ιδέα

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδέα, Α ιων. τ. ἰδέη)
1. μορφή, όψη (α. «σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής»
Ιω. Γρυπάρης
β. «καὶ ἦν ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή»
ΚΔ
γ. «τὴν ἰδέαν μοχθηρός» — βλοσυρός στην όψη, Ανδοκ.)
2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα) στον πληθ. αἱ ἰδέαι
οι αιώνιοι τύποι, τα αιώνια πρότυπα όλων ανεξαιρέτως τών όντων του κατ' αίσθηση κόσμου
νεοελλ.
1. το είδωλο τών κατ' αίσθηση αντικειμένων που σχηματίζεται στον νου
2. κάθε αφηρημένη έννοια
3. ιδεώδες, ιδανικό («η ιδέα της πατρίδας»)
4. (φιλοσ.) α) (κατά τον Καντ) στον πληθ. οι ιδέες
οι έννοιες του καθαρού λόγου
β) (κατά τον Χέγκελ) η παγκόσμια αρχή του γίγνεσθαι
5. γνώμη, κρίση («τί ιδέα έχεις γι' αυτόν τον άνθρωπο;»)
6. φρ. α) «η Μεγάλη Ιδέα» — το ιδανικό της ανάκτησης της Κων / πολης και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
β) (ειρωνικά) «μεγάλη ιδέα» — κάθε ουτοπική και χιμαιρική επιδίωξη
γ) «δεν έχω ιδέα» — έχω πλήρη άγνοια
δ) «είναι όλο ιδέα» ή «έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του» — είναι πολύ εγωιστής
ε) «μια ιδέα» — ελάχιστα, πολύ λίγο («μάκρυνε το φόρεμα μια ιδέα»)
1. «οι ιδέες μου (σου, του κ.λπ.)» — οι αντιλήψεις μου, το πιστεύω μου (σου, του κ.λπ.)
στ) «έμφυτες ιδέες» — ιδέες που, σύμφωνα με ορισμένη φιλοσοφική αντίληψη, υπάρχουν στη συνείδηση του ανθρώπου από τη γέννησή του, ανεξάρτητα από την εμπειρία, ή προϋπάρχουν κατά τρόπο υπερβατικό, όπως είναι λ.χ. η ιδέα του αριθμού, η ιδέα της κίνησης κ.λπ. νεοελλ.
μσν.
εικόνα, παράσταση
αρχ.
1. αυτό που φαίνεται, το φαινόμενο σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα («γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι» — εξωτερικά φαινόμενα που παραπλανούν τον νου, Θέογν.)
2. είδος, τρόπος (α. «ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας» — σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας, Ηρόδ.
β. «πᾶσα ἰδέα θανάτου» — κάθε είδος θανάτου, Θουκ.)
3. (ρητ.) α) φιλολογική μορφή («ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν», Ισοκρ.)
β το ύφος («Δημοσθενικὴ ἰδέα»)
γ. η ποιότητα του ύφους
4. (λογ.) γενική αρχή ταξινόμησης
5. γνώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδ-έα < θ. ιδ- (πρβλ. ιδ-είν του ορώ) + επίθημα -έα, το οποίο ανάγεται σε -εyα και τίθεται σε λ. παράγωγες δισύλλαβες ρηματικών ριζών (πρβλ. γεν-εά, δωρ-εά). Γενικά, η έννοια ιδέα δηλώνει απλή σκέψη η οποία γεννάται από ορισμένη ενέργεια ή αντικείμενο. Στην ελλ. η λ. ιδέα είχε αρχικά τη σημ. «μορφή, όψη, είδος», αργότερα δε ο Πλάτων τη χρησιμοποίησε με τη σημ. «πρότυπο». Διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες δανείστηκαν τον τ. ιδέα (πρβλ. αγγλ. idea, γαλλ. idee, γερμ. Idee) με τις σημ. που είχε στην αρχ. ελλ., αλλά αργότερα η λ. έλαβε την πιο αφηρημένη σημ. «απλή σκέψη».
ΠΑΡ. νεοελλ. ιδεάζω, ιδεαλισμός, ιδεαλιστής, ιδεατός, ιδεώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. ιδεάρχης
νεοελλ.
ιδεόγραμμα, ιδεογραφία, ιδεοκράτης, ιδεοκρατία, ιδεοκρατικός, ιδεοληπτικός, ιδεοληψία, ιδεολόγος, ιδεοπλασία].