ἐκφεύγω

From LSJ
Revision as of 12:00, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφεύγω Medium diacritics: ἐκφεύγω Low diacritics: εκφεύγω Capitals: ΕΚΦΕΥΓΩ
Transliteration A: ekpheúgō Transliteration B: ekpheugō Transliteration C: ekfeygo Beta Code: e)kfeu/gw

English (LSJ)

fut. A -ξομαι Ar.V.157, Pl.Smp.189b, and -ξοῦμαι Id.R. 432d:—flee out or away, escape: abs., ἐκφυγέειν μεμαώς Od.19.231, cf. A.Pers.510, etc.; φεύγων ἐκφεύγειν Hdt.5.95. b of persons accused, to be acquitted, Ar.V.157. 2 c. gen., escape out of, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε Od.23.236; νούσου Epigr.Gr.1041.9; of things, βέλος ἔκφυγε χειρός Il.5.18: with Prep., ματρὸς ἐκ κόλπων APl.4.182 (Leon.). 3 c. acc., escape, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Il.11.362; κῆρας Od.4.512; κακότητα 5.414; θανάτοιο τέλος Archil.6; νοῦσον Hdt.1.25; Σκύθας Id.6.40; τὴν πεπρωμένην A.Pr.518; τὰν θεῶν νέμεσιν S.Ph.518 (lyr.), etc. b simply, to have escaped, to be beyond, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδιὰς ἔτη Pl.Plt.268e. c of things, ἐκπεφεύγασιν γάμοι με E.Hel.1622; ἐκφύγοι τὰ πράγματ' αὐτόν D.18.33, cf. 19.123; ἐ. τὰς αἰσθήσεις escape one's sense, Arist.Fr.208; also, escape one's lips, Pl.Ly.213d: abs., ἐκφεύγει τἀμελούμενον S.OT111, cf. Arist.Metaph.1090b21. d ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι places free from snow, Plb.3.55.7. e Astron., of stars, emerge from the Sun's rays, become visible, Autol.1.9, Gem.13.9, etc. f pass over, omit, Apollon.Cit.1. 4 c. inf. (with or without Art.), Pl.Sph. 235b; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ εἶναι . . Id.Phdr.277e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι Id.Prm.147a; ἐ. τὸ ἀποθανεῖν Id.Ap.39a; μικρὸν ἐξέφυγε μὴ καταπετρωθῆναι X.An.1.3.2; ἐκφεύξεται τὰ δύο will not admit of duality, Plot.3.8.9.

German (Pape)

[Seite 785] (s. φεύγω), herausfliehen, wegfliehen; absolut, Od. 19, 231; Aesch. Pers. 502; Soph. Ai. 449; Plat. Conv. 189 b; ἀφ' ὑμῶν Soph. El. 383; – τινός, wenn der Ort bezeichnet wird, z. B. πολιῆς ἁλός, entkommen aus dem Meere, Od. 23, 236; βέλος ἔκφυγε χειρός Il. 11, 380; τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι, dem Gesteinigtwerden, Xen. An. 1, 3, 2, ein ms. hat τό, vgl. Andoc. 2, 9 τό γε δυστυχέστατος εἶναι ἀνθρώπων οὐδαμῇ ἐκφεύγω, s. unten; – ματρὸς ἐκ κόλπων Leon. Tar. 41 (Plan. 182); – gew. τί, aus einer drohenden Gefahr entrinnen; θάνατον Il. 11, 362; Pind. Ol. 11, 44; Her. 6, 104; κῆρα, κακότητα, Od. 4, 512. 5, 414; νοῦσον Her. 1, 25; Σκύθας 6, 40; τὴν πεπρωμένην Aesch. Prom. 516, vgl. Plat. Gorg. 512 e, seinem Schicksale entgehen; αἵαατος δίκην Aesch. Eum. 722; πάθος Soph. O. R. 840; τὰν ἐκ θεῶν νέμεσιν Phil. 514; τοὺς ἑτέρους Plat. Theaet. 181 a; οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι Plat. Phaedr. 277 e; τὸ μὴ ἕτερα εἶναι ἀλλήλων Parmen. 147 a. Vgl. Soph. 235 d. – Von Verklagten, freigesprochen werden, Ar. Vesp. 157 u. A.; – τόποι τὴν χιόνα ἐκφεύγοντες, wo kein Schnee liegt, Pol. 3, 55, 7; – ἐκφεύγει τι ἐμέ, es entgeht mir Etwas, Dem. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφεύγω: μέλλ. -ξομαι καὶ ξοῦμαι: ‒ φεύγω ἔξω ἢ μακράν, διαφεύγω, ἀπολ., ἐκφυγέειν μεμαὼς Ὀδ. Τ. 231, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 510, κτλ.· ‒ ἰδίως ἐπὶ κατηγορουμένου, ἀθῳοῦμαι, Ἀριστοφ. Σφ. 157· φεύγων ἐκφεύγει Ἡρόδ. 5. 95. 2) μετὰ γεν., διαφεύγω ἔκ τινος, ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἠπειρόνδε Ὀδ. Ψ. 236· Κλέαρχος δὲ τότε μὲν μικρὸν ἐξέφυγε (τὸ) μὴ καταπετρωθῆναι Ξεν. Ἀν. 1. 3, 2· ὡσαύτως ἐπὶ βέλους, βέλος ἔκφυγε χειρὸς Ἰλ. Λ. 380. 3) μετ᾿ αἰτ., διαφεύγω, «γλυτώνω» ὡς τὸ Λατ. fugio, ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Ἰλ. Λ. 362· ἔκφυγε κῆρας Ὀδ. Δ. 512· ἐκφυγέειν κακότητα Ε. 414· νοῦσον Ἡρόδ. 1. 25· Σκύθας 6. 40· τὴν πεπρωμένην Αἰσχύλ. Πρ. 510· τὰν θεῶν νέμεσιν Σοφ. Φ. 517, κτλ. β) ἁπλῶς ἔχω ἐκφύγει, εἶμαι πέραν (τῶν ὁρίων) τινός, οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδίας ἔτη Πλάτ. Πολιτ. 268Ε. γ) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκφεύγει μέ τι, μὲ διαφεύγει τι, Σοφ. Ο. Τ. 111, Εὐρ. Ἑλ. 1622· ἐκφύγοι τὰ πράγματ᾿ αὐτὸν Δημ. 236. 22, πρβλ. 378. 29· ἐκφ. τὰς αἰσθήσεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13, 3, 9. δ) ἐκφεύγοντες τὴν χιόνα τόποι, δηλ. ἐν οἷς χιὼν δὲν πίπτει, Πολύβ. 3. 55, 7. 4) μετ᾿ ἀπαρεμφ., οὐκ ἐκφεύγει μὴ οὐκ εἶναι... Πλάτ. Φαῖδρ. 277Ε, πρβλ. Παρμ. 147Α, Σοφ. 235D· ἐκφ. τὸ ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 39Α.

French (Bailly abrégé)

1 fuir hors de, s’enfuir : ἁλός OD s’échapper de la mer ; en parl. d’un trait ἐκφ. χειρός IL s’échapper ou tomber de la main ; ἀπό τινος SOPH fuir loin de qqn;
2 échapper à, acc. : κῆρας OD échapper aux génies de la mort ; ἐκφ. τὴν πεπρωμένην ESCHL, τὰν θεῶν νέμεσιν SOPH, νοῦσον HDT échapper à sa destinée, à la vengeance des dieux, à une maladie ; ἐκφεύγει με τοῦτο SOPH cela m’échappe.
Étymologie: ἐκ, φεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐξέφυγον, ἔκφυγε: flce or fly from, escape from, escape; w. gen., ἁλός, ἔνθεν, ψ 23, Od. 12.212, or transitively w. acc., ὁρμήν, κῆρας, γάμον, Il. 9.355, δ, Od. 19.157; freq. of the weapon flying from the hand of him who hurls it, Il. 5.18, etc.

English (Slater)

ἐκφεύγω
   1 escape from c. acc. θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (O. 10.42) συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετρᾶν (P. 4.209)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [en tema de aoristo φῠγ-]
• Morfología: [fut. sólo formas de v. med. c. sent. act.; aor. no contr. inf. ἐκφυγέειν Od.19.231, Orác. en Luc.Alex.28]
A tr.
I c. suj. de pers., frec. tema de aor.
1 escapar a o de, evitar, esquivar
a) c. ac. de abstr. ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον Il.11.362 (tm.), cf. Od.4.502, Pi.O.10.42, Hdt.6.104, LXX 3Ma.6.29, PMasp.151.18 (VI d.C.), τό γε ἀποθανεῖν ἄν τις ἐκφύγοι Pl.Ap.39a, cf. Ign.Tr.2.1, ᾍδαν E.Tr.597, cf. 442, Pl.Cra.403c, μόρον E.Andr.381, τὴν πεπρωμένην A.Pr.518, cf. S.Ant.954, Pl.Grg.512e, τὰν ἐκ θεῶν νέμεσιν S.Ph.518, cf. LXX To.13.2, ἀράς E.Ph.474, κακότητα Od.5.414, cf. A.Th.719, 1044, μέγα πεῖραρ οἰζύος Od.5.289, μόχθους Thgn.1338, ἐκπεφευγοίην πάθος yo habría escapado a la angustia S.OT 840, cf. Pl.Lg.736c, νοῦσον Hdt.1.25, cf. LXX 2Ma.9.22, γάμον ref. una boda no deseada Od.19.157, Ἔρωτα Anacr.65.4, εὐνὰς ἀνδρῶν A.Supp.153, cf. E.Ph.1674, μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν Il.9.355, χειμῶνος ... ἄγριον μένος E.Heracl.428, cf. Pl.Lg.737a, fig. τὼ δύο κύματε ἐκφυγεῖν esquivar las dos oleadas de argumentos, Pl.R.472a, χειμῶνας μεγάλους ἐξέφευγεν δανέων esquivó las grandes tormentas de las deudas Call.Epigr.47.2, τὴν ἀσπίδα e.d. el servicio militar, Ar.Pax 336, op. αἱρεῖν ‘elegir’ Pl.R.358e
librarse de ἐκφυγεῖν ἃ διέπραξεν librarse de las consecuencias de una (mala) acción, POxy.898.25 (II d.C.)
perf. estar libre de αἰτίην ἐκπέφευγας estás libre de culpa Hdt.3.63, cf. Aristid.Or.12.34
tb. c. ac. de pers. Σκύθας Hdt.6.40, cf. Ar.Ach.223, Pl.Phd.115c, τοὺς ἐχθρούς Hdt.1.59, Κύκλωπος ... ἀνόσιον κάρα E.Cyc.438, cf. IT 1204;
b) c. gen. de n. de lugar ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἠπειρόνδε Od.23.236, πετρᾶν Pi.P.4.209, fig. ἐλπὶς ἐκφυγεῖν τῆς νούσου Hp.Int.1, cf. Orác. en TAM 3(1).34D.9 (Termeso, imper.), κακῆς φήμης Hierocl.Facet.152;
c) ἐ. μή e inf. escapar de μικρὸν ἐξέφυγε μὴ καταπετρωθῆναι escapó por poco a ser lapidado X.An.1.3.2.
2 jur. escapar a un castigo, salir indemne de, ser absuelto de αἵματος δίκην A.Eu.752, cf. LXX Es.8.12d, 4Ma.9.32, κρίσιν LXX 2Ma.7.35, Iust.Phil.Dial.138.3, abs. ὁ μὲν ἕρδων ἐκφεύγει Thgn.742, cf. Ar.V.157, ἐν κρίσει βαρη[θ] εὶς ἐσται καὶ ἐκφεύξεται Melamp. en PRyl.28.166.
3 c. ac. de n. de tiempo sobrepasar, dejar atrás οὐ πολλὰ ἐκφεύγεις παιδιὰς ἔτη no hace muchos años que dejaste los juegos infantiles Pl.Plt.268e.
II c. suj. de cosa o abstr.
1 escapar, pasar inadvertido οὐδὲν ἐκφεύγει τὸ θεῖον Epich.255, ὅσα ... τὴν τῶν ὀμμάτων ὄψιν ἐκφεύγει Hp.de Arte 11, μικρὰς τὰς οὐσίας ... ἐκφυγεῖν τὰς ἡμετέρας αἰσθήσεις Democr. en Arist.Metaph.1090b21
c. inf. τὸ γὰρ ἀγνοεῖν ... οὐκ ἐκφεύγει ... μὴ οὐκ ἐπονείδιστον εἶναι Pl.Phdr.277e, cf. Prm.147a, Plot.3.8.9.
2 c. ac. de pers., fig. escapársele a uno, quedarse uno sin ἐκπεφεύγασιν γάμοι με se me han escapado mis bodas, e.e., me he quedado sin bodas E.Hel.1622, ἀρετὴ ... ἐκφεύγοι ἂν αὐτόν Pl.R.554e, cf. Lg.841a, ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ' αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ λεχθέν me parecía que la frase le había salido sin querer Pl.Ly.213d, τὰ πράγματ' αὐτόν D.18.33, cf. 19.123
abs. ἐκφεύγει δὲ τἀμελούμενον S.OT 111, τῆ[ς γ] ῆς ἐκφυ[γεῖ] ν κινδυνευούσης corriendo la tierra (e.d. la cosecha) el riesgo de echarse a perder, PLugd.Bat.22.11.22 (II a.C.).
3 c. ac. de cosa escapar, librarse ἐκφεύγοντες τὴν χίονα τόποι lugares libres de nieve Plb.3.55.7, τὸ ἄστρον ... ἐκπεφευγέτω δὲ τὰς τοῦ ἡλίου αὐγάς que la estrella quede libre de los rayos del sol, e.d., se haga visible Autol.Ort.1.9, cf. Gem.13.9.
B intr.
I c. suj. de pers. y anim.
1 escapar(se), librarse, salvarse ὁ (νεβρός) ἐκφυγέειν μεμαώς Od.19.231, ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε ... ἐκφύγομεν nos pusimos a salvo gracias a mi valor y decisión, Od.12.212, cf. Alc.296(b).13, τυτθὰ δ' ἐκφυγεῖν ἄνακτ' αὐτόν a duras penas escapó el propio rey A.Pers.565, ἥκουσιν ἐκφυγόντες A.Pers.510, ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες habiéndose escapado, encima se ríen S.Ai.454, cf. OC 253, πλεῖστοι ἐξέφυγον X.An.7.4.6, cf. Th.2.4, Ar.Ach.209, ἡγούμενος ἐκεῖνον μὲν ἐκφεύξεσθαι Lys.3.13, ἐκφυγὼν γὰρ οὐδεὶς (ἵππος) βάδην πορεύεται, ἀλλὰ θεῖ ningún caballo al escapar marcha al paso, sino que galopa X.Eq.10.14, ἐξέφυγεν ὡς δορκὰς ἐκ παγίδος LXX Si.27.20
op. φεύγω: φεύγων ἐκφεύγει habiendo emprendido la huida, se salva Hdt.5.95, cf. E.Ph.1216, Pl.Hp.Ma.292a, οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδράς LXX Si.11.10
c. giro prep. ὅπως ἀφ' ὑμῶν ὡς προσώτατ' ἐκφύγω S.El.391, ἐκπεφευγὼς ἀπὸ προσώπου πολέμου LXX Si.40.6, cf. Id.6.11, κἂν πρὸς Ἄργος ἐκφύγω E.IA 533, πρὸς τῶν Ἐλλήνων X.An.1.10.3, πρὸς τὸ συγγενές Pl.Ti.57b, ἐξ αὐτῶν LXX Pr.12.13, ἐκ τοῦ οἶκου Act.Ap.19.16, ἐν ἁρπάγματι LXX Si.16.13.
2 op. ‘morirescapar a la muerte, salvarse, sobrevivir κατθανών ... ἐκφυγὼν δ' E.Alc.197, cf. Lys.26.18, esp. medic. οἱ μὲν ἀπόλλυνται, οἱ δὲ ἐκφεύγουσιν Hp.Morb.1.26, cf. 2.47a, 3.15, Mul.1.57, Orác. en Luc.Alex.28
c. ac. de tiempo ἢν δ' ἐκφύγῃ τὰς ἡμέρας τὰς ἕξ si sobrevive durante seis días Hp.Morb.2.17.
II de cosas y abstr. salir despedido, lanzado, salir c. gen. οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός Il.5.18, 11.376, 16.480, cf. 14.407, 22.292, Theoc.25.236, τὰ μὲν οὔ τι ἐτώσια ἔκφυγε χειρός no salieron despedidos de su mano en balde los genitales de Crono de los que nació Afrodita, Hes.Th.182.

English (Strong)

from ἐκ and φεύγω; to flee out: escape, flee.

English (Thayer)

future ἐκφεύξομαι; perfect ἐκπεφευγα; 2nd aorist ἐξέφυγον; (from Homer down); to flee out of, flee away;
a. to seek safety in flight; absolutely ἐκ τοῦ οἴκου, to escape: τί, τινα, L T Tr WH; (τάς χεῖρας τίνος, Winer's Grammar, § 52,4, 4; Buttmann, 146f (128f)).

Greek Monolingual

και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω)
φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω
μσν.
1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι
2. απομακρύνομαι από κάποιον
2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή
3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του
4. (για ρούχο) φτάνω
μσν.-αρχ.
απομακρύνομαι
αρχ.
1. (για κατηγορούμενο) απαλλάσσομαι από την κατηγορία, αθωώνομαι
2. διαφεύγω τον θάνατο που με απειλεί εξαιτίας κάποιου κινδύνου
3. βρίσκομαι πέρα από ένα όριο, έχω ξεφύγει
4. δεν γίνομαι αντιληπτός από τις αισθήσεις ή τη νόηση
5. είμαι απαλλαγμένος, ελεύθερος από κάτι
6. λείπω, παραλείπω
7. αστρον. (για αστέρες) γίνομαι ορατός, αναφαίνομαι.

Greek Monotonic

ἐκφεύγω: μέλ. -ξομαι και -ξοῦμαι·
1. φεύγω έξω ή μακριά, διαφεύγω, αποδρώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· αθωώνομαι, σε Αριστοφ.
2. με γεν., διαφεύγω, διαπετεύω, ξεφεύγω, ξεφεύγω, σε Όμηρ. 3. α) με αιτ., διαφεύγω, αποδρώ, ξεγλιστρώ, δραπετεύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. β) λέγεται για πράγματα, ἐκφεύγει μέ τι, μου διαφεύγει κάτι, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφεύγω: (fut. ἐκφεύξομαι, aor. 2 ἔκφυγον)
1) убегать: ἐκφυγέειν μεμαώς Hom. желая убежать; ἥκουσιν ἐκφυγόντες Aesch. они прибыли, спасаясь бегством;
2) избегать, избавляться, ускользать (θάνατον Hom., Pind., Her.; τὴν πεπρωμένην Aesch. и εἱμαρμένην Plat.; τὰν θεῶν νέμεσιν Soph.): παῦροι ἐξέφυγον ἁλὸς ἤπειρόνδε νηχόμενοι Hom. немногие спаслись, выплыв из моря на сушу; οἱ ἐκφεύγοντες ἤδη τὴν χιόνα τόποι Polyb. места, которые уже освободились от снега;
3) вылетать, устремляться (βέλος ἔκφυγε χειρός Hom.);
4) ускользать, пропадать: ἐ. τινά Soph., Eur., Dem. и τινί Arst. ускользать от кого-л.; τὸν πράξεων καιρὸν ἐξέφυγεν Plut. он упустил время для дел;
5) удаляться, уходить: ἐ. παιδιᾶς ἔτη Plat. выйти из детского возраста.

Middle Liddell

fut. ξομαι fut. ξοῦμαι
1. to flee out or away, escape, Od., Aesch., etc.:— to be acquitted, Ar.
2. c. gen. to escape out of, flee from, Hom.
3. c. acc. to escape, Il., Hdt., etc.
b. of things, ἐκφεύγει μέ τι something escapes me, Soph., Eur.

Chinese

原文音譯:™kfeÚgw 誒克-肺哥
詞類次數:動詞(7)
原文字根:出去-逃 相當於: (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎) (נוּס‎)
字義溯源:逃出去,逃脫,逃走,逃避,逃,脫離;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(φεύγω)*=逃避)組成。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(8);路(1);徒(2);羅(1);林後(1);帖前(1);來(2)
譯字彙編
1) 逃(3) 徒19:16; 來2:3; 來12:25;
2) 他們⋯能逃脫(1) 帖前5:3;
3) 脫離了(1) 林後11:33;
4) 能逃脫(1) 羅2:3;
5) 逃避(1) 路21:36;
6) 已經逃走(1) 徒16:27