διάδοχος

From LSJ
Revision as of 18:07, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδοχος Medium diacritics: διάδοχος Low diacritics: διάδοχος Capitals: ΔΙΑΔΟΧΟΣ
Transliteration A: diádochos Transliteration B: diadochos Transliteration C: diadochos Beta Code: dia/doxos

English (LSJ)

ον, A succeeding a person in a thing: 1 c. dat. pers. et gen. rei, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης his successor in the command, Hdt.5.26, cf. 1.162, etc.; θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων succeeding them in, i.e. relieving them from, toils, A.Pr.464, cf. 1027; σοι τῶνδε διάδοχος δόμων E.Alc.655. 2 c. gen. rei only, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας succeeding to his command, Th.8.85; δ. τῆς κληρονομίας Isoc.19.43; τῆς φιλοσοφίας Epicur.Fr.217. 3 c. gen. pers. only, φέγγος ὕπνου δ. sleep's successor light, S.Ph. 867. 4 c. dat. pers. only, δ. Κλεάνδρῳ X.An.7.2.5: c. dat. rei, ἔργοισι δ' ἔργα διάδοχα E.Andr.743; κακὸν κακῷ δ. ib.803; quasiact., λύπη… δ. κακῶν κακοῖς bringing a succession of evils after evils, Hec.588; ἀγὼν… γόων γόοις (γόων bis codd.) δ. Supp.72 (lyr.). 5 abs., διάδοχοι ἐφοίτων they went to work in relays or gangs, Hdt.7.22, cf. Th.1.110: neuter plural as adverb, in turn, E.Andr.1200(lyr.). 6 as substantive, οἱ Δ. the Successors of Alexander, D.S.18.42. b the lowest grade of court officials at Alexandria, OGI100.4, PAmh.2.36.5, PRyl.67.2 (both ii B. C.). c substitute, deputy, BGU852.4 (ii A. D.), POxy.54.7 (iii A. D.). d head of a school of philosophers, τῆς σχολῆς Phld.Ind.Sto.53; δ. Στωικός IG3.661, cf. 22.1009 (Epist. Plotinae). e a kind of gem, Plin.HN37.157.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. intr. 1 qui recueille la succession de, qui succède à : τινι διάδοχος δόμων EUR, κληρονομίας ISOCR qui recueille la maison, l'héritage de qqn ; διάδοχος τινι τῆς στρατηγίης HDT qui succède à qqn dans le commandement d'une armée ; διάδοχος τῆς τινος ναυαρχίας THC qui succède à qqn dans le commandement d'un navire ou d'une flotte ; ὦ φέγγος ὕπνου διάδοχον SOPH ô lumière qui succède au sommeil ! διάδοχος Κλεάνδρῳ XÉN successeur de Cléandre ; κακὸν κακῷ διάδοχον EUR mal qui succède à un mal ; abs. διάδοχος qui succède à qqn pour faire qch;
2 qui répond à, qui se fait en retour de : ἔργοισι ἔργα διάδοχα ἀντιλήψεται EUR il recevra un traitement répondant à celui que je recevrai de lui, càd il sera traité comme il me traitera, je lui rendrai la pareille ; abs. διάδοχα en retour, en réponse;
II. tr. qui fait se succéder : λύπῃ δ. κακῶν κακοῖς EUR peine qui remplace les maux par des maux, qui fait succéder des malheurs aux malheurs.
Étymologie: διαδέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διάδοχος: ὁ, ἡ, (διαδέχομαι) ὁ διαδεχόμενός τινα ἔν τινι πράγματι. 1) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγματος, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ὁ διάδοχος αὐτοῦ ἐν τῇ στρατηγίᾳ, Ἡρόδ. 5. 26, πρβλ. 1. 162, κτλ.· καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., θνητοῖς… διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αὐτοὺς ἐν…, δηλ. ἀνακουφίζοντες ἢ ἀντικαθιστῶντες αὐτοὺς ἐν τοῖς κόποις, Αἰσχύλ. Πρ. 164, πρβλ. 1027· σοι τῶνδε διάδοχος δόμων Εὐρ. Ἀλκ. 655, πρβλ. Ἰσοκρ. 393Α. 2) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, δ. τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας, διαδεξάμενος αὐτὸν ἐν τῇ ναυαρχίᾳ, Θουκ. 8. 85. 3) μετὰ γεν. προσ. ἢ πράγμ. μόνον, φέγγος ὕπνου δ., τὸ φῶς τὸ διαδεχόμενον τὸν ὕπνον, Σοφ. Φ. 867. 4) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, δ. Κλεάνδρῳ Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5· - καὶ ἐπὶ παρομοίας σημασίας, ἔργοισι δ’ ἔργα διάδοχα Εὐρ. Ἀνδρ. 743· κακὸν κακῷ δ. αὐτόθι 804· ἀλλ’ ὁ Εὐρ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐν μεταβατ. σημασίᾳ, λύπηδιάδοχος κακῶν κακοῖς, ἐπιφέρουσα διαδοχὴν κακῶν μετὰ κακά, Ἡσ. 588· ἀγὼν… γόων γόοις διάδοχος Ἱκέτ. 71. 5) ἀπολ., διάδοχοι ἐφοίτων, ἐπορεύοντο εἰς τὸ ἔργον διαδοχικῶς, Ἡρόδ. 7. 22, πρβλ. Θουκ. 1. 110· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., διαδοχικῶς, Εὐρ. Ἀνδρ. 1201.

English (Strong)

from διαδέχομαι; a successor in office: room.

English (Thayer)

διαδόχου, ὁ, ἡ (διαδέχομαι), succeeding, a successor: Herodotus 5,26 down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάδοχος, -ον) διαδέχομαι
1. αυτός που διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο (αξίωμα, υπούργημα)
2. (συνήθως ειρωνικά) ο πρωτότοκος γιος κάποιου
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι διάδοχοι
οι απομένοντες, οι επιγενόμενοι, οι μεταγενέστεροι σε αντίθεση προς τους προγόνους, τους προπάτορες
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος
αρχ.
1. αρχηγός φιλοσοφικής σχολής
2. πληθ. Διάδοχοι
έτσι αποκλήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι μετά τον θάνατο του (323 π.Χ.) διένειμαν μεταξύ τους το κράτος του
4. (στον πληθ. επίσης) οι διάδοχοι
η κατώτερη κλάση της Αυλής τών Πτολεμαίων (πρώτη είναι οι συγγενείς, δεύτερη οι πρώτοι φίλοι που θεωρούνταν ομότιμοι τοις συγγενέσι, τρίτη οι αρχισωματοφύλακες, τέταρτη οι φίλοι και πέμπτη οι διάδοχοι).

Greek Monotonic

διάδοχος: ὁ, ἡ (διαδέχομαι), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε κάτι·
1. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ο διάδοχός του στην στρατηγία, σε Ηρόδ.· θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους μόχθους, σε Αισχύλ.
2. με γεν. πράγμ. μόνο, δ. τῆς ναυαρχίας, αυτός που διαδέχθηκε κάποιον στη ναυαρχία, σε Θουκ.
3. με γεν. προσ. μόνο, φέγγος ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ.
4. με δοτ. προσ. μόνο, δ. Κλεάνδρῳ, σε Ξεν.· ομοίως, κακὸν κακῷ δ., σε Ευρ.· διάδοχος κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει διαδοχή κακών, κακό μετά από άλλο κακό, στον ίδ.
5. απόλ., διάδοχοι ἐφοίτων, πήγαιναν στην εργασία διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., διαδοχικά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διάδοχος: II ὁ и ἡ преемник, наследник (τινί τινος Aesch., Eur., Her. и τινός τινος Thuc., Xen.): διάδοχοι ἐφοίτεον Her. (другие) пришли на смену; οἱ διάδοχοι Diod. диадохи, т. е. наследники империи Александра Македонского.
приходящий на смену, сменяющий (τινος Soph. и τινι Eur.): ἔργοισι ἔργα διάδοχα Eur. действия против действий, т. е. возмездие; τριήρεις διάδοχοι Thuc. идущие на смену триеры.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάδοχος -ον [διαδέχομαι] de plaats overnemend, opvolgend; met gen. van zaak:; εἰ μή τινας ἄλλους πέμψετε διαδόχους τῆς τάξιος als jullie niet een stel anderen willen sturen om ons af te lossen Hdt. 9.21.2; met dat. van pers..; Ἀρίσταρχος... διάδοχος Κλεάνδρῳ Aristarchus de opvolger van Cleandros Xen. An. 7.2.5; met dat. en gen.:; θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων (de dieren) die de plaats van de stervelingen om de zwaarste lasten te dragen overnemen Aeschl. PV 464; διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης de opvolger van Megabazus geworden als aanvoerder Hdt. 5.26; abs..; πεντήκοντα τριήρεις διαδοχοι vijftig triëren als aflossing Thuc. 1.110.4; n. plur. adv.. διάδοχα... δακρύω op mijn beurt ween ik Eur. Andr. 1200.

Middle Liddell

διάδοχος, ὁ, ἡ, διαδέχομαι
succeeding a person in a thing:
1. c. dat. pers. et gen. rei, δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης his successor in the command, Hdt.; θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων succeeding them in, i. e. relieving them from, toils, Aesch.
2. c. gen. rei only, δ. τῆς ναυαρχίας succeeding to the command, Thuc.
3. c. gen. pers. only, φέγγος ὕπνου δ. sleep's successor, light, Soph.
4. c. dat. pers. only, δ. Κλεάνδρῳ Xen.; so, κακὸν κακῷ δ. Eur.; and in a quasi-act. sense, διάδοχος κακῶν κακοῖς bringing a succession of evils after evils, Eur.
5. absol., διάδοχοι ἐφοίτων they went to work in relays or gangs, Hdt., Thuc.: neut. pl. as adv. in succession, Eur.

Chinese

原文音譯:di£docoj 笛阿-多何士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-領受(者)
字義溯源:繼承者,繼任者;源自(διαδέχομαι)=依順序領受);由(διά)*=通過)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 繼任者(1) 徒24:27

English (Woodhouse)

successive, taking one's turn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)