φίλτρον

From LSJ
Revision as of 10:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐ́λτρον Medium diacritics: φίλτρον Low diacritics: φίλτρον Capitals: ΦΙΛΤΡΟΝ
Transliteration A: phíltron Transliteration B: philtron Transliteration C: filtron Beta Code: fi/ltron

English (LSJ)

τό, (φιλέω)
A love charm, philter, philtre, whether a potion, or any other means, ἔστιν . . φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp.509, cf. Ph.1260, Andr.540 (anap.), Arist.MM1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.; οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr.584, 1142.
2 generally, charm, spell, οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64; φίλτρον ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης = spells to produce boldness, of oracles, A.Ch.1029; δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φίλτρον μέγα E.IA917, cf. Fr.103 (anap.), HF 1407; αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι . . φίλτρον οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52; of ἀρεταί, Id.Andr.207; φίλτρα γάμου AP9.422 (Apollonid.); ἕν ἐστ' ἀληθὲς φίλτρον εὐγνώμων τρόπος Men.646; εἰρήνης φίλτρον = a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φίλτρα ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12.
3 love, affection, in plural, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ E.Tr.859 (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg., τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον SIG876.7 (Smyrna, Epist.Severi et Caracallae); πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22; τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φίλτρον Id.Ep.297.1.
II dimple in the upper lip, Bion 1.48, Ruf.Onom.39, Poll.2.90.
III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.

German (Pape)

[Seite 1289] τό, Liebesmittel, Liebeszauber, Liebestrank, jedes Mittel, Liebe zu erwecken, Zauber; Pind. Ol. 13, 65 P. 3, 69; vgl. bes. Theocr. 2, 1; ἔτι νήπια Antiphil. 2 (V, 111); Anreiz, Antrieb, τόλμης, zur Kühnheit, Aesch. Ch. 1025; τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόθον Soph. Tr. 1132, vgl. 581; Eur. öfter; u. in Prosa, Xen. Mem. 2, 3,11. 14. 3, 11, 16; εἰρήνης, die Lockungen od. Reize des Friedens, Plut. Num. 16; δεύτερα φίλτρα γάμου, Reizung zur zweiten Ehe, Apollnds 19 (IX, 422). Auch im Allgem., Liebe, vgl. Eur. Troad. 859 u. s. Herm. Orph. p. 823, wie τὰ μητρὸς φίλτρα Aemilian. 1 (VII, 623).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. moyen de se faire aimer, particul. philtre, breuvage, incantation, charme pour se faire aimer ; p. ext.
1 charme, attrait, séduction ; en gén. tout ce qui exerce une force d'attraction, tout ce qui éveille la sympathie : φίλτρον εἰρήνης PLUT charme pour faire aimer la paix en parl. de l'agriculture, etc. ; p. ext. tout ce qui exerce une action sur qqn ou sur qch : φίλτρον τόλμας ESCHL (oracle) qui inspire de l'audace;
2 amour, amitié, affection;
II. 1 fossette au-dessus de la lèvre supérieure;
2 panais sauvage, plante aphrodisiaque.
Étymologie: φιλέω.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτρον: τό, (κυρίως φίλητρον, ἐκ τοῦ φιλέω), μέσον μαγικὸν ἢ φάρμακον διεγεῖρον τὸν ἔρωτα ἢ ἐπαναφέρον αὐτόν, (πρβλ. τὸ Σαιξπήρειον “medicines to make me love him”, Shaksp. Henr. IV, 2, 2), ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Εὐρ. Ἱππόλ. 509, πρβλ. Φοιν. 1260, Ἀνδρ. 541, κλπ.· ἐπὶ φίλτροις, οὐκ ἐπὶ θανάτῳ δοῦναι φάρμακον Ἀντιφῶν 112. 26· ἐπὶ τοῦ χιτῶνος ὃν ἡ Δηϊάνειρα ἔβαψεν εἰς τὸ αἷμα τοῦ Νέσσου καὶ ἔπεμψεν εἰς τὸν Ἡρακλέα ὅπως ἀνακτήσηται τὴν ἀγάπην αὐτοῦ, φίλτροις δ’ ἐάν πως τήνδ’ ὑπερβαλώμεθα Σοφ. Τρ. 584, 1142· τὸ φυτὸν ἱππομανές, Αἰλ. π. Ζ. 14. 18, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 3. 281· ― τὰ φίλτρα συνεσκευάζοντο διὰ μαγικῶν τελετῶν, Θεόκρ. 2. 1 κἑξ.· ἐνίοτε ἦσαν θανατηφόρα, Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 1. 16, 2, Ἀλκίφρ. 1. 37. 2) καθόλου θέλγητρονμέσον δι’ οὗ προσελκύει τις τὴν συμπάθειάν τινος ἢ ἐπιδρᾷ ἐπ’ αὐτόν, Πινδ. Π. 3. 112· ὅθεν ὁ χαλινὸς καλεῖται φίλτρον ἵππειον ὁ αὐτ. ἐν Ο. 13. 95· οἱ Χρησμοὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καλοῦνται φίλτρα τόλμης, μέσα παράγοντα τόλμην, Αἰσχύλ. Χο. 1029· τὰ τέκνα λέγονται φίλτρον ἀγάπης τῶν γονέων, Εὐριπίδ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 917, Ἀποσπ. 104, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 1407· αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι... φίλτρον οὐ σμικρὸν φρενῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 52· ἐπὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 207· ἔν ἐστ’ ἀληθὲς φίλτρον, εὐγνώμων τρόπος Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 100· φίλτρον εἰρήνης, μέσον παρέχον εἰρήνην, Πλουτ. Νουμ. 16· οὕτω, φίλτρα γάμου Ἀνθ. Παλατ. 9. 422· 3) ἐν τῷ πληθ., ἀγάπη, ἔρως, στοργή, τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῦδα Τροίᾳ Εὐρ. Τρῳ. 859, πρβλ. Ἠλ. 1309, Αἰλ. π. Ζῴων 10. 17, Ἀνθ. Παλατ. 7. 623, Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. 823. ΙΙ. ἡ ἐν τῷ ἄνω χείλει κοιλότης, ἡ ὑπὸ τὴν ῥῖνα (ἡ δὲ ἐν τῷ κάτω χείλει ἐκαλεῖτο τύποςνύμφη) Πολυδ. Β΄, 90. ΙΙΙ. ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ σταφυλίνου, Εὐστ. 1163, 10.

English (Slater)

φίλτρον charmἄγε φίλτρον τόδ' ἵππειον δέκευ” (i. e. the bridle given by Athene to Bellerophon, cf. φάρμακον v. 85) (O. 13.68) καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (P. 3.64)

Spanish

filtro, hechizo amoroso

Greek Monotonic

φίλτρον: (κυρίως φίλητρον, από φιλέω), τό,
1. μέσο μαγικό (πρβλ. το «medicines to make me love him»του Σαίξπηρ),ἔστιν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος, σε Ευρ.· λέγεται για το χιτώνα του Νέσσου με τον οποίο η Δηϊάνειρα ήλπιζε να κερδίσει πάλι την αγάπη του Ηρακλή, σε Σοφ.
2. γενικά, γοητεία, ξόρκι, ως μέσο κυριαρχίας ή επιρροής στους άλλους, απ' όπου ο χαλινός καλείται φίλτρον ἵππειον, σε Πίνδ.· οι χρησμοί του Απόλλωνα καλούνται φίλτρα τόλμης, μέσα που παράγουν τόλμη, σε Αισχύλ.· τα παιδιά είναι φίλτρον για την αγάπη των γονέων, σε Ευρ. κ.λπ.
3. σε πληθ., αγάπη, στοργή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φίλτρον: τό φιλέω тж. pl.
1) любовный напиток, приворотное зелье Pind., Eur., Xen., Arst. etc.: τῷ φίλτρῳ ἐκμῆναι τὸν πόθον τινός Soph. колдовским зельем разбудить чью-л. страсть;
2) возбудитель, движущее начало (φίλτρα τῆς τόλμης Aesch.): φέρει φίλτρον τὸ τίκτειν, ὥσθ᾽ ὑπερκάμνειν τέκνων Eur. материнство побуждает переносить страдания из-за детей;
3) очарование, восторг: φ. φρενῶν Eur. радость для души;
4) успокоительное средство: φ. ἵππειον Pind. средство унять (ретивого) коня, т. е. узда;
5) чары, привлекательность, прелесть (ἐνῆν τῇ κόρῃ πολλὰ φίλτρα Plut.): εἰρήνης φ. Plut. прелести мирной жизни;
6) только pl. любовь (τὰ θεῶν φίλτρα Eur.; τὰ μητρὸς φίλτρα Anth.): τῶν φίλτρων τινὸς στέρεσθαι Eur. быть лишенным чьей-л. любви;
7) бот. дикий пастернак (считавшийся афродисийским средством; ср. Φιλτραῖος).

Middle Liddell

properly φίλητρον, from φιλέω
1. a love-charm, (cf. Shakspeare's "medicines to make me love him"), ἐστὶν φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος Eur.; of the robe of Nessus by which Deianira hoped to win back the love of Hercules, Soph.
2. generally, a charm, spell, as a means of winning or influencing others, hence the bit is called φ. ἵππειον, Pind.; Apollo's oracles are φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, Aesch.; children are a φίλτρον of love to their parents, Eur., etc.
3. in plural love, affection, Eur.

English (Woodhouse)

charm, enchantment, potion, love potion, love-charm

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

love charm

Bikol Central: lumay; Bulgarian: любовен елексир; Catalan: filtre; Chinese Mandarin: 戀愛漿露, 恋爱浆露; Finnish: lemmenjuoma; French: philtre; Galician: filtro; German: Liebestrank; Greek: φίλτρο; Ancient Greek: φίλτρον, στέργημα, στέργηθρον, φιλτρόποτον; Indonesian: ramuan cinta; Italian: filtro; Russian: любовное зелье; Spanish: pócima, pócima de amor, poción de amor, filtro; Ukrainian: приворот-зілля

charm

Bengali: জাদু; Bulgarian: амулет, талисман; Catalan: amulet; Chinese Mandarin: 護身符, 护身符; Dutch: betovering, bezwering, ban; Esperanto: amuleto; Finnish: lumous, taika, taikakalu, amuletti; French: fétiche, charme; German: Amulett, Zauber; Greek: φυλαχτό; Ancient Greek: περίαπτον, μάγγανον, βασκάνιον, ἴυγξ; Hebrew: קסם‎; Hindi: टोना, जादू; Hungarian: varázslat, amulett; Irish: draíocht; Italian: amuleto, incantesimo, malia; Japanese: お守り; Kalmyk: мирд; Latin: carmen; Maori: ātahu, taupatiti, hoa-, kaha, hahau, tapuwae, hirihiri; Polish: zaklęcie, urok; Portuguese: fetiche, feitiço; Romanian: amuletă, talisman; Russian: амулет, талисман, оберег; Sanskrit: करण, योग; Scottish Gaelic: geas, geasachd, giseag, orra, seun, seuntas, ubag; Shan: ၶြႃႇ; Spanish: amuleto; Swedish: berlock, amulett; Tagalog: anting-anting; Urdu: جادو‎, منتر‎, ٹونا‎, ادا‎; Welsh: swyn

spell

Albanian: yshtje; Arabic: تَعْوِيذَة‎; Azerbaijani: ovsun, sehr, cadu, pitik; Bulgarian: заклинание; Catalan: encís, conjur, embruixament, encantament; Chinese Mandarin: 咒語, 咒语, 咒文; Czech: kouzlo, zaříkadlo, zaklínadlo; Danish: fortryllelse, besværgelse; Dutch: toverspreuk; Esperanto: sorĉo; Estonian: loits; Finnish: loitsu; French: charme, maléfice, sort, sort, formule magique; Friulian: fature; Galician: encantamento, feitizo; German: Zauberspruch, Zauberformel, Zauberwort; Greek: ξόρκι; Ancient Greek: ἐπαοιδή, ἐπῳδή, κήλημα, μάγευμα; Hebrew: כִּשּׁוּף‎, לַחַשׁ‎; Hungarian: varázs; Icelandic: galdraþula; Indonesian: mantra; Interlingua: incantamento, formula magic; Irish: briocht draíochta, ortha, piseog; Italian: incantesimo, formula magica, fattura, maledizione, maleficio, sortilegio, malocchio; Japanese: 呪文; Korean: 주문(呪文), 마력(魔力); Latin: veneficium, cantio, incantatio, cantamen, cantamen, fascinum; Latvian: burvju vārdi; Malay: jampi, mantera; Maori: hoa-; Norman: charme, chorchéthon; Norwegian: trylleformel, formel, besvergelse; Polish: czar, zaklęcie; Portuguese: encantamento, feitiço; Romanian: vrajă, farmec, descântec, descântătură; Russian: заклинание, заговор; Slovene: urok; Spanish: encanto, hechizo, conjuro, brujería; Swedish: trollformel, besvärjelse; Tagalog: tawal; Tocharian B: näsait; Turkish: büyü, tılsım; Ukrainian: заклинання, закляття; Urdu: منتر‎, جادو‎, سحر‎, ٹونا‎, ٹوٹکا‎; Vietnamese: thần chú; Welsh: swyn

potion

Basque: edabe; Bulgarian: елексир; Catalan: poció; Chinese Mandarin: 藥劑, 药剂, 藥水, 药水; Czech: lektvar; Dutch: drankje, toverdrankje, tinctuur; Esperanto: eliksiro; Finnish: mikstuura, myrkkymalja, taikajuoma, rohto, rohdos; French: potion; Galician: beberaxe, apócema; German: Trank, Zaubertrank, Wundertrank, Gifttrank, Heiltrank, Elixier; Greek: φίλτρο; Hebrew: שיקוי‎; Hindi: दवाई, अर्क़, काढ़ा; Ido: pociono; Italian: pozione; Latin: veneficium, potio; Macedonian: напивка; Malay: posyen; Maori: waimatarau; Polish: mikstura, napój leczniczy, napój magiczny; Portuguese: poção; Romanian: poțiune; Russian: снадобье, зелье; Scottish Gaelic: deoch-eiridinn; Spanish: poción, brebaje, elixir, pócima, bebedizo; Swedish: trolldryck; Turkish: iksir, posyon; Ukrainian: зі́лля