πλούτος

From LSJ
Revision as of 12:55, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

(I)
ο / πλοῡτος, και πλούτος, το / πλοῡτος, -εος, ΝΜΑ, πληθ. ουδ. και πλούτια Ν, πληθ. αρσ. οἱ πλοῡτοι Α
1. αφθονία αγαθών, κυρίως εκείνων που είναι αναγκαία για να ζήσει κανείς
2. αφθονία οποιουδήποτε πράγματος, πληθώρα, πλησμονή (α. «πλούτος γνώσεων» β. «το πλούτος της αντρείας», Ερωτόκρ. γ. «πλοῡτος τῆς σοφίας» Πλάτ.)
νεοελλ.
1. πολυτέλειαπλούτος διακοσμήσεως»)
2. η τάξη τών πλουσίων, οι πλούσιοι
3. αρετές και προτερήματα ενός ανθρώπου («γεις καβαλάρης δυνατός και με μεγάλο πλούτος» Ερωτόκρ.)
4. ωφέλειαανάθεμα το διάφορο τών τραγουδιών το πλούτος» Ερωτόκρ.)
5. φρ. α) «εθνικός πλούτος» — το σύνολο τών πλουτοπαραγωγικών πηγών και υλικών αγαθών μιας χώρας
β) «ιδιωτικός πλούτος»
i) ο πλούτος που ανήκει σε ένα άτομο
ii) το σύνολο τών ιδιωτικών περιουσιών
γ) «ορυκτός πλούτος» — ο εκμεταλλεύσιμος πλούτος του υπεδάφους μιας χώρας
δ) «λεκτικός πλούτος» — ο πλούτος τών λέξεων που χρησιμοποιεί ένα πρόσωπο ή που υπάρχουν σε ένα κείμενο
6. παροιμ. «έχεις πλούτη; έχεις γνώση» — λέγεται για να δηλώσει ότι εκείνος που έχει πλούτη έχει και τη δύναμη να επιβάλλει τη γνώμη του, έστω κι αν δεν έχει γνώση
αρχ.
1. θησαυρός («εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῡτον τοῦ Χριστοῦ», ΚΔ)
2. (ως κύριο ὁν.) Πλοῡτος
ο θεός τών αγαθών της γης, γιος της Δήμητρος και του Ιασίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλοῡτος ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα plou- της ΙΕ ρίζας pleu- «ρέω» του ρ. πλέω με επίθημα -to- (πρβλ. νόσ-τος, φόρ-τος). Στη λ. πλούτος η ρίζα χρησιμοποιείται με τη σημ. «διασκορπίζομαι, πλημμυρίζω, γεμίζω» για άφθονες ποσότητες. Ο τ. πλούτος (το) είναι μεταπλασμένος τ. του πλοῦτος (ο) με αλλαγή γένους. Η λ. πλοῦτος, τέλος, εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Πλούταρχος, Πλουτοκλής, Πλουτᾶς, Πλουτῖνος, Πλουτίων.
ΠΑΡ. πλούσιος, πλουτίζω, πλουτώ
αρχ.
πλούταξ, πλουτηρός, πλουτιαίος, πλουτίνδα, πλουτίνδην, πλουτίς
νεοελλ.
πλουταίνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πλουτοδότης, πλουτοφόρος, πλουτόχθων
αρχ.
πλουθυγίεια, πλούταρχος, πλουτογαθής, πλουτοδοτήρ, πλουτοκρατούμαι
αρχ.-μσν.
πλουτοποιός, πλουτοτραφής
μσν.
πλουτοβρύτης, πλουτοκράτωρ, πλουτολεκτώ, πλουτοπράτης, πλουτοταπείνωσις, πλουτοφανής
νεοελλ.
πλουτοκράτης, πλουτοκτησία, πλουτολογία, πλουτοπαραγωγικός. (Β' συνθετικό) βαθύπλουτος, ζάπλουτος, νεόπλουτος, πάμπλουτος, υπέρπλουτος
αρχ.
αδρόπλουτος, ανδρόπλουτος, άπλουτος, αρτίπλουτος, αρχαιόπλουτος, αρχέπλουτος, βαρύπλουτος, διάπλουτος, εύπλουτος, καλλίπλουτος, μεγαλόπλουτος, μεσόπλουτος, ολβιόπλουτος, παλαι(ο)πλουτος, υπόπλουτος, φιλόπλουτος, ψευδόπλουτος
νεοελλ.
οψίπλουτος].
(II)
-εος, το, ΝΜΑ
βλ. πλούτος, ο.