θρίξ

From LSJ
Revision as of 07:13, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίξ Medium diacritics: θρίξ Low diacritics: θριξ Capitals: ΘΡΙΞ
Transliteration A: thríx Transliteration B: thrix Transliteration C: thriks Beta Code: qri/c

English (LSJ)

ἡ, gen. τρῐχός, dat. pl. θριξί A (τρίχεσιν J.AJ16.7.3 is f.l. for τρύχ-): - hair, Hom. only in plural, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐνὶ… μέλεσσι Il. 24.359; mostly, hair of the head, 22.77, Od.13.431; αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Th.1.6; sheep's wool, Il.3.273, Hes.Op.517; pig's bristles, Il.19.254, Od.10.239; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, of a horse's tail, Il.23.519; ἀνάστασις τῶν τριχῶν, of a lark's crest, Gal.12.361. II later in sg. collectively, A.Th.535, Ag.562, S.El.451; τριχὸς πλόκαμος, βόστρυχος, A.Th.564 (lyr.), Ch.229; γενείον θρίξ Id.Pers.1056; κόμη θρίξ LXXNu.6.6; Ἐπαφρόδιτον… τὴν παιδικὴν τρίχα Ὑγίᾳ (sc. ἀνέθηκεν) IG12(5).173 (Paros, i A.D.); of a horse's mane, S.Fr.475; of dogs, X.Cyn.4.8 (sg. and pl.). 2 a single hair, οὐδὲ τρίχ[α] Alc. Supp.14.10: prov., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth wanting, Theoc.14.9, cf. X.Smp.6.2; ἄξιον τριχός, i.e. good for nothing, Ar. Ra.614; οὐδ' ἂν τριχὸς πριαίμην Eup.7.18D.; ἐκ τριχὸς κρέμασθαι to hang by a hair, Aristaenet.2.1, Zen.3.47; ἀπὸ τ. ἠερτῆσθαι AP5.229 (Paul. Sil.); ἐπὶ τριχὸς ἦν ἡ σωτηρία Procop.Aed.6.6; εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, i.e. to come to life's end, v.l. in AP7.164 (Antip. Sid.), but cf. Epigr.Gr.248.13; μόνον οὐχὶ τῶν τριχῶν, φασί, λαμβάνεται plain as the nose on one's face, obvious, conspicuous, visible, plain for all to see, jump out, saute aux yeux S.E.M.7.257. III Medic., vein on the right lobe of the liver, Hp.Mul.1.43 (v.l. ἡ σῦριγξ), Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1219] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «τρίχα», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - ὡσαύτως, ἔριον προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. εὖθριξ, καλλίθριξ· - μεταγεν., λόφος ἐκ τριχῶν, ὁ λόφος τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα θρίξ Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς πλόκαμος ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· θρίξ γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν τρίχα Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη θρίξ, παροιμ., θρίξ ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς διάστημα, Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν σφόδρα διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον γῆρας, αὐτόθι 7. 164, 165.

French (Bailly abrégé)

τριχός (ἡ) :
dat. pl. θριξί;
poil, particul.
I. au plur. τρίχες;
1 cheveux;
2 poils du corps;
3 crins (de la queue d'un cheval), crins du sommet de la tête d'un cheval;
4 toison de brebis ; particul. poils sur la tête de l'agneau;
5 soies d'un porc;
II. au sg.
1 d'ord au sens collectif cheveux, chevelure : τριχὸς πλόκαμος ESCHL, τριχὸς βόστρυχος ESCHL tresse ou boucle de cheveux;
2 barbe.
Étymologie: DELG pas d'étym. -- Babiniotis cf. lit. drikà « fils ».

English (Autenrieth)

τριχός, dat. pl. θριξί: hair, hairs, of animals as well as men; hence of wool, Il. 3.273; and bristles, Il. 19.254.

Spanish

pelos

English (Strong)

genitive case trichos, etc.; of uncertain derivation; hair: hair. Compare κόμη.

Greek Monolingual

θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ)
η τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα.

Greek Monotonic

θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δότ. πληθ. θριξί,
1. το τριχωτό του κεφαλιού, χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στον πληθ.· στην Αττ. μόνο στον ενικ., σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, το μαλλί των προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίχες γουρουνιού, σε Όμηρ.· οὐραῖαι τρίχες, οι τρίχες της ουράς αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ.
2. η τρίχα μόνη της, παροιμ., θρὶξ ἀνὰ μέσσον, παρά μία τρίχα, σε Θεόκρ.· ἄξιον τριχός, δηλ. καθόλου σημαντικό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρίξ: gen. τρῐχός ἡ (gen. pl. θριξί) тж. собир.
1) волос, волосы (τρίχες κεφαλῆς Hom. или αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Thuc.; λεπτὸς ὥσπερ θ. Arst.): τριχὸς πλόκαμος или βόστρυχος Aesch. прядь волос; θ. γενείου Aesch. борода;
2) шерсть, руно (ἀρνῶν Hom.; τετραπόδων Arst.; καμήλου NT);
3) конский волос (οὐραῖαι Hom.);
4) щетина (κάπρου Hom.);
5) перен. «волосок», пустяк: θ. ἀνὰ μέσσον погов. Theocr. на волосок, чуть-чуть; οὐδ᾽ ἂν τρίχα ἄν τις παρείρειε погов. Xen. никому и волоса (= слова) не вставить (в речь неугомонных болтунов); ἄξιόν τι τριχός погов. Arph. нечто стоящее (не более) волоса, т. е. совершенный пустяк; ἀπὸ τριχὸς ἠερτῆσθαι погов. Anth. висеть на волоске.

Frisk Etymological English

τριχός
Grammatical information: f.
Meaning: hair in gen., esp. the natural hair as opposed to the well-cared head-hair, κόμη (Il.).
Compounds: Compp., e. g. τριχό-φυλλος with leaves like hair (Thphr., of a pine-forest), οὑλό-θριξ with krausem Haar (Hdt. usw.).
Derivatives: 1. θρίσσα, Att. θρίττα f. (< *θρίχ-ι̯α) kind of anchovy, Clupea alosa (middl. Com., Arist., after the hairlike bones, Strömberg Fischnamen 47f.; also Thompson Fishes s. v.; from there Ital.-Lomb. trissa a. o.?; s. Pok. 276); dimin. θρισσίον (pap.); in the same meaning also τριχίς, -ίδος f. (Ar.), τριχίδιον (Alex.), τριχίας m. (Arist.). 2. Dimin. τρίχιον (Arist.). 3. τριχώδης full of hair, hairlike (Hp., Arist.). 4. τριχωτός hairy (Arist.; cf. τριχόομαι below). 5. τρίχινος of hair (Pl., X.). 6. τριχῖτις, -ιδος f. sort of alum (after the fibrous nature; Dsc., Plin.; Redard Les noms grecs en -της 62). 7. τριχία knot (pap.). 8. τριχισμός hairfine split of a bone (Paul. Aeg.), as if from *τριχίζω; cf. Chantraine Formation 143ff. Denomin. verbs. 1. τριχόομαι, -όω be provided with hairs (Arist.); from there τρίχωμα hair(growth) (Hdt., E., X.) with τριχωμάτιον (Arist.); τρίχωσις hairgrowth (Arist.); cf. also τριχωτός above. 2. τριχιάω suffer from a hairdisease (Hp., Arist.) with τριχίασις name of some hairdiseases (medic.). 3. *τριχίζω cf. τριχισμός above.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the designations of hair differ from language to language (s. Buck Synonyms 203f., Ernout-Meillet s. capillus), we do not expect a cognate in other languages. So the comparison with MIr. gairb-driuch bristle (from garb raw and *drigu- or *driku-, Fick 2, 156) can better be disregarded. On Lith. drikà threads hanging from the weaving-loom s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. draĩkas long-drawn.

Middle Liddell


1. the hair of the head, used by Hom. only in plural; attic also in sg.; Hom., etc.:—also sheep's wool, Il.; pig's bristles, Hom.; οὐραῖαι τρίχες the hair of a horse's tail, Il.
2. a single hair, proverb., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth between, Theocr.; ἄξιον τριχός, i. e. good for nothing, Ar.

Frisk Etymology German

θρίξ: τριχός
{thríks}
Grammar: f.
Meaning: Haar im allg., insbes. das naturgewachsene Haar im Gegensatz zu dem gepflegten Kopfhaar, κόμη (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. τριχόφυλλος mit haarähnlichen Blättern (Thphr., vom Nadelholz), οὐλόθριξ mit krausem Haar (Hdt. usw.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. 1. θρίσσα, att. θρίττα f. (aus *θρίχι̯α) Art Anchovis, Clupea alosa (mittl. Kom., Arist. usw., nach den haarähnlichen Gräten, Strömberg Fischnamen 47f.; ausführliche Behandlung bei Thompson Fishes s. v.; daraus ital.-lomb. trissa u. a.?; s. Pok. 276); Demin. θρισσίον (Pap.); in derselben Bed. auch τριχίς, -ίδος f. (Ar. usw.), τριχίδιον (Alex.), τριχίας m. (Arist. u. a.). 2. Demin. τρίχιον (Arist. u. a.). 3. τριχώδης voll Haar, haarähnlich (Hp., Arist. usw.). 4. τριχωτός haarig (Arist. u. a.; vgl. τριχόομαι unten). 5. τρίχινος aus Haaren (Pl., X., Pap. usw.). 6. τριχῖτις, -ιδος f. Art Alaun (nach der faserigen Struktur; Dsk., Pap., Plin.; Redard Les noms grecs en -της 62). 7. τριχία Strick (Pap.). 8. τριχισμός haarfeine Spalte eines Knochens (Paul. Aeg.), wie von *τριχίζω; vgl. Chantraine Formation 143ff. Denominative Verba. 1. τριχόομαι, -όω ‘mit Haaren versehen (werden)’ (Arist. usw.); davon τρίχωμα ‘Haar(wuchs)’ (Hdt., E., X. usw.) mit τριχωμάτιον (Arist. u. a.); τρίχωσις Haarwuchs (Arist. u. a.); vgl. auch τριχωτός oben. 2. τριχιάω an Haarkrankheit leiden (Hp., Arist. usw.) mit τριχίασις Ben. verschiedener Haarkrankheiten (Mediz.). 3. *τριχίζω vgl. τριχισμός oben.
Etymology: Da die Benennungen des Haares von Sprache zu Sprache stark wechseln (s. Buck Synonyms 203f., Ernout-Meillet s. capillus), erwartet man von vornherein nicht, in anderen Sprachen Verwandte von θρίξ anzutreffen. Der Vergleich mit mir. gairb-driuch Borste (aus garb rauh und *drigu- oder *driku-, Fick 2, 156) muß man somit auf sich beruhen lassen. Zu lit. drikà Fäden, die beim Weben nicht eingezogen vom hinteren Webebaum herabhängen, das von Prellwitz s. v. herangezogen wird, s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. draĩkas langgestreckt.
Page 1,684

Chinese

原文音譯:qr⋯x 特里克士
詞類次數:名詞(15)
原文字根:髮
字義溯源:髮*,(人或牲畜的)毛髮,毛,髮,頭髮;比較(κόμη)=頭髮),而 (κόμη)出自(κομίζω)=供給), (κομίζω)出自(κομάω)Y=照顧*)
同源字:1) (θρίξ / δέρρις)髲 2) (τρίχινος)毛狀的
出現次數:總共(15);太(3);可(1);路(4);約(2);徒(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編
1) 頭髮(6) 太5:36; 路7:44; 約11:2; 約12:3; 啓9:8; 啓9:8;
2) 髮(5) 太10:30; 路7:38; 路12:7; 彼前3:3; 啓1:14;
3) 一根髮(2) 路21:18; 徒27:34;
4) 毛(1) 可1:6;
5) 毛的(1) 太3:4

English (Woodhouse)

hair of animals, hair of the head, single hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)