
•subst. τὸ τῆς γνώμης ἐμβριθές el peso del talento Luc.Dem.Enc.34.
4 peyor. pesado, gravoso, penoso τί ... νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν; ¿qué nuevo y penoso mal? A.Pers.693, τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον S.Fr.757.
III adv. -ῶς
1 con dignidad, con seriedad ἦγε ... τὸν δῆμον τῶν Ῥωμαίων ἐ. μᾶλλον ἢ θωπευτικῶς D.C.69.6.1.
2 con gravedad, con solemnidad c. ref. al estilo, Phld.Po.5.7.31.
German (Pape)
[Seite 806] ές, schwer, gewichtig; καὶ βαρύ Plat. Phaed. 81 c; Sp., z. B. καὶ ὁμιχλώδης ἀναθυμίασις Plut. Rom. 27; dah. fest, kompact, λίνεα ἐμβριθέστερα Her. 7, 36; auch φθέγμα, Poll. 4, 85. Übertr., beschwerlich, lästig; κακόν Aesch. Pers. 679; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον Soph. bei Ath. I, 33 c; dah. schwierig, ὄνομα Plat. Crat. 407 a; schwerfällig, οἱ ἐμβριθέστεροι νωθροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαθήσεις Theaet. 144 b. – Ernst, gesetzt, Plat. Epist. VII, 328 b; φρόνημα Plut. Pericl. 4; φύσις ἐμβριθὴς καὶ πραεῖα Brut. 1. Aber auch zornig, heftig, Hdn. 3, 11, 1. – Adv. ἐμβριθῶς, standhaft, Plat. Phaedr. 252 c; ernsthaft, D. Cass. 69, 6; heftig, Hdn. 4, 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui pèse sur :
1 lourd, pesant;
2 fort, compact;
II. fig. 1 en b. part grave sérieux, digne;
2 en mauv. part, en parl. de choses pénible, difficile.
Étymologie: ἐν, βριθύς.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐμβριθής, -ές)
πολύ μελετημένος, περισπούδαστος, βαθυστόχαστος
αρχ.
1. (για ήχο) βαθύς, δυνατός
2. ισχυρός, δυνατός
3. σταθερός, ατάραχος
4. (για κακό) λυπηρός
5. ενοχλητικός, φορτικός
6. (για πρόσ.) βίαιος, ευέξαπτος
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμβριθές
η εμβρίθεια.
Greek Monotonic
ἐμβρῑθής: -ές (ἐν, βρίθω)·
1. βαρύς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. μεταφ., όπως το Λατ. gravis, βαρύς, σοβαρός, σπουδαίος, σε Πλούτ.
3. με αρνητική σημασία, βαρύς, επαχθής, θλιβερός, οδυνηρός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβρῑθής:
1) тяжелый, тяжеловесный (ἐ. καὶ βαρύς Plat.; θυρεοί Plut.);
2) густой, плотный (ἀναθυμίασις Plut.);
3) плотный, крепкий (λίνεα ὅπλα Her.);
4) тяжелый, сильный (πληγή Arst.);
5) трудный (sc. ὄνομα Plat.);
6) тяжелый, тягостный (κακόν Aesch.; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριθέστερον Soph.);
7) серьезный, основательный (ἀνήρ, φρόνημα, λογισμοί Plut.);
8) надежный, прочный (φιλία Plut.).
Middle Liddell
ἐμβρῑθής, ές [ἐν, βρίθω
1. weighty, Hdt., Plat.
2. metaph., like Lat. gravis, weighty, grave, dignified, Plut.
3. in bad sense, heavy, grievous, Aesch.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=βαρυσήμαντος, σπουδαῖος). Ἀπό τό ἐμβρίθω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βρίθω.