μόγος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[travail pénible]], [[effort]];<br /><b>2</b> souffrance, douleur.<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, faire un effort pénible. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[travail pénible]], [[effort]];<br /><b>2</b> [[souffrance]], [[douleur]].<br />'''Étymologie:''' R. Μογ, faire un effort pénible. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17. 2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.
German (Pape)
[Seite 196] ὁ (vgl. μόγις u. μόχθος, wie die abgeleiteten), Anstrengung, Mühe u. Arbeit; ἱδρῶ δ' ὃν ἴδρωσα μόγῳ, Il. 4, 27, wo es dem voranstehenden πόνος entspricht; μόγος ἔχει με, Soph. O. C. 1741, Leid; einzeln bei Sp., wie Alc. 1, 17.
Russian (Dvoretsky)
μόγος: ὁ
1 трудная работа, труд: ἱδρώς, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;
2 страдание, горе: μ. ἔχει (sc. με) Soph. мне больно.
Greek (Liddell-Scott)
μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).
English (Autenrieth)
toil, Il. 4.27†.
Greek Monolingual
μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
Greek Monotonic
μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.
Middle Liddell
1. toil, trouble, Il.
2. trouble, distress, Lat. labor, Soph.
Translations
toil
Arabic: كَدْح; Egyptian Arabic: شقى; Azerbaijani: əmək, əziyyət, zəhmət; Bulgarian: тежка работа, трепане; Catalan: treball; Chinese Mandarin: 辛勞, 辛劳; Czech: dřina, lopota; Dutch: gezwoeg; Finnish: ahkerointi, uurastus; German: Mühe; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: κόπος, μόχθος; Ancient Greek: κόπος, πόνος; Hebrew: עָמָל; Irish: sclábhaíocht; Istriot: fadeîga; Italian: lavoro, fatica; Latin: labor; Maori: whakarīrā; Polish: trud; Portuguese: labuta; Russian: труд, работа; Serbo-Croatian: rabota; Swedish: slit; Venetian: fadiga
hardship
Arabic: مَشَقَّة, شِدَّة; Belarusian: цяжкасць, нягоды; Bulgarian: трудност, затруднение; Catalan: dificultats; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Dutch: ellende; Faroese: trupulleikar; Finnish: vaikeus, vastoinkäyminen, vaiva; French: difficultés, misère; Galician: traballos, dificultade, apuro; Georgian: სირთულეები; German: Härte, Not, Entbehrung, Mühsal, Elend, Beschwernis; Ancient Greek: μόχθος; Hindi: कष्ट, मशक्कत, सख्ती; Icelandic: þrengingar; Ido: privaco, sufro; Ilocano: rigat; Irish: anró; Italian: avversità, difficoltà; Jamaican Creole: sufferation; Japanese: 苦難, 苦しみ, 難儀; Korean: 어려움; Kurdish Central Kurdish: ئەرک; Latin: aerumna, difficultas; Maori: uauatanga, whakapāwera; Marathi: हालअपेष्टा; Middle English: anoy, noy; Mongolian: гачигдал, зовлон зүдүүр; Norwegian: motgang, lidelse; Old English: earfeþe; Persian: مشقت, سختی; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade, apuro; Romanian: greutate, dificultate, adversitate; Russian: трудность, тяготы, затруднение, невзгоды; Scottish Gaelic: èiginn; Slovene: težava, stiska; Spanish: sufrimientos, apuro, penalidades; Telugu: ఇబ్బంది, కష్టం, ఇడుము; Turkish: zorluk; Ukrainian: трудність, труднощі, тяготи