ἄλυπος
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον, A without pain, freq. in Trag. (not A.), E.IA163, etc.: c. gen., ἄλυπος γήρως = without pains of age, S.OC1519; ἄ. ἄτης El.1002; βίος E.Ba. 1004; ἀρχή S.OT593; τὸ ἄλυπον Pl.R.585a: Comp. ἀλυπότερος ib.581e: Sup. ἀλυπότατος Lg.848e. Adv. ἀλύπως, ζῆν, διατελεῖν = live free from pain and sorrow, Id.Prt.358b, Phlb.43d, cf. Men.549; ἀποθανεῖν Id.14: Sup. ἀλυπότατα Lys.24.10. II Act., causing no pain or causing no grief, Hp.Art.39 (Sup.), Pl.Plt.272a, etc.; ἄλυπος οἶνος harmless, Hermipp.82.5, cf. E.Ba.423; ἄλυπον ἄνθος ἀνίας = setting free from the pain of sorrow of wine, S.Fr.172; ἀλυπότατος κλιντήρ, of a hospice, Epigr.Gr.450 (Batanaea); σωλῆνες ἀλυπότατοι μετὰ ἁλῶν cause least pain, i.e. are least indigestible, Xenocr.57, cf. Mnesith. ap. Ath.3.92c; πεσσὸς ἀλυπότατος Aët.16.36. Adv. ἀλύπως, τοῖς ἄλλοις ζῆν = live without offence to others, Isoc.12.5. III ἄλυπον, τό, herb terrible, Globularia alypum, Plin.HN27.22, Dsc.4.178.
German (Pape)
[Seite 110] kummerfrei, sorgenlos, κακῶν, ohne Leiden, Soph. O. C. 1761, nach Herm. Conj.; – ἀνίας, ἄτης, γήρως, Soph. frg. B. A. 385 El. 990 O. C. 1515. – Adv., ὡς ἀλυπότατα μεταχειρίζεσθαι πάθος Lys. 24, 10, so sorglos als möglich; – nicht lästig fallend, τινί, Xen. Oec. 8, 8; Plut. Oth. 6; ζῆν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως Isocr. 12, 5; – οἶνος, Wein, der keine Unbequemlichkeit verursacht, Hermipp. Ath. I, 29 e; τὸ ἄλυπον, ein Schmerzen linderndes Kraut, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλῡπος: -ον, ὁ ἄνευ πόνου ἢ βλάβης, ὁ μὴ ἐνοχληθείς, ὁ ἀπηλλαγμένος λύπης, ἀμέριμνος, συχνὰ παρ’ Ἀττ. ἀπὸ τοῦ Σοφοκλ. καὶ ἐφεξ. μ. γεν., γήρως ἄλυπα, μὴ βλαπτόμενα ὑπὸ τοῦ γήρατος, Σοφ. Ο. Κ. 1519· οὕτως, ἄλ. ἄτης, Ἠλ. 1002· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 593: τὸ ἄλυπον = ἡ ἀλυπία, Πλάτ. Πολ. 585Α: - Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Πολ. 581Ε: Ὑπερθ. -ότατος, Νόμ. 848Ε. - Ἐπίρρ. ἀλύπως ζῆν, διατελεῖν, τὸ νὰ ζῇ τις ἄνευ λύπης καὶ πόνου, Πλάτ. Πρωτ. 358Β, Φίλ. 43D: ἀποθανεῖν, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 5. Ὑπερθ. ἀλυπότατα, Λυσ. 169. 9. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν ἢ λύπην, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 804, Πλάτ., κτλ.· ἄλ. οἶνος, ἀβλαβής, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 5, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 423· οὕτως ὁ οἶνος καλεῖται ἄλυπον ἄνθος ἀνίας, δηλ. παυσίλυπον ποτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 182· ἀλυπότατος κλιντήρ, ἐπὶ ξενίας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 450. - Ἐπίρρ., ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῆν, ἄνευ ἐνοχλήσεως εἰς τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 233D. ΙΙΙ. ἄλυπον, τό, εἶδος φυτοῦ globularia alypum, οὕτω κληθὲν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ καταπαύῃ πόνους, Διοσκ. 4. 180· παρὰ μεταγ. δὲ ἰατρ. καὶ ἀλυπιάς, άδος, ἡ. Κατὰ τὸν Sibthorp κοινῶς ὀνομάζεται στουρέκι, ἐν Ζακύνθῳ δὲ σέννα, Flor. Gr. τόμ. Α, σ. 78.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exempt de chagrin ; γήρως ἄλυπα SOPH (un trésor) à l’abri des injures du temps;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: ἀ, λύπη.
Spanish (DGE)
(ἄλῡπος) -ον
I sent. pas.
1 de pers., la vida, etc. libre de preocupaciones y sufrimientos, sin dolor, sin penas βίος E.Ba.1004, οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός Men.Fr.341, βίος ἄ. producida por la riqueza moderada, Pl.Lg.729a, ἄλυπος οἰκεῖν μᾶλλον ἢ πλουτῶν νοσεῖν E.Fr.714.3 πενίαν ἄ. μᾶλλον ἢ πλοῦτον πικρόν Men.Fr.619, οὔπω γὰρ ἔφυ τις ἄ E.IA 163, ἄλυπος διὰ τέλους Men.Comp.1.284, cf. Artem.2.49, 3.61, ἵνα ... κἀγὼ ἀλυπότερος ὦ Ep.Phil.2.28, μελησάτω ὑμῖν, πῶς ἄλυπος ἦν cuidaos de que no sea molestada, BGU 246.17 (II/III d.C.)
•ψυχὴ ἄ. en la otra vida, Pl.Ax.372a, cf. Iust.Phil.Dial.117.3, esp. en epigr. funerarios ἄλυπε χαῖρε IUrb.Rom.520, SEG 20.546, CIIud.99* (App.p.591), IC 318
•fig. χώρα S.OC 1765
•indemne, ileso de la médula de un tallo, Thphr.HP 5.5.3
•subst. τὸ ἄλυπον = la falta de dolor (como algo próximo al placer), Pl.R.585a
•c. gen. libre del dolor o de la pena de, libre de γήρως S.OC 1519, ἄτης S.El.1002.
2 fil. inaccesible al sufrimiento de los sabios estoicos ὁ σοφός Chrysipp.Stoic.3.110.23, ἄλυποι καὶ ἄφοβοι Teles p.55.3, ἄλυπος εἶναι μᾶλλον ἢ δοκεῖν Teles p.4.3, τοῦτ' ἔστι περὶ ὃ ἐσπούδακας μανθάνειν, ὥστε ἄ. εἶναι καὶ ἀτάραχος Arr.Epict.4.6.8, τἀγαθὸν ἐρωτᾷς μ' οἷον ἔστ'; ... ἄφοβον, ἄλυπον Cleanth.Fr.Poet.3.5, ἡ τοῦ θεοῦ φύσις Ph.2.29.
II sent. act.
1 de cosas y abstr. no doloroso, indoloro, no penoso de tratamientos, Hp.Art.39, θάνατος Arist.Iuu.479a20
•en las teorías sobre los placeres puros ὅσα τὰς ἐνδείας ... ἔχοντα ... ἀλύπους Pl.Phlb.51b, cf. X.Oec.8.2, Arist.EN 1173b16, ἡ δειλία Arist.EN 1119a29
•que no procura molestias, que no procura cargas o que no procura preocupaciones ἀρχή S.OT 593, Eus.VC 1.6, τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b10
•de alimentos inocuo, ligero, digestivo σιτία Hp.Aff.47, σικυός Diocl.Fr.120, 121, σωλῆνες ἀλυπότατοι μετὰ ἁλῶν Xenocr.28, πρὸς εὐπεψίαν ἀλύπους εἶναι Mnesith.Ath.31, cf. 36, τροφή D.C.71.21.4
•de síntomas no peligroso ἔμετος Hp.Coac.545
•de pasatiempos inofensivo, inocente σχολῆς ἄλυπον διατριβήν Gorg.B 11a.30
•esp. del vino, c. gen. ἄ. ... ἄνθος ἀνίας = flor de felicidad que quita el dolor S.Fr.172, οἴνου τέρψιν ἄλυπον E.Ba.423, cf. Hermipp.82.5.
2 de pers. no dañino, inofensivo, sin malicia, incapaz de hacer daño, benéfico ἡδύς, ἄλυπος de Anacreonte, Critias B 1, χθὼ[ν] ἥδε κρύπτει πρέσβυν ἀλυπότατον GVI 1921.7 (Halicarnaso I d.C.), ἀλυπότατος κλιντήρ GVI 264.5 (Batanea, Selema II d.C.)
•esp. c. dat. inofensivo τοῖς μὲν γὰρ πρεσβυτέροις ἄλυπός εἰμι Gorg.B 11a.32, τὸ γὰρ τῶν ὡρῶν αὐτοῖς ἄλυπον ἐκέκρατο pues el clima les era beneficiosamente templado Pl.Plt.272a
•no molesto, que no estorba ἄλυποι τοῖς ἐντυγχάνουσιν εἶναι no molestos con los que se encuentran Arist.EN 1126b14, καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Plu.Oth.6, ἀλλήλοις X.Oec.8.8, ἀλυπότατοι ... ἔσονται τοῖσιν γεωργοῖσι Pl.Lg.848e
•de anim. inofensivo, pacífico (ἵππος) ἀλυπότατος τ' εἴη ... τῷ ἀναβάτῃ X.Eq.3.12.
3 simple, corto, tonto τάχα γὰρ ἀλυποτέρας διανοίας τὸ μὴ θαυμάζειν πῶς ... hace falta tener un talento más bien corto para no estar intrigado por ... Arist.Cael.294a12.
III bot.
1 τὸ ἄλιπον coronilla de fraile, álipo, Globularia alypum L., Plin.HN 27.22, Dsc.4.178.
2 ὁ ἄλυπος = especie de euforbia de Grecia, Euphorbia sibthorpii Boiss., Ps.Apul.Herb.109.17.
IV adv. ἀλύπως
1 sin dolor (τρίχες) ἀλύπως ἐκσπῶνται los pelos se arrancan sin dolor Arist.Pr.893a20
•sin dolor, sin sufrimiento, sin penas ἀλύπως διατελεῖν τὸν βίον pasar la vida sin dolor Pl.Phlb.43d, ἀλύπως ζῆν καὶ ἡδέως Pl.Prt.358b, ἀλύπως βιώσεσθαι X.Ages.9.4, ἄξεις ἀλύπως τὸν βίον χωρὶς γάμου Men.Mon.72
•ἀλύπως, ὥστε ὑπομένειν del calor, Thphr.Ign.38, cf. Men.Fr.14, PPetr.2.2.3.1 (III d.C.), Dioscorus 16.6, τὸ φαῦλον ἀ. ἀφελών D.C.56.41.3
•neutr. sup. ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ συμβεβηκὸς πάθος harán lo más llevadera posible su cotidiana desgracia Lys.24.10
•compar. ἀλυπότερον γὰρ πηδήσεται saltará de forma más segura Philostr.Gym.31.
2 sin (hacer) daño, en forma inofensiva c. dat. τοῖς ἄλλοις ἀ. Isoc.12.5, τὴν ἔριν ... ἀ. ... ἀλλήλοις διατίθεσθαι X.Mem.2.6.23, ἀ. τῷ ἑνὶ χρῆσθαι X.Mem.3.14.6
•abs. ζήσας ἀ. ... κεῖμαι IUrb.Rom.1391.1 (II/III d.C.)
•neutr. sup. ὅπως ἂν ἀλυπότατα εἴποι πρὸς τὸν πάππον cómo se lo diría a su abuelo de la forma más delicada posible X.Cyr.1.4.13, cf. Pl.Sph.217c.
English (Thayer)
(λύπη), free from pain or grief: Sophocles and Plato down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄλυπος, -ον)
ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος, ο απίκραντος
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή πόνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄλυπον ἡ ἀλυπία
3. φρ. «ἄλυπον ἄνθος ἀνίας», για το κρασί, ποτό που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις
«ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῶ», ζω χωρίς να ενοχλώ τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λύπη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυπία.
Greek Monotonic
ἄλῡπος: -ον (λύπη),
I. ο άνευ λύπης, σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., ἄλ. γήρως, χωρίς τους πόνους των γηρατειών, στον ίδ.· τὸἄλυπον = ἀλυπία, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀλύπως ζῆν, ζω απαλλαγμένος από τον πόνο, στον ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῡπος:
1) не знающий печалей, свободный от страданий (ἀρχὴ καὶ δυναστεία Soph.);
2) неомрачаемый (κακῶν ἀλυπότατος βίος Plut.): γήρως ἄ. Soph. не удручаемый старостью, т. е. никогда не стареющий, вечный; ἄ. ἀὴρ ὡρῶν Plut. благодатный климат;
3) освобождающий от печалей, утоляющий страдания (οἴνου τέρψις Eur.).
Middle Liddell
λύπη
I. without pain, Soph., etc.; c. gen., ἄλ. γήρως without the pains of age, Soph.; τὸ ἄλυπον = ἀλυπία, Plat.—adv., ἀλύπως ζῆν to live free from pain, Soph.
II. act. not paining, causing no pain, Soph.
Chinese
原文音譯:¢lupÒteroj 阿-呂坡帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-(更多)悲哀(的)
字義溯源:少些憂愁,無憂慮的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λύπη)*=悲傷)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 少些憂愁(1) 腓2:28