ελαφρός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
(No difference)

Revision as of 07:29, 6 October 2024

Greek Monolingual

ελαφρή, και ελαφρά, και ελαφριά, ελαφρό και αλαφρός, αλαφριά, αλαφρό και αλαφριός, αλαφριά, αλαφριό και ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ και αλαφρύς, αλαφριά, αλαφρύ (AM ἐλαφρός, ἐλαφρά, ἐλαφρόν και ἐλαφρός, ἐλαφρόν)
Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος
2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους χωρίς πολύ κρύο
3. (για όπλα, οπλισμό) εύκολος στη μεταφορά
4. (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με ελαφρά, ατομικά του όπλα
5. εύκολος που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)
6. (για ποινές) όχι πολύ αυστηρός ως προς την έκτιση ή τις άλλες επιπτώσεις
7. (για άνεμο, κυματισμό κ.λπ.) χωρίς μεγάλη ένταση
8. (για τροφές) εύπεπτος
9. (για ανθρώπους) ελαφρόμυαλος, ανόητος
10. (για νοσηρή κατάσταση) ήπιος, όχι βαρύςελαφρά αδιαθεσία», «ελαφρός πονοκέφαλος»)
11. φρ. «ύπνος ελαφρός» — ευχάριστος και αναπαυτικός, χωρίς εφιάλτες
12. φρ. «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το χώμα...» — ευχή σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική ανάπαυση
νεοελλ.
1. (για φάρμακο) αυτός που ενεργεί ήπια
2. (για νερό) αυτός που διευκολύνει την πέψη
3. (για ενέργεια) ήπιος («ελαφρό τρίψιμο, ελαφρά επίπληξη»)
4. ασθενής, όχι έντονος («ελαφριά αναπνοή»)
5. (για μυρωδιά, αναθυμίαση) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά νεύρα, άτονος («ελαφρό άρωμα»)
6. (για φυσικά προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο φτωχός σε περιεκτικότητα του κύριου συστατικού, αραιός («ελαφρό κρασί»)
7. (για γεύση ή οσμή) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη
8. (για γυναίκα) ανήθικη
9. (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για διασκέδαση χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο («ελαφρό θέατρο»)
10. το αρσ. ως ουσ. ο ελαφρός
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών
αρχ.
1. (για ανθρώπους) εφηβικός, νεανικός
2. (για πόλη) ανοχύρωτη
3. (για ανθρώπους και ζώα) ευκίνητος, γρήγορος
4. ευνόητος
5. (για θάλασσα) ρηχή
6. (για ποταμό) μικρός, αβαθής
II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ελαφρά (AM ἐλαφρῶς)
1. χωρίς πίεση ή θόρυβο («άγγιξα ελαφρά», «πατάει ελαφρά»)
2. ευκίνητα, γρήγορα, ανάλαφρα
3. ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την αρρώστια ελαφρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. lungar, αρχ. σαξ. lungor «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. lungre «γρήγορα, σύντομα», < ΙΕ lņghwro-. To ε- του ελληνικού τ. είναι πρόθημα. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ελαχρός (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. lungar) και ελαφός < ελαχFός (πρβλ. λιθ. leňgvas), θεματ. τ. του ελαχύς. Ο τ. ελαφρ-ύς αναλογικός κατά το αντίθετό του βαρ-ύς. Η λ. ελαφρός σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «ταχύς, γρήγορος», επειδή αυτός που έχει λίγο βάρος, κινείται με ευκολία, είναι ευκίνητος και, επομένως, ταχύς. Η σημασία όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική].