ψιλός: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῑλός''': -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) [[μετὰ]] γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως [[συχν]]. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. [[ὄντα]] 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. [[ὅμιλος]] Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· [[ψιλός]], ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· [[δύναμις]] ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, [[αὐτόθι]] 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― [[ἀλλά]], ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, [[ἄνευ]] περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς [[ἵππος]], μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― [[ἄοπλος]], ἀνυπεράσπιστος, [[ἀπροστάτευτος]], Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς [[λόγος]], δηλ. πεζὸς [[λόγος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. [[λόγος]], σημαίνει, [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], [[ἁπλοῦς]] ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. [[ἄνευ]] ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ [[ποίησις]], ἁπλῆ [[ποίησις]], [[ἄνευ]] μουσικῆς, δηλ. Επικὴ [[ποίησις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· [[ψιλομετρία]] ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς [[εἶδος]] μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. [[φωνή]], ὁ [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]] τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ [[μουσική]], μόνον ὀργανική, [[ἄνευ]] ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ [[μετὰ]] μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ [[μέλει]] διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. [[κιθάρισις]] καὶ [[αὔλησις]] Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς [[αὐλητής]], ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. [[ψιλοκιθαριστής]]), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. [[ἁπλοῦς]], [[μόνος]], ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― [[ὕδωρ]] ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. [[ἄνευ]] γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― ὁ [[Οἰδίπους]] φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν [[ὄμμα]], ὡς οὖσαν τὸ μόνον [[ὄμμα]] τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, [[ἁπλῶς]], μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. ―[[ὡσαύτως]] ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[δασέα]] φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, [[οἷον]] [[ῥάπυς]] ἀντὶ [[ῥάφυς]], ἀσπάραγος ἀντὶ [[ἀσφάραγος]], Ἀθήν. 369Β· πρβλ. [[ψιλότης]] ΙΙ, ὖ ψιλόν. | |lstext='''ψῑλός''': -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· [[πεδίον]] μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ [[λόφος]].. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι [[αὐτόθι]] 4. 6· ψιλὴ [[γεωργία]] ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ [[ἀμπέλων]], ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. [[λεῖος]] Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι [[αὐτόθι]] 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ [[ἄνθρωπος]] ψιλότατον κατὰ τὸ [[σῶμα]] τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· [[οὕτως]], [[ἶβις]] ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· [[τοιοῦτος]] [[τάπης]] καλεῖται [[ἁπλῶς]] ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. [[ψιλόταπις]]. 2) [[καθόλου]], [[γυμνός]], μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα [[χῶμα]] [[ἐπάνω]] του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) [[μετὰ]] γεν., [[γυμνός]] τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων [[αὐτοῦ]], ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε [[κλύδων]] τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν [[φέρε]] [[κῦμα]], «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. [[θρίδαξ]], μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ [[δασέα]], Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι [[ἄνευ]] ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· [[θάλασσα]] ψ., μόνον [[θάλασσα]] καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως [[συχν]]. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. [[ὄντα]] 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. [[ὅμιλος]] Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· [[ψιλός]], ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· [[δύναμις]] ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, [[αὐτόθι]] 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― [[ἀλλά]], ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, [[ἄνευ]] περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς [[ἵππος]], μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― [[ἄοπλος]], ἀνυπεράσπιστος, [[ἀπροστάτευτος]], Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς [[λόγος]], δηλ. πεζὸς [[λόγος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. [[λόγος]], σημαίνει, [[ἁπλοῦς]] [[λόγος]], [[ἁπλοῦς]] ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. [[ἄνευ]] ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ [[ποίησις]], ἁπλῆ [[ποίησις]], [[ἄνευ]] μουσικῆς, δηλ. Επικὴ [[ποίησις]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· [[ψιλομετρία]] ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς [[εἶδος]] μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. [[φωνή]], ὁ [[ἁπλοῦς]] [[ἦχος]] τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ [[μουσική]], μόνον ὀργανική, [[ἄνευ]] ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ [[μετὰ]] μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ [[μέλει]] διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. [[κιθάρισις]] καὶ [[αὔλησις]] Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς [[αὐλητής]], ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. [[ψιλοκιθαριστής]]), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. [[ἁπλοῦς]], [[μόνος]], ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― [[ὕδωρ]] ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. [[ἄνευ]] γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― ὁ [[Οἰδίπους]] φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν [[ὄμμα]], ὡς οὖσαν τὸ μόνον [[ὄμμα]] τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, [[ἁπλῶς]], μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ [[πνεῦμα]], (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. ―[[ὡσαύτως]] ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[δασέα]] φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, [[οἷον]] [[ῥάπυς]] ἀντὶ [[ῥάφυς]], ἀσπάραγος ἀντὶ [[ἀσφάραγος]], Ἀθήν. 369Β· πρβλ. [[ψιλότης]] ΙΙ, ὖ ψιλόν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> dégarni de cheveux, de poils, de plumes : ψιλὸν [[δέρμα]] OD peau sans poils, cuir nu ; ψιλὸς κεφαλήν HDT sans plumes sur la tête;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> dégarni :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ψιλοὶ ἱππέων XÉN dégarnis de cavaliers, manquant de cavalerie ; [[γῆ]] ψιλὴ δενδρέων HDT terre dépouillée d’arbres;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la végétation</i> ψιλὴ [[ἄροσις]] IL champ cultivé sans arbres ; ψιλὸν [[πεδίον]] HDT plaine sans arbres;<br /><b>3</b> <i>en parl. d’équipement</i> [[τρόπις]] ψιλή OD carène détachée des flancs d’un navire ; ψιλὸς [[νέκυς]] SOPH mort nu, <i>càd</i> non recouvert de terre ; <i>p. anal.</i> sans armes, sans défense ; ψιλὴ [[κεφαλή]] XÉN tête nue, sans casque ; <i>abs.</i> sans armes défensives, <i>particul.</i> sans bouclier, sans lourde cuirasse, <i>en parl. des soldats armés à la légère (archers, frondeurs, etc.)</i> : τὸ ψιλόν XÉN les troupes légères ; ψιλὴ [[σκευή]] THC armement léger;<br /><b>4</b> <i>en parl. du son, de la voix ou du langage</i> ψιλὸν [[μέλος]] PLUT simple chant sans accompagnement ; ψιλὸς [[λόγος]] ARSTT le langage nu, <i>càd</i> dépourvu de rythme, la prose;<br /><b>5</b> <i>t. de gramm.</i> non aspiré : τὰ ψιλὰ σύμφωνα <i>ou</i> στοιχεῖα, les consonnes non aspirées, <i>particul.</i> les sourdes (πκτ) ; τὸ ψιλόν ([[πνεῦμα]]) l’esprit doux;<br /><b>III.</b> seul, unique : ψιλὸν [[ὄμμα]] SOPH œil unique qui me restait <i>en parl. d’Antigone, seul guide d’Œdipe aveugle</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ψίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, I of land, bare, ψ. ἄροσις open cornland, Il.9.580; πεδίον μέγα τε καὶ ψ. Hdt.1.80; ὁ λόφος . . δασὺς ἴδῃσί ἐστι, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψ. Id.4.175; ἀπὸ ψ. τῆς γῆς Pl.Criti. 111d, cf. X.An.1.5.5, etc.: in full, [γῆ] ψ. δενδρέων Hdt.4.19,21; ἄδενδρα καὶ ψ., of the Alps, Plb.3.55.9; τὰ ψ. (sc. χωρία), opp. τὰ ὑλώδη, X.Cyn.5.7; τόποι ψ. ib.4.6; ψ. γεωργία the tillage of land for corn and the like, opp. γ. πεφυτευμένη (the tillage of it for vines, olives, etc.), Arist.Pol.1258b18, Thphr.CP3.20.1; so γῆ ψ. Eup. 230, D.20.115, Tab.Heracl.1.175, 2.33; ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψ. γεγένηται Lys.7.7. II of animals, stripped of hair or feathers, smooth (cf. λεῖος 1.3), δέρμα . . ἐλάφοιο Od.13.437; σάρξ Hp.Aër.19; ἡμίκραιραν ψ. ἔχων with half the head shaved, Ar. Th.227; ψ. γνάθοι ib.583; τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψ. Pherecr.23.4 (anap.); used of dogs with a short, smooth coat of hair, X.Cyn.3.2; τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψ. καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν Pl.Plt.266e; ἄνθρωπος -ότατον κατὰ τὸ σῶμα τῶν ζῴων πάντων ἐστί Arist.GA745b16; so ἶβις ψ. τὴν κεφαλήν without feathers, bald on the head, Hdt.2.76; hairless, of the foetus of a hare, Id.3.108; ψ. τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, of the ostrich, Arist.PA697b18. b ψιλαὶ Περσικαί Persian carpets, Callix.2; such a carpet is called ψιλή alone, PSI7.858.2 (iii B. C., pl.), LXXJo.7.21; ψιλὴ πολύμιτος, Babylonicum, Gloss.; ψιλή = aulaeum, tapeta, ibid.; cf. ψιλόταπις. 2 generally, bare, uncovered, ψ. ὡς ὁρᾷ νέκυν, i. e. without any earth over it, S.Ant.426; of a horse which has thrown its rider, AP13.18 (Parmeno). b c. gen., bare of, separated from, ψ. σώματος οὖσα [ἡ ψυχή] Pl.Lg.899a; τέχναι ψ. τῶν πράξεων Id.Plt.258d; ψ. ὅπλων Id.Lg.834c; ἱππέων X.Cyr.5.3.57; θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Plb.11.1.12. c stripped of appendages, naked, ψ. [τρόπις] the bare keel with the planks torn from it, Od.12.421; ψ. μάχαιραι swords alone, without other arms, etc., X.Cyr.4.5.58; θάλαττα ψ. blank sea, Aristid.Or.25(43).50. III freq. in Prose, as a military term, of soldiers without heavy armour, light troops, such as archers and slingers, opp. ὁπλῖται, first in Hdt.7.158, al., freq. in Th., e. g. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. ὄντα 3.27, cf. Arr.Tact.3.3; ὁ ψ. ὅμιλος Th.4.125; so ψιλοί or τὸ ψιλόν, opp. τὸ ὁπλιτικόν, X.HG4.2.17, Arist.Pol.1321a7; ψιλός, opp. ὡπλισμένος, S.Aj.1123: coupled with ἄσκευος, Id.OC1029; ψιλὸς στρατεύσομαι Ar.Th.232; ψ. δύναμις Arist.Pol.1321a13; αἱ κοῦφαι καὶ αἱ ψ. ἐργασίαι work that belongs to unarmed soldiers, ib.1321a25; ψ. χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Ael.VH6.2: but ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν bare-headed, without helmet, X.An.1.8.6; ψ. ἵππος a horse without housings, Id.Eq.7.5: unarmed, defenceless, S.Ph.953. IV λόγος ψ. bare language, i. e. prose, opp. to poetry which is clothed in the garb of metre, Pl.Mx.239c, Phld.Mus.p.97K.; more freq. in pl., ψ. λόγοι Pl.Lg.669d; opp. τὰ μέτρα, Arist.Rh.1404b14,33: but in D.27.54 ψ. λόγος is a mere speech, a speech unsupported by evidence; and in Pl.Tht.165a ψιλοὶ λόγοι are mere forms of argumentation, dialectical abstractions (so ψιλῶς λέγειν speak nakedly, without alleging proofs, Id.Phdr.262c, cf. Lg.811e); τὰς πράξεις αὐτὰς ψιλὰς φράζοντες Arist.Rh.Al.1438b27. 2 ποίησις ψ. mere poetry, without music, i. e. Epic poetry, opp. Lyric (ἡ ἐν ᾠδῇ), Pl.Phdr.278c; so ἄνευ ὀργάνων ψ. λόγοι Id.Smp.215c, cf. Arist.Po.1447a29; ψ. τῷ στόματι, opp. μετ' ὀργάνων, as a kind of μουσική, Pl.Plt.268b; λύρας φθόγγοι . . ψιλοὶ καὶ ἀμεικτότεροι τῇ φωνῇ Arist.Pr.922a16; ἡ ψ. φωνή the ordinary sound of the voice, opp. singing (ἡ ᾠδική), D.H. Comp.11. 3 ψ. μουσική instrumental music unaccompanied by the voice, opp. ἡ μετὰ μελῳδίας, Arist.Pol.1339b20; ψιλῷ μέλει διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, of Marsyas, Plu.2.713d, cf. Phld.Mus. p.100K.; so ψ. κιθάρισις καὶ αὔλησις Pl.Lg.669e; ψιλὸς αὐλητής one who plays unaccompanied on the flute (cf. ψιλοκιθαριστής), Phryn. 145. V mere, simple (cf. supr. IV. 1), ἀριθμητικὴ ψιλή, opp. geometry and the like, Pl.Plt.299e; ὕδωρ ψ., opp. σὺν οἴνῳ, Hp.Int.35; ψ. ἀναίρεσις mere removal, Phld.Sign.12; ψ. ἄνδρες, i. e. men without women, Antip.Stoic.3.254:—Oedipus calls Antigone his ψιλὸν ὄμμα, as being the one poor eye left him, S.OC866. Adv. ψιλῶς merely, only, Plu.Per.15; ἕνεκα τοῦ ψ. εἰπεῖν for the purpose of merely saying, Sch. Il.Oxy.1086.65; ψ. ὀνομάζειν call by the bare name (without epithet), Phld.Vit.p.39J. VI Gramm. of vowels, ψ. ἦχος without the spiritus asper, Demetr.Eloc.73; ψ. πνεῦμα A.D.Adv.148.9, D.T.Supp. 674.15; ψιλῶς λέγεσθαι A.D.Pron.57.3. b of the letters ε and υ written simply, not as αι and οι, which represented the sounds in late Gr., μαθόντες τὰ διὰ τοῦ διφθόγγου ᾱῑ τυχὸν ἅπαντα, ἐδιδάχθημεν τὰ ἄλλα πάντα ψιλὰ γράφεσθαι Hdn.Epim.162, cf. An.Ox.1.124: hence ἐψιλόν as name of the letter ε and ὐψιλόν as name of υ, which are first found in Anon. post Et.Gud.679.6, 678.55, and Chrysoloras: ἐ ψιλόν is f. l. in D.T.631.5: but in πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς κε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται . . πλὴν τοῦ καί, κτλ. Hdn.Epim.62, ε ψ. is not yet merely the name of the letter: for ὐψιλόν v. sub ὖ, cf. Sch. Heph.p.93C. 2 of mute consonants, the litterae tenues, π κ τ, opp. φ χ θ, ὅσαι γίγνονται χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Arist. Aud.804b10, cf. D.H.Comp.14, D.T.631.21; ψιλῶς καλεῖν pronounce with a littera tenuis for an aspirate, e. g., ῥάπυς for ῥάφυς, ἀσπάραγος for ἀσφάραγος, Ath.9.369b, cf. Eust.81.5, Tz.H.11.58.
German (Pape)
[Seite 1399] eigtl. abgerieben (ψάω, ψέω), dah. übh. von hervorstehenden, umgebenden Gegenständen entblößt, nackt, kahl, leer; ἄροσις, kahles Saatfeld, ohne Bäume, II. 9, 580, wie πεδίον μέγα καὶ ψιλόν Her. 1, 80, vgl. 4, 175, u. vollständig, ψιλὴ δενδρέων, 4, 21; dah. τὰ ψιλά, sc. χωρία, Xen. Cyn. 5, 7, vgl. 4, 6, u. ψιλὴ γῆ, kahles Land ohne Bäume; δένδρων ἐκκοφθέντων Lys. 7, 7; ψιλὴ γεωργία, der bloße Ackerbau, ohne Baumzucht u. Weinbau u. vgl.; γῆ, Ggstz πεφυτευμένη, Dem. 20, 115; Arist. pol. 1, 11; ψιλὴ τρόπις, der bloße Kiel des Schiffes, von dem alle Bretter u. Balken abgerissen sind, Od. 12, 421; ψιλὴ ναῦς, ein bloßes Schiff ohne Ruder, ψιλαὶ μάχαιραι, bloße Degen ohne Scheide, Xen. Cyr. 4, 5,58; νέκυς Soph. Ant. 422; auch der Waffen beraubt, Ai. 1108; ψιλὴ σώματος οὖσα ἡ ψυχή Plat. Legg. X, 899 a. – Bes. – a) entblößt von Haaren, kahl, glatt; δέρμα Od. 13, 437; Ar. Th. 227; dah. auch wie λεῖος, ohne Bart, mit glattem Kinn; entblößt von Federn, kahl, ἶβις ψιλὴ κεφαλήν Her. 2, 76; ψιλαὶ περσικαί, persische Teppiche, welche auf einer Seite geschoren waren, Ath. V, 197 b; dah. ψιλόταπις. – b) in der Kriegssprache ὁ ψιλός, sc. ὅπλων, ein Soldat ohne den schweren Harnisch, den großen Schild u. den großen Speer, ein Leichtbewaffneter, wie γυμνής, Her. u. Folgde; ψιλὸς στρατεύσομαι Ar. Th. 232; Ggstz von ὅπλα ἔχων Plat. Legg. VIII, 833 a; Ggstz von ὁπλίτης, gew. im plur. οἱ ψιλοί, worunter bes. Schleuderer u. Bogenschützen zu verstehen, Xen. An. 3, 3,7. 5, 2,16; auch δύναμις ψιλή, leichtbewaffnete Kriegsmacht, Arist. pol. 6, 7; ψιλοὶ ἱππεῖς, leichtbewaffnete Reiter (aber ψιλὸς ἵππος ist ein Pferd ohne Reitdecke, Xen. de re eq. 7, 5); σκευὴ ψιλή, leichte Bewaffnung, Sp. öfters. – c) von der Sprache, ψιλὸς λόγος, die bloße Rede, die Prosa ohne die metrische Hülle der Dichtkunst, vgl. Plat. Legg. II, 669 d Gorg. 502 c Menex. 239 c; Arist. poet. 1, 7; aber Plat. Theaet. 165 a sind ψιλοὶ λόγοι die bloßen Formen der Disputirkunst ohne wirklichen Gehalt; bei Dem. 27, 54 ist ψιλὸς λόγος (neben μαρτυρίαν οὐδεμίαν ἐνεβάλετο) eine durch Zeugnisse nicht beglaubigte Rede; vgl. ὅταν τις ψιλῷ χρησάμενος λόγῳ μὴ παράσχηται πίστιν 22, 22; so auch das adv., ὡς νῦν γε ψιλῶς πως λέγομεν οὐκ ἔχοντες ἱκανὰ παραδείγματα Plat. Phaedr. 262 c. – Ψιλοὶ ἄνδρες, ohne Frauen, Antipat. bei Stob. fl. 67, 25 A.; – ψιλὴ φωνή, die bloße Stimme, Ggstz des Gesanges, ᾠδικὴ φωνή, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 488; – ψιλὴ ποίησις, die bloße Poesie ohne Gesang, Ggstz der ποίησις ἐν ᾠδῇ, die zu singen ist, also die epische Poesie im Ggstz der lyrischen, Plat. Phaedr. 278 c; vgl. ψιλομετρία; auch übh. Poesie ohne musikalische Begleitung; – ψιλὴ αὔλησις, κιθάρισις, das bloße Flöten-, Citherspiel ohne Begleitung durch Gesang u. andere Instrumente; dah. ψιλὸς αὐλητής, der bloß die Flöte bläs't, ohne dazu singen zu lassen, vgl. ψιλοκιθαριστής. Dah. heißen die Instrumente, zu denen nicht gesungen zu werden pflegt, zu welchen kein Gesang paßt, ψιλά, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 136 melet. p. 168. – Bei den Gramm. = ohne den spiritus asper, also mit dem spiritus lenis; – τὰ ψιλὰ στοιχεῖα, auch allein τὰ ψιλά, die hauchlosen Buchstaben, tenues, π, κ, τ; dah. ψιλῶς γράφειν, καλεῖν, mit einer tenuis schreiben, z. B. ῥάπυς statt ῥάφυς, ἀσπάραγος statt ἀσφάραγος u. vgl., Ath. IX, 369 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλός: -ή, -όν, Ι. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους γῆς ἢ χώρας ἀδένδρου, ψιλὴν ἄροσιν, «ἄδενδρον χώραν, τὴν πρὸς τὸ σπείρεσθαι ἐπιτηδείαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 540· πεδίον μέγα τε καὶ ψιλὸν Ἡρόδ. 1. 80· ὁ λόφος.. δασὺς ἴδῃσι ἐστί, ἐούσης τῆς ἄλλης Λιβύης ψιλῆς ὁ αὐτ. 4. 175· ἀπὸ ψιλῆς τῆς γῆς Πλάτ. Κριτί. 111D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 5, κλπ.· πλῆρες: γῆ ψιλὴ δενδρέων Ἡρόδ. 4. 19, 21· ἄδενδρα καὶ ψ., περὶ τῶν Ἄλπεων, Πολύβ. 3. 55, 9· τὰ ψιλὰ (ἐξυπακ. χωρία), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑλώδη, Ξεν. Κυνηγ. 5. 7· ψ. τόποι αὐτόθι 4. 6· ψιλὴ γεωργία ἡ καλλιεργία τῆς γῆς διὰ σῖτον καὶ τὰ ὅμοια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πεφυτευμένη (δηλαδ. δι’ ἀμπέλων, ἐλαιῶν, καὶ τῶν ὁμοίων), Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 20, 1· οὕτω, «ψιλὴ γῆ: ἡ μὴ πεφυτευμένη» Φώτ. 654, 21 (Εὔπολ. ἐν «Πόλεσι» 3), Δημ. 491. 27, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγραφ. 5774. 174· ἐλαῖαι, ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ γῆ ψιλὴ γεγένηται Λυσίας 109. 4. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, γυμνὸς τριχῶν, ἄτριχος (πρβλ. λεῖος Ι. 3)· δέρμα.. γέροντος Ὀδ. Ν. 437· σὰρξ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. κτλ. 292· ἡμίκραιραν ψιλὴν ἔχων, ἔχων τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐξυρημένον, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 227· ψιλαὶ γνάθοι αὐτόθι 583· τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλὴν Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 1· ἐπὶ κυνῶν ἐχόντων βραχεῖαν καὶ ὁμαλὴν τρίχωσιν, Ξεν. Κυνηγ. 3. 2· τὴν δίποδα ἀγέλην τῷ ψιλῷ καὶ τῷ πτεροφυεῖ τέμνειν (πρβλ. animal bipes implume) Πλάτ. Πολιτικ. 266Ε· ὁ ἄνθρωπος ψιλότατον κατὰ τὸ σῶμα τῶν πάντων ζῴων ἐστὶ Ἀριστοτ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 55· οὕτως, ἶβις ψιλὴν κεφαλήν, μὴ ἔχουσα πτερὰ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, φαλακρά, Ἡρόδ. 2. 76· ψιλὸς τὰ περὶ τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 14, 2· ― οὕτω καί, ψιλαὶ Περσικαί, Περσικοὶ τάπητες, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β· τοιοῦτος τάπης καλεῖται ἁπλῶς ψιλή, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 21), πρβλ. ψιλόταπις. 2) καθόλου, γυμνός, μὴ κεκαλυμμένος, ψιλὸν ὡς ὁρᾷ νέκυν, δηλ. μὴ ἔχοντα χῶμα ἐπάνω του, Σοφ. Ἀντιγ. 426. β) μετὰ γεν., γυμνός τινος, ἐστερημένος τινός, κεχωρισμένος ἀπό τινος, ψιλὴ σώματος οὖσα [ἡ ψυχὴ] Πλάτ. Νόμ. 899Α· τέχναι ψιλαὶ τῶν πράξεων ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 258D· ψ. ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 834C· ἱππέων Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 57· θηρία μεμονωμένα καὶ ψ. τῶν Ἰνδῶν Πολύβ. 11. 1, 12. γ) ἐστερημένος ἢ γυμνωθεὶς τῶν παραρτημάτων αὐτοῦ, ὄφρ’ ἀπὸ τείχους λῦσε κλύδων τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα, «μόνην καθ’ ἑαυτὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 421· ψ. θρίδαξ, μαροῦλι οὗ τὰ πλάγια φύλλα ἀπεκόπησαν, ἀντίθετον τῷ δασέα, Ἡρόδ. 4. 32, πρβλ. 108· ψ. μάχαιραι, μόνον μάχαιραι ἄνευ ἑτέρων ὅπλων, κτλ., Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 58· θάλασσα ψ., μόνον θάλασσα καὶ οὐδὲν ἕτερον, Ἀριστείδ. 1. 522. ΙΙΙ. συχνότατα ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, οἱ ψιλοὶ (ἐξυπακουομ. τῶν ὅπλων), στρατιῶται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι οἷοι οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται, ὡς τὸ γυμνῆτες, ἀντίθετον τὸ ὁπλῖται, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 9. 28, ἀκολούθως συχν. παρὰ Θουκ. π.χ. ὁπλίζει τὸν δῆμον, πρότερον ψ. ὄντα 3. 27, πρβλ. Ἀρρ. Τακτ. 3. 3· ὁ ψ. ὅμιλος Θουκ. 4. 125· οὕτω, τὸ ψιλόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτικόν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 17, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 1· ψιλός, ἀντίθετον τῷ ὡπλισμένος, Σοφ. Αἴ. 1123, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1029· οὕτω, ψιλὸς στρατεύσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 232· δύναμις ψιλὴ Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 2· αἱ κοῦφαι καὶ ψιλαὶ ἐργασίαι, αἱ ἀνήκουσαι εἰς τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους στρατιώτας, αὐτόθι 6. 7, 3· ψιλαῖς χερσὶν πρὸς καθωπλισμένους Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 2· ― ἀλλά, ψ. ἔχων τὴν κεφαλήν, ἄνευ περικεφαλαίας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 6· ψιλὸς ἵππος, μὴ ἔχων τὴν ἀναγκαίαν σκευήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7. 5· ― ἄοπλος, ἀνυπεράσπιστος, ἀπροστάτευτος, Σοφ. Φιλ. 953. IV. ψιλὸς λόγος, δηλ. πεζὸς λόγος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ποίησιν, ἥτις ἔχει τὴν περιβολὴν τοῦ μέτρου, Πλάτ. Μενέξ. 239C· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., ψ. λόγοι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μέτρα, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 3· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 830. 13, ψ. λόγος, σημαίνει, ἁπλοῦς λόγος, ἁπλοῦς ἰσχυρισμὸς μὴ στηριζόμενος ἐπὶ ἀποδείξεων· καὶ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 165Α, ψιλοὶ λόγοι εἰ.., ἁπλοὶ τύποι τοῦ συλλογίζεσθαι, διαλεκτικαὶ ἀφῃρημέναι ἔννοιαι· οὕτω, ψιλῶς λέγειν, δηλ. ἄνευ ἀποδείξεων, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 262C, πρβλ. Νόμ. 811Ε, Ἀριστοτ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 32, 3. 2) ψιλὴ ποίησις, ἁπλῆ ποίησις, ἄνευ μουσικῆς, δηλ. Επικὴ ποίησις, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Λυρικὴν (ἥτις λέγεται ἡ ἐν ὠδῇ), Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 278C· οὕτω, ψ. λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 215C, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 7, Ρητ. 3. 2, 3 καὶ 6· ψιλομετρία ψιλῷ τῷ στόματι, ἀντίθετ. τῷ μετ’ ὀργάνων, ὡς εἶδος μουσικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 268Β· λύρας φθόγγοι..ψιλοὶ Ἀριστ. Προβλ. 19. 43, 4· ἡ ψ. φωνή, ὁ ἁπλοῦς ἦχος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾄδειν (ἡ ᾠδική), Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 11· οὕτω, ψιλῷ λόγῳ, διὰ λόγου, προφορικῶς, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24. 3) ἐπὶ ὀργάνων μουσικῶν, ψιλὴ μουσική, μόνον ὀργανική, ἄνευ ᾠδῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ μετὰ μελῳδίας, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 11· ψιλῷ μέλει διαγωνίζεσθαι πρὸς ᾠδὴν καὶ κιθάραν, ἐπὶ τοῦ Μαρσύου, Πλούτ. 713D· οὕτω, ψ. κιθάρισις καὶ αὔλησις Πλάτ. Νόμ. 669Ε· ψιλὸς αὐλητής, ὁ παίζων τὸν αὐλόν, χωρὶς νὰ ᾄδῃ τις πρὸς αὐλὸν (πρβλ. ψιλοκιθαριστής), Λοβέκ. εἰς Φρύν. 168. V. ἁπλοῦς, μόνος, ψ. ἀριθμητική, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γεωμετρίαν κτλ., Πλάτ. Πολιτικ. 299Ε· ― ὕδωρ ψ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σὺν οἴνῳ, Ἱππ. 551.50· ψ. ἄνδρες, δηλ. ἄνευ γυναικῶν, Ἀντίπ. παρὰ Στοβ. 417. 3· ― ὁ Οἰδίπους φαίνεται καλῶν τὴν Ἀντιγόνην ψιλὸν ὄμμα, ὡς οὖσαν τὸ μόνον ὄμμα τὸ εἰς αὐτὸν ἀπολειφθέν, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 866. ― Ἐπίρρ. ψιλῶς, ἁπλῶς, μόνον, Πλουτ. Περικλ. 15. VI. Παρὰ τοῖς Γραμμ. ἐπὶ φωνηέντων μὴ φερόντων τὸ δασὺ πνεῦμα, (φωνήεν) ψιλούμενον, Δημ. Φαληρ. 73. ―ὡσαύτως ἁπλοῦν φωνῆεν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς δίφθογγον, Τζέτζ. Ἱστ. 2) ἐπὶ τῶν ἀφώνων, π κ τ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ δασέα φ χ θ· ψιλαὶ δ’ εἰσὶ (τῶν φωνῶν) ὅσαι γίγνονται, χωρὶς τῆς τοῦ πνεύματος ἐκβολῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 70· ψιλῶς γράφειν ἢ καλεῖν, διὰ ψιλοῦ ἀφώνου ἀντὶ δασέος, οἷον ῥάπυς ἀντὶ ῥάφυς, ἀσπάραγος ἀντὶ ἀσφάραγος, Ἀθήν. 369Β· πρβλ. ψιλότης ΙΙ, ὖ ψιλόν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. dégarni de cheveux, de poils, de plumes : ψιλὸν δέρμα OD peau sans poils, cuir nu ; ψιλὸς κεφαλήν HDT sans plumes sur la tête;
II. p. ext. dégarni :
1 en gén. ψιλοὶ ἱππέων XÉN dégarnis de cavaliers, manquant de cavalerie ; γῆ ψιλὴ δενδρέων HDT terre dépouillée d’arbres;
2 en parl. de la végétation ψιλὴ ἄροσις IL champ cultivé sans arbres ; ψιλὸν πεδίον HDT plaine sans arbres;
3 en parl. d’équipement τρόπις ψιλή OD carène détachée des flancs d’un navire ; ψιλὸς νέκυς SOPH mort nu, càd non recouvert de terre ; p. anal. sans armes, sans défense ; ψιλὴ κεφαλή XÉN tête nue, sans casque ; abs. sans armes défensives, particul. sans bouclier, sans lourde cuirasse, en parl. des soldats armés à la légère (archers, frondeurs, etc.) : τὸ ψιλόν XÉN les troupes légères ; ψιλὴ σκευή THC armement léger;
4 en parl. du son, de la voix ou du langage ψιλὸν μέλος PLUT simple chant sans accompagnement ; ψιλὸς λόγος ARSTT le langage nu, càd dépourvu de rythme, la prose;
5 t. de gramm. non aspiré : τὰ ψιλὰ σύμφωνα ou στοιχεῖα, les consonnes non aspirées, particul. les sourdes (πκτ) ; τὸ ψιλόν (πνεῦμα) l’esprit doux;
III. seul, unique : ψιλὸν ὄμμα SOPH œil unique qui me restait en parl. d’Antigone, seul guide d’Œdipe aveugle.
Étymologie: ψίω.