λοιμός

From LSJ
Revision as of 20:15, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμός Medium diacritics: λοιμός Low diacritics: λοιμός Capitals: ΛΟΙΜΟΣ
Transliteration A: loimós Transliteration B: loimos Transliteration C: loimos Beta Code: loimo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A plague, once in Hom. (Il.1.61), cf. Hes.Op.243, Hdt. 7.171; λοιμοῦ σκηπτός A.Pers.715 (troch.); of the plague at Athens, Th.2.47,54, Pl.Smp.201d: pl., ib.188b, al.; coupled with λιμός, Hes. and Hdt.ll.cc., Th.2.54, Orac. ap. Aeschin.3.135.    2 of persons, plague, pest, D.25.80.    II as Adj., pestilent, LXX 1 Ki.1.16; ἀνὴρ λ. καὶ πονηρός ib.30.22, cf. Act.Ap.24.5; λ. οἶνος Sm.Pr.20.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμός: -οῦ, ὁ, πανώλης, «πανοῦκλα», πᾶσα μολυσματικὴ καὶ θανατηφόρος νόσος, Ὅμ. (μόνον ἅπαξ) Ἰλ. Α. 61, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, Ἡρόδ. 7. 171, καὶ Ἀττ., (ἴδε ἐν. λ. λιμός)· λοιμοῦ σκηπτὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 715· ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 47, 54, Πλάτ. Συμπ. 201D· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 188 Β, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθοροποιὸς ἄνθρωπος, ὀλέθριος, λυμιών, Λατ. pestis, Δημ. 794. 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀλέθριος, καταστρεπτικός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 16.) Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὰς λ. λύμη, λῦμα, λυμαίνομαι, Λατ. lues, πρβλ. λοιγός, λυγρός· - ἡ πρὸς τὸ λιμὸς σχέσις πιθανῶς μόνον ὡς πρὸς τὸν ἦχον, οἷον παρ’ Ἡσ. καὶ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2, 54, πορ’ Αἰσχίν. 73. 6).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
peste, fléau contagieux.
Étymologie: DELG pas d’explication probante.

English (Autenrieth)

pestilence, Il. 1.61 and 97.

English (Strong)

of uncertain affinity; a plague (literally, the disease, or figuratively, a pest): pestilence(-t).

English (Thayer)

λοιμοῦ, ὁ (from Homer down), pestilence; plural a pestilence in divers regions (see λιμός), R G Tr marginal reading brackets); pestis (Terence, Adelph. 2,1, 35; Cicero, Cat. 2,1), a pestilent fellow, pest, plague: Demosthenes, p. 794,5; Aelian v. h. 14,11; ἄνδρες λοιμοί, 1 Samuel 25:17, etc.).

Greek Monolingual

ο (AM λοιμός)
νεοελλ.
λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του
μσν.-αρχ.
η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῡ ἐμνημονεύετο γενέσθαι», Θουκ.)
αρχ.
1. όλεθρος, καταστροφή
2. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που επιφέρει τον όλεθρο, φθοροποιός, καταστρεπτικός (α. «οἱ χείριστοι καὶ τοῑς θεοῑς ἐχθροὶ καὶ λοιμῶν αἴτιοι», Πολ.
β. «μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται συγγενές με το λιμός, οπότε ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα lοι- της ΙΕ ρίζας leı- «αδυνατίζω, αποδυναμώνομαι» (πρβλ. λιθουαν. liesas «αδύνατος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λοιγός. (Η γλώσσα του Ησυχίου λοιτός: λοιμός θεωρείται λανθασμένη γραφή αντί λοιγός: λοιμός). Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι το λοιμός προήλθε από συμφυρμό τών λοιγός και λιμός. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η συγγένειά του με το λείβω.
ΠΑΡ. λοιμικός, λοιμώδης
αρχ.
λοιμεύομαι, λοίμιος, λοιμότης, λοιμώσσω.
ΣΥΝΘ. αρχ. λοιμοποιός
νεοελλ.
λοιμόβλητος, λοιμογόνος, λοιμοκαθαρτήριος].

Greek Monotonic

λοιμός: -οῦ, ὁ,
1. πανούκλα, λοιμός, κάθε μολυσματική και θανατηφόρος ασθένεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, παρασιτικός άνθρωπος, ενοχλητικός, σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το λύμη, Λατ. lues).

Russian (Dvoretsky)

λοιμός:
1) чума, поветрие, зараза, мор (λιμὸς καὶ λ. Her. λοιμοῦ σκηπτός Aesch.; λοιμοὶ καὶ σεισμοί NT);
2) перен. чума, язва, опасный и вредный человек Dem.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pest, deathly plague (A 61), metaph. mischievous man (D.), also in adj. function (LXX, christl. lit.); on the meaning Pfister PhW 60, 222ff..
Other forms: λοίμη H. prob. for λύμη.
Derivatives: λοιμώδης plague-like (Hp., Th.), λοιμικός belonging to the pest (Hp., hell.; Chantraine Études 121), λοίμιος surn. of Apollon in Lindos (Macr.); λοιμότης plague-like situation (LXX); λοιμεύομαι contaminated with the pest (LXX), λοιμώσσω, -ώττω suffer from the pest (Gal., Luc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Mostly taken as ablauting with λιμός (s. v.). Also λοιγός has been considered as a root-cognate, and as a third suffixal variant was considered λοιτός λοιμός H. (Persson Stud. 15, Specht Ursprung 218, 226). Or a cross of λιμός and λοιγός; all desperate attempts. λοιτός is by Schmidt s.v. on good grounds taken as wrong for λοιγός (other suggestion in WP. 2, 402). - Diff. on λοιμός (to λείβω?) Wackernagel KZ 30, 295 (= Kl. Schr. 1, 658); diff. again Prellwitz s. v. (s. WP. 2, 388).