ἀμήχανος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήχᾰνος''': Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, [[ἀνίσχυρος]], ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, [[περί]] τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[εὐμήχανος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: [[ἐντεῦθεν]], 2) ([[ἔνθα]] ὁ [[ἀμήχανος]] [[εἶναι]] ὁ [[αἴτιος]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] καταστάσεως) [[ἀνίκανος]], [[ἀνεπιτήδειος]], ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, [[ἀνεπιτήδειος]] εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν [[ἀμήχανος]] Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = [[ἀμηχανία]], Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον [[μετὰ]] παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, [[ἀδύνατος]], [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς [[ἁμαξιτός]]... [[ἀμήχανος]] εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν [[αὐτόθι]] 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], παρ’ Ὁμ. αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[χρῆσις]] ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· [[οὕτως]], ἀμ. [[δόλος]] Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, [[ἄλγος]], ξυμφορά, [[νόσος]], Τραγ. γ) [[ὡσαύτως]] ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνερμήνευτος]], Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] = [[ἔκτακτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη [[εὐδαιμονία]], ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]] κτλ., ὅ ἐ. [[ἀκατανόητος]] ὡς πρὸς τὸ [[μέγεθος]] κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ [[Πλάτων]] ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, [[ὅσος]] καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] διὰ τοῦ ὡς, [[οἷον]]: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον [[μῆκος]] χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι [[οἷον]], [[ὅλως]] ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς [[σφόδρα]] Φαῖδρ. 263D. | |lstext='''ἀμήχᾰνος''': Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, [[ἀνίσχυρος]], ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, [[περί]] τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[εὐμήχανος]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: [[ἐντεῦθεν]], 2) ([[ἔνθα]] ὁ [[ἀμήχανος]] [[εἶναι]] ὁ [[αἴτιος]] τῆς [[ἑαυτοῦ]] καταστάσεως) [[ἀνίκανος]], [[ἀνεπιτήδειος]], ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, [[ἀνεπιτήδειος]] εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν [[ἀμήχανος]] Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = [[ἀμηχανία]], Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον [[μετὰ]] παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, [[ἀδύνατος]], [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς [[ἁμαξιτός]]... [[ἀμήχανος]] εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν [[αὐτόθι]] 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, [[ἀκαταγώνιστος]], παρ’ Ὁμ. αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινὴ [[χρῆσις]] ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· [[οὕτως]], ἀμ. [[δόλος]] Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, [[ἄλγος]], ξυμφορά, [[νόσος]], Τραγ. γ) [[ὡσαύτως]] ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνερμήνευτος]], Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] = [[ἔκτακτος]], [[ἀκατάληπτος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη [[εὐδαιμονία]], ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― [[συχνάκις]] μετ’ αἰτ., [[ἀμήχανος]] τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[κάλλος]], τὸ [[πλῆθος]] κτλ., ὅ ἐ. [[ἀκατανόητος]] ὡς πρὸς τὸ [[μέγεθος]] κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[μετὰ]] δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ [[Πλάτων]] ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, [[ὅσος]] καὶ τὸ [[ἐπίρρημα]] διὰ τοῦ ὡς, [[οἷον]]: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον [[μῆκος]] χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι [[οἷον]], [[ὅλως]] ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς [[σφόδρα]] Φαῖδρ. 263D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> sans moyens (d’action, de vivre, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> qui est dans l’embarras : [[σέο]] [[ἀμήχανος]] OD (je suis) impuissante en ce qui te regarde, <i>càd</i> pour l’aide dont tu auras besoin;<br /><b>2</b> qui ne sait pas se tirer d’une difficulté, inhabile;<br /><b>II.</b> dont on ne peut venir à bout, <i>d’où</i><br /><b>1</b> impraticable, impossible : παραρρητοῖσι ἀμήχανός ἐσσι πίθεσθαι IL il n’y a pas moyen de te faire obéir aux avertissements ; ὁδὸς [[ἀμ]]. εἰσελθεῖν XÉN route où il est impossible de s’engager ; τὰ ἀμήχανα l’impossible ; ἀμήχανόν ἐστι avec l’inf., il est impossible de;<br /><b>2</b> contre qui <i>ou</i> contre quoi l’on ne peut rien, qui est sans ressource, sans remède, irrémédiable ; <i>en parl. de pers.</i> infatigable;<br /><b>3</b> que l’on ne peut atteindre, égaler <i>ou</i> concevoir, extraordinaire, prodigieux, inconcevable ; [[ἀμήχανος]] τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[μέγεθος]] extraordinaire par le nombre, par la grandeur ; ἀμήχανον [[ὅσον]] χρόνον prodigieusement longtemps (<i>litt.</i> inconcevable combien longtemps).<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μηχανή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀμάχανος, ον,
A without means or resources, helpless, Od.19.363; πενία ἀ. B.1.61; πόριμον αὑτῷ τῇ πόλει δ' ἀ. Ar.Ra.1429; ἀ. καὶ ἄτεχνος Pl.Plt.274c; of animals, opp. εὐμήχανος, Arist.HA 614b34: hence, 2 incapable, awkward, ἀφραδέες καὶ ἀ. h.Ap. 192, cf. Theoc.1.85; τὸν ἀ. ὀρθοῦν A.Th.227; ἀ. γυνή E.Hipp.643; ἀ. εἴς τι awkward at thing, Id.Med.408. Adv., ἀμηχάνως ἔχειν, = ἀμηχανεῖν, A.Ch.407, E., etc. 3 c. inf., at a loss how to do, unable to do, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀ. S.Ant.79; -ώτατος ὅ τι χρὴ λέγειν πορίσασθαι [D.]60.12, etc. II more freq. in pass. sense, allowing of no means: 1 impracticable, unmanageable, c. inf., ἀμήχανός ἐσσι πιθέσθαι Il.13.726. b of things, hard, impossible, τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι ib. 14.262; τοῦτο δ' ἀ. εὑρεῖν Pi.O.7.25, cf. Hdt.1.48; ὁδὸς ἀ. εἰσελθεῖν road hard or impossible to enter on, X.An.1.2.21; ἀ. ἐστὶ γενέσθαι Emp.12, cf. Hdt. 1.48,204, S.Ant.175, etc.: abs., ἀμήχανα impossibilities, ἀμηχάνων ἐρᾶν ib.90, cf. 92; δεινὸς . . εὑρεῖν κἀξ ἀ. πόρον A.Pr.59, cf. Ar.Eq.759: Sup., Them. in Ph.91.12. 2 against whom or which nothing can be done, irresistible, freq. in Hom. of Zeus, Hera, Achilles; ἀ. ἐσσι, ἀ. ἔπλευ, Il.10.167, 16.29; Ἔρος . . ἀ. ὄρπετον Sapph.40. b of things, ἀ. ἔργα mischief without help or remedy, Il.8.130; δόλος Hes.Th. 589; κήδεα Archil.66; δύαι A.Eu.561 (lyr.); ἄλγος, νόσοι, S.El.140 (lyr.), Ant.363 (lyr.); συμφορά Simon.5.11, cf. E.Med.392; κακόν ib.447: Comp. -ωτέρα, ἀγλαΐα Them.Or.4.51c. c esp. of dreams, inexplicable, not to be interpreted, Od.19.560. 3 extraordinary, enormous, ποταμῶν ἀ. μεγέθη Pl.Phd.111d;ἡδοναί Id.Phlb.46e; ἀμή χανον εὐδαιμονίας an inconceivable amount of happiness, Id.Ap.41c: freq.c.acc., ἀ. τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος, etc., i.e. inconceivable in point of size, etc., Id.R.584b, 615a, X.Cyr.7.5.38: c. dat., ἀ. πλήθει τε καὶ ἀτοπία Pl.Phdr.229d (nisi leg. ἀμηχάνων πλήθη τε καὶ ἀτοπίαι, where ἀ. = monsters): abs., infinitely great, δύναμις Plot.5.3.16. b freq. in Pl. with οἷος, ὅσος, ἀμήχανον ὅσον χρόνον Phd 95c; ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι by it is impossible to say how much more, R.588a; ἀμή χανόν τι οἷον Chrm.155d. Adv., ἀμηχάνως ὡς εὖ R.527e; ἀ. γε ὡς σφόδρα Phdr.263d.
German (Pape)
[Seite 124] (μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῦ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῦν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι· ὅπερ καὶ θέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῦν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασθαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασθαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνθρώπων ἡχθηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυθοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῦ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποθι Ζεὺς ήθελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῦ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασθαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιθέσθαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιθέσθαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῦτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνθα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιθέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν – δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσθλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασθαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυσπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παθεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. θηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελθεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆθος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεθος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆθος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήθει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήχᾰνος: Δωρ. ἀμάχανος, ον, ὁ μὴ ἔχων μέσα ἢ πόρους, ὁ εὑρισκόμενος ἐν ἀπορίᾳ, ὁ μὴ γινώσκων τί νὰ πράξῃ, στερούμενος ἀρωγῆς, ἀνίσχυρος, ἀμήχανός τινος, ἐν ἀπορίᾳ, περί τινος, Ὀδ. Τ. 363· πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· ἀμ. καὶ ἄτεχνος Πλάτ. Πολιτ. 274C: ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ εὐμήχανος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 11, 1: ἐντεῦθεν, 2) (ἔνθα ὁ ἀμήχανος εἶναι ὁ αἴτιος τῆς ἑαυτοῦ καταστάσεως) ἀνίκανος, ἀνεπιτήδειος, ἀφραδέες καὶ ἀμ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 192· τὸν ἀμ. ὀρθοῦν Αἰσχ. Θήβ. 227· ἀμ. γυνὴ Εὐρ. Ἱππ. 643: ἀμ. εἴς τι, ἀνεπιτήδειος εἴς τι, ὁ αὐτ. Μήδ. 408: ― Ἐπίρρ. ἀμηχάνως ἔχειν = ἀμηχανεῖν, Αἰσχ. Χο. 405, Εὐρ., κτλ. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀγνοῶ πῶς καὶ τί νὰ πράξω, ἀδυνατῶ νὰ πράξω τι, τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Σοφ. Ἀντ. 79· ἀμ. ὅ,τι χρὴ λέγειν Δημ. 1392. 16, κτλ. 4) ἀμ. συμφορὰ = ἀμηχανία, Σιμων. παρὰ Πλάτ. Πρωτ. 344C. ΙΙ. συχνότερον μετὰ παθ. σημασ. = πρὸς ὃν δὲν ἰσχύουσι μέσα. 1) = ἀπραγματοποίητος, ἀδύνατος, δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., ἀμήχανός ἐσσι... πιθέσθαι Ἰλ. Ν. 726, πρβλ. Ξ. 262. β) ἐπὶ πραγμάτων, τοῦτο δ’ ἀμ. εὑρεῖν Πινδ. Ο. 7. 45· ἡ δὲ εἰσβολὴ ἦν ὁδὸς ἁμαξιτός... ἀμήχανος εἰσελθεῖν στρατεύματι = ἣν ἀμήχανον ἦν εἰσελθεῖν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀμήχανόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι δύσκολον, ἀδύνατον, ἀμ. ἐστι γενέσθαι, Ἐμπεδ. 102, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 48, 204, Σοφ. Ἀντ. 175, κτλ.: ― ἀπολ., ἀμήχανα, ἀκατόρθωτα, ἀδύνατα, ἀμηχάνων ἐρᾶν αὐτόθι 90, πρβλ. 92· δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον Αἰσχύλ. Πρ. 59· κἀκ τῶν ἀμ. πόρους εὐμηχάνους πορίζων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 759. 2) καθ’ οὗ οὐδὲν δύναται νὰ πραχθῇ, ἀκαταγώνιστος, παρ’ Ὁμ. αὕτη εἶναι ἡ κοινὴ χρῆσις ἀναφερομένη εἰς τὸν Δία, τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ἀχιλλέα: ἀμήχανός ἐσσι, ἀμ. ἔπλευ Ἰλ. Κ. 167, Π. 29. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀμήχανα ἔργα, «πρὸς ἃ οὐκ ἄν τις σχοίη μηχανὴν εὑρεῖν, ἐξ οὗ δεινὰ καὶ χαλεπὰ» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 130· οὕτως, ἀμ. δόλος Ἡσ. Θ. 589· κήδεα Ἀρχίλ. 60· κακόν, δύη, ἄλγος, ξυμφορά, νόσος, Τραγ. γ) ὡσαύτως ἰδίως ἐπὶ ὀνείρων, ἀνεξήγητος, ἀνερμήνευτος, Ὀδ. Τ. 560. 3) παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως = ἔκτακτος, ἀκατάληπτος, ἄπειρος, ἄμετρος, μεγέθη Πλάτ. Φαίδων 111D· ἡδοναὶ ὁ αὐτ. Φίλ. 46Ε· ἀμήχανον εὐδαιμονίας, ὑπερτάτη εὐδαιμονία, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 41C: ― συχνάκις μετ’ αἰτ., ἀμήχανος τὸ μέγεθος, τὸ κάλλος, τὸ πλῆθος κτλ., ὅ ἐ. ἀκατανόητος ὡς πρὸς τὸ μέγεθος κτλ. Πλάτ. Πολ. 584Β, 615Α, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 38· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετὰ δοτ., ἀμ. πλήθει τε καὶ ἀτοπίᾳ Πλάτ. Φαῖδρ. 229D. β) ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ὁ Πλάτων ἀγαπᾷ καὶ νὰ συνδέῃ τὰς λέξεις διὰ τῶν ἀναφορ. οἷος, ὅσος καὶ τὸ ἐπίρρημα διὰ τοῦ ὡς, οἷον: ἀμήχανον ὅσον χρόνον, ἀκατανόητον μῆκος χρόνου, Φαίδων 95C· ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι, δι’ οὗ ἀδύνατον νὰ εἴπῃ τις κατὰ πόσον περισσότερον…, Πολ. 588Α· ἀμήχανόν τι οἷον, ὅλως ἀπερίγραπτον, Χαρμίδ. 155D: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., ἀμηχάνως ὡς εὖ Πολ. 527Ε· ἀμ. γε ὡς σφόδρα Φαῖδρ. 263D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. sans moyens (d’action, de vivre, etc.);
1 qui est dans l’embarras : σέο ἀμήχανος OD (je suis) impuissante en ce qui te regarde, càd pour l’aide dont tu auras besoin;
2 qui ne sait pas se tirer d’une difficulté, inhabile;
II. dont on ne peut venir à bout, d’où
1 impraticable, impossible : παραρρητοῖσι ἀμήχανός ἐσσι πίθεσθαι IL il n’y a pas moyen de te faire obéir aux avertissements ; ὁδὸς ἀμ. εἰσελθεῖν XÉN route où il est impossible de s’engager ; τὰ ἀμήχανα l’impossible ; ἀμήχανόν ἐστι avec l’inf., il est impossible de;
2 contre qui ou contre quoi l’on ne peut rien, qui est sans ressource, sans remède, irrémédiable ; en parl. de pers. infatigable;
3 que l’on ne peut atteindre, égaler ou concevoir, extraordinaire, prodigieux, inconcevable ; ἀμήχανος τὸ πλῆθος, τὸ μέγεθος extraordinaire par le nombre, par la grandeur ; ἀμήχανον ὅσον χρόνον prodigieusement longtemps (litt. inconcevable combien longtemps).
Étymologie: ἀ, μηχανή.