μυχό: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυχός]])<br />([[κυρίως]] για [[κόλπο]] ή για [[λιμάνι]]) το [[βάθος]], το εσώτατο [[μέρος]], το βαθύτερο [[μέρος]] (α. «ο [[μυχός]] του κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο [[γυναικωνίτης]]<br /><b>2.</b> [[κόλπος]] που εισχωρεί [[βαθιά]] [[μέσα]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> [[αποθήκη]], [[αμπάρι]]<br /><b>4.</b> [[στενός]] [[κόλπος]], [[κολπίσκος]], [[ρυάκι]]<br /><b>5.</b> [[σιτοβολώνας]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μυχοὶ χθονὸς» ή «μυχοὶ γῆς» — το [[βασίλειο]] του Άδη (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «διὰ μυχῶν [[βλέπω]] ἀεί» — [[ενεδρεύω]] [[πάντοτε]] από ένα σκοτεινό [[μέρος]] (<b>Ευρ.</b>)<br />«[[πόντιος]] [[μυχός]]» — ο Αδριατικός Κόλπος (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>mukh</i>- (<i>μυχ</i>-) του IE <i>meukh</i>-([[άλλη]] [[μορφή]] του IE <i>meug</i>- «[[εισδύω]]-[[ολισθηρός]]») και συνδέεται με αρμεν. <i>mxem</i> «[[βυθίζω]], [[καταδύω]]». Συνδέεται [[επίσης]] πιθ. με γερμ. λ., οι οποίες όμως εμφανίζουν -<i>g</i>-[[αντί]] του -<i>kh</i>-(<i>x</i>) που απαντά στο [[μυχός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>smjuga</i>, αγγλοσαξ. <i>smῡgan</i> «[[διεισδύω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μύχιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μύχαλος]], [[μυχάς]], [[μύχατος]], [[μυχόεις]], [[μυχόθεν]], [[μυχοίτατος]], [[μυχόνδε]], [[μυχούμαι]], [[μυχώδης]], [[μυχώτατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυχαίτατος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυχέστατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μυχάλμη]], [[μυχόνους]], [[μυχόπεδον]], [[μυχοπόντιον]], [[μύχουρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυχορήμων]]. (Β' συνθετικό) [[ενδόμυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επτάμυχος]], [[πεντέμυχος]], [[πολύμυχος]], [[χηνόμυχος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μυχός]])<br />([[κυρίως]] για [[κόλπο]] ή για [[λιμάνι]]) το [[βάθος]], το εσώτατο [[μέρος]], το βαθύτερο [[μέρος]] (α. «ο [[μυχός]] του κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο [[γυναικωνίτης]]<br /><b>2.</b> [[κόλπος]] που εισχωρεί [[βαθιά]] [[μέσα]] στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> [[αποθήκη]], [[αμπάρι]]<br /><b>4.</b> [[στενός]] [[κόλπος]], [[κολπίσκος]], [[ρυάκι]]<br /><b>5.</b> [[σιτοβολώνας]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μυχοὶ χθονὸς» ή «μυχοὶ γῆς» — το [[βασίλειο]] του Άδη (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «διὰ μυχῶν [[βλέπω]] ἀεί» — [[ενεδρεύω]] [[πάντοτε]] από ένα σκοτεινό [[μέρος]] (<b>Ευρ.</b>)<br />«[[πόντιος]] [[μυχός]]» — ο Αδριατικός Κόλπος (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>mukh</i>- (<i>μυχ</i>-) του IE <i>meukh</i>-([[άλλη]] [[μορφή]] του IE <i>meug</i>- «[[εισδύω]]-[[ολισθηρός]]») και συνδέεται με αρμεν. <i>mxem</i> «[[βυθίζω]], [[καταδύω]]». Συνδέεται [[επίσης]] πιθ. με γερμ. λ., οι οποίες όμως εμφανίζουν -<i>g</i>-[[αντί]] του -<i>kh</i>-(<i>x</i>) που απαντά στο [[μυχός]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλδ. <i>smjuga</i>, αγγλοσαξ. <i>smῡgan</i> «[[διεισδύω]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μύχιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μύχαλος]], [[μυχάς]], [[μύχατος]], [[μυχόεις]], [[μυχόθεν]], [[μυχοίτατος]], [[μυχόνδε]], [[μυχούμαι]], [[μυχώδης]], [[μυχώτατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μυχαίτατος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυχέστατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μυχάλμη]], [[μυχόνους]], [[μυχόπεδον]], [[μυχοπόντιον]], [[μύχουρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μυχορήμων]]. (Β' συνθετικό) [[ενδόμυχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επτάμυχος]], [[πεντέμυχος]], [[πολύμυχος]], [[χηνόμυχος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυχός)
(κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός του κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το εσώτατο μέρος του σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης
2. κόλπος που εισχωρεί βαθιά μέσα στην ξηρά
3. αποθήκη, αμπάρι
4. στενός κόλπος, κολπίσκος, ρυάκι
5. σιτοβολώνας
6. φρ. α) «μυχοὶ χθονὸς» ή «μυχοὶ γῆς» — το βασίλειο του Άδη (Ευρ.)
β) «διὰ μυχῶν βλέπω ἀεί» — ενεδρεύω πάντοτε από ένα σκοτεινό μέρος (Ευρ.)
«πόντιος μυχός» — ο Αδριατικός Κόλπος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα mukh- (μυχ-) του IE meukh-(άλλη μορφή του IE meug- «εισδύω-ολισθηρός») και συνδέεται με αρμεν. mxem «βυθίζω, καταδύω». Συνδέεται επίσης πιθ. με γερμ. λ., οι οποίες όμως εμφανίζουν -g-αντί του -kh-(x) που απαντά στο μυχός (πρβλ. αρχ. ισλδ. smjuga, αγγλοσαξ. smῡgan «διεισδύω»).
ΠΑΡ. μύχιος
αρχ.
μύχαλος, μυχάς, μύχατος, μυχόεις, μυχόθεν, μυχοίτατος, μυχόνδε, μυχούμαι, μυχώδης, μυχώτατος
αρχ.-μσν.
μυχαίτατος
μσν.
μυχέστατος.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μυχάλμη, μυχόνους, μυχόπεδον, μυχοπόντιον, μύχουρος
μσν.
μυχορήμων. (Β' συνθετικό) ενδόμυχος
αρχ.
επτάμυχος, πεντέμυχος, πολύμυχος, χηνόμυχος.