ἀλέα

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέα Medium diacritics: ἀλέα Low diacritics: αλέα Capitals: ΑΛΕΑ
Transliteration A: aléa Transliteration B: alea Transliteration C: alea Beta Code: a)le/a

English (LSJ)

(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι)

   A avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα (B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Ggstz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.

French (Bailly abrégé)

2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη

• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).

• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11

• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.

• Etimología: Suele compararse a lituan. svìlti ‘quemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelan ‘quemar lentamente’.

Greek Monolingual

(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF- (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.
(II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.
(III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].

Greek Monotonic

ἀλέα: (Α) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, (ἀλέομαι), διαφυγή, απόδραση, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., καταφύγιο, άσυλο από, ὑετοῦ, σε Ησίοδ.
ἀλέα: (Β) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, , θερμότητα, ζέστη, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀλέα:
I ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ теплота, тепло Hom., Arph., Plat., Arst.: καὶ πρὸς ἀλέαν κακῶς πεφυκώς, καὶ πρὸς κρύος Plut. плохо переносящий как жару, так и холод.
ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ ἀλέομαι и ἀλεύω убегание, спасение: οὐδ᾽ ἀ. Hom. нет спасения; ἀ. ὑετοῦ Hes. убежище от дождя.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: warmth, spec. of the sun (Hom.).
Other forms: Ion. ἀλέη. Also ἁλέα?, cf. ἀλεαίνειν below.
Compounds: ἐπαλής s. s.v.
Derivatives: ἁλυκρός lukewarm (Nic.), after θαλυκρός (or from fals split θἁλυκρός?). Cf. ἀλυκτρόν εὔδινον H.; ἀλεόν θερμὸν η χλιαρόν H.; ἀλεής (S. Ph. 859; not ἀδεής with Reiske). - Denom. verb: ἀλεαίνω warm (oneself) (Hp.), in Attic aspirated acc. to Eust. 1636: ἁλ-.
Origin: IE [Indo-European] [1045] *suelH- singe, burn
Etymology: With suffix -έα (Chantr. Form. 91) from the verb seen in Germanic and Baltic: OE swelan burn slowly, NHG schwelen , Lith. svìlti singe (intr.). So *hϜαλ- < *su̯l̥H-. S. εἵλη. - Rejected by Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 653, who connects MIr. allas sweat [?] and Hitt. alliyanzi they get warm; also Lat. adoleo.
2. See also: ἀλέομαι

Middle Liddell

[for A., see ἀλέομαι
A. an escape, Il.; c. gen. shelter from ὑετοῦ Hes.
B. warmth, heat, Od., Ar. (Deriv. uncertain.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέα -ας, ἡ, Ιοn. ἀλέη warmte, hitte; uitbr. warme plaats.

Frisk Etymology German

ἀλέα: 1. (ἀλέα?, vgl. ἀλεαίνειν unten), ion. ἀλέη
{aléa}
Meaning: Wärme, insbes. Sonnenwarme (ep., ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἀλεεινός heiß, der Sonne ausgesetzt (ion., X., Arist. u. a.), nach φαεινός usw. gebildet (Chantraine Formation 196); ἁλυκρός lauwarm (Nik., EM), nach θαλυκρός (oder daraus durch falsche Interpretation als θ’ἁλυκρός entstanden? Debrunner GGA 1910, 6), vgl. ἀλυκτρόν· εὔδινον H.; ἀλεόν· θερμὸν ἢ χλιαρόν H.; nicht völlig sicher ἀλεής (S. Ph. 859 lyr.; ἀδεής Reiske). — Denominative Verba: 1. ἀλεαίνω erwärmen, sich wärmen (Hp., Archil., Ar., Arist., Men.), im Attischen nach Eust. 1636 aspiriert: ἁλ-; davon ἀλεαντικός zur Erwärmung geeignet (S. E.). — 2. ἀλεάζω warm sein, auch erwärmen (Arist., Gal., H.).
Etymology : ἀλέα ist vermittels des Suffixes -έα von einem Verb abgeleitet, das im Griechischen verloren gegangen ist, aber im Germanischen und Baltischen fortlebt, z. B. ags. swelan langsam verbrennen, nhd. schwelen (Hochstufe), lit. svìlti sengen (intr.; Schwundstufe wie im Griech.). Fick4 1, 580, Sommer Lautst. 111. Weiteres s. εἵλη.
Page 1,65-66
2. ion. ἀλέη
{aléa}
Meaning: das Ausweichen, Entrinnen, Schutz (ep.ion.)
Etymology : aus *ἀλέϝα (nach φυγή? Porzig Satzinhalte 232). Verbalnomen von ἀλέομαι aus *ἀλέϝομαι, vgl. ἀλεύω (Trag. in lyr.), Aor. ἀλεύασθαι neben ἀλέασθαι ausweichen, entfliehen (ep. ion.). Ein anderes Verbalnomen ist ἀλεωρή das Ausweichen, Schutz (ep. ion., hell.), aus *ἀλεϝωλή mit Dissimilation (Chantraine Formation 243, Schwyzer 258). Denominatives Verb: ἀλεείνω = ἀλέομαι (ep.), wahrscheinlich von einem Nomen *ἀλεϝεν- (vgl. Schwyzer 521); der komplettierende r-Stamm in ἄλεαρ· ἀλεωρίαν H. Eine Bildung auf -άζω, entweder denominativ von ἀλέα oder deverbativ von ἀλέομαι, ist bewahrt in ἀλεάζειν· κρύπτειν ἢ προβάλλειν, καὶ εἴργειν, ἀφανίζειν H. Neben *ἀλεϝομαι steht mit anderem Ablaut in derselben Bedeutung ἀλύσκω (ep., trag., sp. Prosa), Fut. ἀλύξω mit analogisch eingeführtem ξ (Schwyzer 708 A. 5, vgl. Debrunner Mélanges Boisacq 1, 252f.). Erweiterungen davon: ἀλυσκάζω und ἀλυσκάνω (ep.). ἀλέομαι und ἀλύσκω werden gewöhnlich zu ἀλύω und weiterhin zu ἀλάομαι (Erweiterung ευ : υ) gestellt, s. dd.
Page 1,66