νοτερός: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noteros | |Transliteration C=noteros | ||
|Beta Code=notero/s | |Beta Code=notero/s | ||
|Definition=νοτερά, νοτερόν, ([[νότος]]) [[damp]], [[moist]], [[δρόσος]] Simon. 183.9; [[βλέφαρον]], [[ὕδωρ]], E.''Alc.''598, ''Ion''149 (both lyr.); [[ἀνεμώνη]] ''AP''5.73 (Rufin.); [[χειμὼν]] νοτερός a [[storm]] [[of rain]], Th.3.21; [[πνεῦμα]] Porph.''Antr.''II (Comp.); [[τόπος]] Thphr.''HP''5.9.8, cf. Epicur. ''Ep.''2p.50U.; χωρία Onos.8.2; [[τὸ νοτερόν]] = [[moisture]], Pl.''Ti.''60c. | |Definition=νοτερά, νοτερόν, ([[νότος]]) [[damp]], [[moist]], [[δρόσος]] Simon. 183.9; [[βλέφαρον]], [[ὕδωρ]], [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''598, ''Ion''149 (both lyr.); [[ἀνεμώνη]] ''AP''5.73 (Rufin.); [[χειμὼν]] νοτερός a [[storm]] [[of rain]], Th.3.21; [[πνεῦμα]] Porph.''Antr.''II (Comp.); [[τόπος]] Thphr.''HP''5.9.8, cf. Epicur. ''Ep.''2p.50U.; χωρία Onos.8.2; [[τὸ νοτερόν]] = [[moisture]], Pl.''Ti.''60c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:54, 25 October 2024
English (LSJ)
νοτερά, νοτερόν, (νότος) damp, moist, δρόσος Simon. 183.9; βλέφαρον, ὕδωρ, E.Alc.598, Ion149 (both lyr.); ἀνεμώνη AP5.73 (Rufin.); χειμὼν νοτερός a storm of rain, Th.3.21; πνεῦμα Porph.Antr.II (Comp.); τόπος Thphr.HP5.9.8, cf. Epicur. Ep.2p.50U.; χωρία Onos.8.2; τὸ νοτερόν = moisture, Pl.Ti.60c.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
humide ; τὸ νοτερόν l'humidité.
Étymologie: νότος.
German (Pape)
naß, feucht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp.D., ὄμμα, Maec. 3 (V.130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V.74), θάλαττα, Add. 6; und in Prosa; χειμών, Thuc. 3.21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim.Locr. 99c; Gegensatz von ξηρός, Plat. Tim. 82a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65d; Sp., wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
νοτερός:
1 влажный, мокрый (πέπλων πτύξ, βλέφαρα Eur.);
2 текучий, прозрачный (ὕδωρ Eur.);
3 дождливый, с ливнями (χειμών Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
νοτερός: -ά, -όν, (νότος) ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, δρόμος Σιμωνίδ. (;) 179 βλέφαρα, Εὐρ. Ἄλκ. 598, ὡς ἐπίθετ. τοῦ ὕδατος, νοτερὸν ὕδωρ βάλλων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 149· χειμὼν ν., θύελλα μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· τὸ ν., ἡ ὑγρότης, ὑγρασία, Πλάτ. Τίμ. 60C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νοτερός, -ά, -όν)
γεμάτος υγρασία, υγρός (α. «κλίμα νοτερό» β. «ὁπότε χειμὼν εἴη νοτερός», Θουκ.)
μσν.
(για λειτουργία σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νοτερόν
η υγρασία.
επίρρ...
νοτερά
με νοτερό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ερός (πρβλ. νοσερός, φθονερός)].
Greek Monotonic
νοτερός: -ά, -όν (νότος), υγρός, γεμάτος από υγρασία, νοτισμένος, σε Ευρ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα, θύελλα με βροχή, σε Θουκ.
Middle Liddell
νοτερός, ή, όν νότος
wet, damp, moist, Eur.; χειμὼν ν. a storm of rain, Thuc.
English (Woodhouse)
Translations
moist
Arabic: رَطِب, بَلّ; Armenian: թաց; Belarusian: вільготны; Bulgarian: влажен; Catalan: humit; Chamicuro: sawa; Chinese Mandarin: 潮濕/潮湿, 濕潤/湿润; Xiang: 水垮垮; Czech: vlhký; Danish: fugtig; Dutch: vochtig, nattig; Esperanto: malseketa; Finnish: kostea; French: humide, moite; Middle French: moiste; Old French: moiste; Friulian: umid; Galician: lento, húmido; Georgian: ნესტიანი; German: feucht; Greek: νοτισμένος, νοτερός, υγρός; Ancient Greek: ἄμυρος, βρεχώδης, βροχμώδης, βροχώδης, διάβροχος, διαντικός, διερός, δροσερός, δροσινός, ἐνδιής, ἔνδιος, ἔνδροσος, ἔνικμος, ἐννότιος, ἔννοτος, ἔνυγρος, ἔνυδρος, κατάρρυτος, νοτερός, παρδακός, πλαδαρός, ὑγρός, ὑδρηλός; Hindi: गीला, आबी, नम; Hungarian: nyirkos; Iban: embap; Icelandic: rakur, tárvotur; Ido: humida; Indonesian: lembap; Ingrian: nepsiä, nahkia; Italian: umido; Japanese: 湿った, しっとり; Korean: 축축한; Kurdish Northern Kurdish: şêdar; Latin: uvidus; Latvian: mitrs, mikls, valgs, valgans; Malay: lembap; Maori: kōpūtoitoi, mākūkū, haumākū, monoku, toriwai, hauwai, hauwai, mākū, tōwahiwahi, tōwahiwahi, tōwāwahi; Middle English: moiste; Norwegian Bokmål: klam, fuktig; Occitan: umid; Persian: نمناک; Plautdietsch: feicht; Polish: wilgotny; Portuguese: úmido, húmido; Romanian: umed; Russian: влажный; Slovak: vlhký; Slovene: vlážen; Spanish: húmedo; Swedish: fuktig; Thai: ชุ่มชื้น; Turkish: nemli, rutubetli; Ukrainian: вологий; Vietnamese: ẩm