βοσκός: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voskos
|Transliteration C=voskos
|Beta Code=bosko/s
|Beta Code=bosko/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[herdsman]], <span class="bibl">Aesop.316</span>, interpol. in <span class="title">AP</span>7.703 (Myrin.); <b class="b3">β. προβάτων</b> [[shepherd]], interpol. in Dsc.4.119. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adjective, [[feeding itself]] (= Lat. [[agrestis]], [[non pastus]]), [[φασιανός]], [[χήν]], <span class="title">Edict.Diocl.</span>4.18 (variant for [[ἄγριος]]), 22; cf. [[βοσκάς]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[herdsman]], <span class="bibl">Aesop.316</span>, interpol. in <span class="title">AP</span>7.703 (Myrin.); [[βοσκὸς προβάτων]] = [[shepherd]], interpol. in Dsc.4.119. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adjective, [[feeding itself]] (= Lat. [[agrestis]], [[non pastus]]), [[φασιανός]], [[χήν]], <span class="title">Edict.Diocl.</span>4.18 (variant for [[ἄγριος]]), 22; cf. [[βοσκάς]].</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Grafía:</b> a veces graf. βόσκ-, βοσσκ-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se cría libremente]], [[de campo]], [[campero]] de anim. φασιανή <i>DP</i> 4.20, τρυγών <i>DP</i> 4.26, χήν <i>DP</i> 4.22.<br /><b class="num">2</b> [[apacentado]] n. dado a ciertos ascetas que se alimentaban de hierbas, Soz.<i>HE</i> 6.33.2.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ β.<br /><b class="num">1</b> [[pastor]] de Eros bucólico <i>AP</i> 7.703 (Myrin.), καλύβη βοσκοῦ Aesop.24.2, β. προβάτων Dsc.4.119 (cód.), (χοιριδίων) <i>POxford</i> 10.19 (I/II d.C.), αἰγῶν <i>PRoss.Georg</i>.5.60ue.11 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[alimentador]], [[criador]] τῶν οἰωνῶν καὶ τῶν ὀρνέων dicho de Tiresias, Sch.A.<i>Th</i>.24, cf. 24j.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Grafía:</b> a veces graf. βόσκ-, βοσσκ-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se cría libremente]], [[de campo]], [[campero]] de anim. φασιανή <i>DP</i> 4.20, τρυγών <i>DP</i> 4.26, χήν <i>DP</i> 4.22.<br /><b class="num">2</b> [[apacentado]] n. dado a ciertos ascetas que se alimentaban de hierbas, Soz.<i>HE</i> 6.33.2.<br /><b class="num">II</b> subst. ὁ βοσκός<br /><b class="num">1</b> [[pastor]] de Eros bucólico <i>AP</i> 7.703 (Myrin.), [[καλύβη]] βοσκοῦ Aesop.24.2, [[βοσκὸς προβάτων]] Dsc.4.119 (cód.), (χοιριδίων) <i>POxford</i> 10.19 (I/II d.C.), αἰγῶν <i>PRoss.Georg</i>.5.60ue.11 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[alimentador]], [[criador]] τῶν οἰωνῶν καὶ τῶν ὀρνέων dicho de Tiresias, Sch.A.<i>Th</i>.24, cf. 24j.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0454.png Seite 454]] ὁ, der Weidende, Hirt, Aesop.; Myrin. 3 (VII, 703).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0454.png Seite 454]] ὁ, der [[Weidende]], Hirt, Aesop.; Myrin. 3 (VII, 703).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοσκός''': ὁ, ὁ βόσκων ἀγέλην, Ἀνθ. II. 7. 703· β. προβάτων, [[ποιμήν]], Διοσκ. 4. 118· ―παρὰ Γραμμ. καὶ βοσκήτωρ.
|lstext='''βοσκός''': ὁ, ὁ βόσκων ἀγέλην, Ἀνθ. II. 7. 703· [[βοσκὸς προβάτων]], [[ποιμήν]], Διοσκ. 4. 118· ―παρὰ Γραμμ. καὶ [[βοσκήτωρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:36, 2 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσκός Medium diacritics: βοσκός Low diacritics: βοσκός Capitals: ΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: boskós Transliteration B: boskos Transliteration C: voskos Beta Code: bosko/s

English (LSJ)

ὁ, A herdsman, Aesop.316, interpol. in AP7.703 (Myrin.); βοσκὸς προβάτων = shepherd, interpol. in Dsc.4.119. II as adjective, feeding itself (= Lat. agrestis, non pastus), φασιανός, χήν, Edict.Diocl.4.18 (variant for ἄγριος), 22; cf. βοσκάς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: a veces graf. βόσκ-, βοσσκ-
I 1que se cría libremente, de campo, campero de anim. φασιανή DP 4.20, τρυγών DP 4.26, χήν DP 4.22.
2 apacentado n. dado a ciertos ascetas que se alimentaban de hierbas, Soz.HE 6.33.2.
II subst. ὁ βοσκός
1 pastor de Eros bucólico AP 7.703 (Myrin.), καλύβη βοσκοῦ Aesop.24.2, βοσκὸς προβάτων Dsc.4.119 (cód.), (χοιριδίων) POxford 10.19 (I/II d.C.), αἰγῶν PRoss.Georg.5.60ue.11 (IV d.C.).
2 alimentador, criador τῶν οἰωνῶν καὶ τῶν ὀρνέων dicho de Tiresias, Sch.A.Th.24, cf. 24j.

German (Pape)

[Seite 454] ὁ, der Weidende, Hirt, Aesop.; Myrin. 3 (VII, 703).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pâtre, berger.
Étymologie: βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

βοσκός:пастух Aesop., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκός: ὁ, ὁ βόσκων ἀγέλην, Ἀνθ. II. 7. 703· βοσκὸς προβάτων, ποιμήν, Διοσκ. 4. 118· ―παρὰ Γραμμ. καὶ βοσκήτωρ.

Greek Monolingual

ο (AM βοσκός)
αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας
(αρχ. -μσν.) αρχηγός, ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε -βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο-βοσκός, γηρο-βοσκός, λωτο-βοσκός, προ-βοσκός, κ.ά. Εκτός της λ. βοσκός χρησιμοποιούνταν στην αρχαία και τα αιπόλος, ποιμήν, βουκόλος, οιοπόλος, που παρουσιάζουν διαφορές στη σημασία και στη χρήση τους. Συγκεκριμένα, το αιπόλος (Ομηρος) σήμαινε τον «γιδοβοσκό», το δε ποιμήν στον Όμηρο δήλωνε τον «βοσκό προβάτων ή βοδιών», ενώ μεθομηρικά «αυτόν που βόσκει πρόβατα ή κατσίκες», για να καταλήξει να σημαίνει τον «βοσκό» γενικά. Εξάλλου το βουκόλος δήλωνε τόσο τον «βοσκό» γενικά όσο και ειδικότερα τον «βοσκό βοδιών», ενώ το οιοπόλος, που μαρτυρείται σπάνια με τη σημασία «βοσκός προβάτων», αντικαταστάθηκε στη χρήση από το ποιμήν. Τέλος, στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται κυρίως η λ. τσοπάνης για να δηλώσει τον «βοσκό» και ιδιαίτερα μάλιστα τον «βοσκό προβάτων και κατσικιών».
ΠΑΡ. νεοελλ. βοσκοπούλα, βοσκόπουλο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό -βοσκός) αιγοβοσκός, πορνοβοσκός, προβατοβοσκός, χηνοβοσκός, χοιροβοσκός
αρχ.
αιλουροβοσκός, ανθοβοσκός, αρηνοβοσκός, βοοβοσκός, γηροβοσκός, ελαφοβοσκός, ερρηνοβοσκός, ιβιοβοσκός, ιερακοβοσκός, ιπποβοσκός, καμηλοβοσκός, κροκοδιλοβοσκός, κυνοβοσκός, λωτοβοσκός, μηλοβοσκός, παιδοβοσκός, προβοσκός, συοβοσκός, χειροβοσκός, υοβοσκός
νεοελλ.
αγελαδοβοσκός, αιγοβοσκός, αλογοβοσκός, αρχιβοσκός, γελαδοβοσκός, γεροβοσκός, γιδοβοσκός, πρωτοβοσκός].

Greek Monotonic

βοσκός: ὁ, ποιμένας, τσοπάνος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[From βόσκω
a herdsman, Anth.