διαπρύσιος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, A going through, piercing, in Hom. only as adverb, πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill piercing into, running out into, the plain, Il.17.748. 2 of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον he gave a piercing cry, 8.227; διαπρύσιος κιθαρίζων h.Ven. 80: in late Prose, τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11. II later as adjective, Απείρῳ διαπρυσία far-stretching, Pi.N.4.51. 2 freq. of sound, piercing, ὀλολυγαί h.Ven.19; ὄτοβος S.OC1479 (lyr.); κέλαδος E.Hel. 1308(lyr.): in late Prose, οἰμωγαί J.BJ2.1.2. 3 διαπρύσιος κεραϊστής a downright thief, h.Merc.336; διαπρύσιος πόλεμος open war, D.L.2.143. 4 Adv. διαπρυσίως = loudly, ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα διαπρυσίως D.S.11.38: metaph., intensely, μισεῖσθαι ὑπό τινος Sch.Ar.Pax481.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1extenso, vasto, ἄπειρος διαπρυσία Pi.N.4.51
•neutr. como adv. (πρών) πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς un promontorio que se extiende de un lado a otro de una llanura, Il.17.748, cf. Hsch.
2 del sonido penetrante ὀλολυγαί h.Ven.19, cf. Stesich.22.7S., Call.Del.258, ὄτοβος S.OC 1479, κέλαδος E.Hel.1308, κελάδημα AP 6.350 (Crin.), οἰμωγαί I.BI 2.6, βοαί I.BI 2.294
•neutr. como adv. ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον lanzó un grito penetrante, Il.8.227, δ. κιθαρίζων h.Ven.80, δ. βοᾶν I.BI 6.309, Opp.H.5.300, cf. A.R.1.1272, Opp.C.4.178, τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11.3, ὑψηλόν τι καὶ δ. ἠχῆσαι Gr.Naz.Ep.10.1.
3 fig. declarado, a las claras δ. κεραϊστής un ladrón declarado, h.Merc.336, πόλεμος D.L.2.143.
II adv. διαπρυσίως = en alta voz, con voz penetrante κηρύττουσα D.S.11.38, καλεῖν Meth.Palm.M.18.392D
•fig. intensamente ἐμισοῦντο ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Sch.Ar.Pax 482c.
• Etimología: De *δια-πρυ-τιος, si bien es dud. el origen de -πρυ-: ¿del grado ø (o vocalismo eol.) de πρό? ¿De una r. *preu-, que da lugar a ai. právate, toc. B pruk- ‘saltar’? ¿De la r. de πείρω ‘atravesar’, c. suf. *-utā, como ai. bahutā-?
German (Pape)
[Seite 598] α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus διαπεράσιοσ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφθίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεθρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίθησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σθένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιθαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui pénètre profondément :
1 adv. • διαπρύσιον IL en se prolongeant en avant;
2 en parl. du son pénétrant, perçant ; adv. • διαπρύσιον IL avec un cri perçant.
Étymologie: DELG pê διαπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρύσιος -α -ον doordringend:; κέλαδος doordringend geluid Eur. Hel. 1308; n. adv.: ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον hij schreeuwde doordringend Il. 8.227. zich ver uitstrekkend: n. adv.: πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς een heuvel die ver in de vlakte doorloopt Il. 17.748.
Russian (Dvoretsky)
διαπρύσιος: и 2 (ῠ)
1 далеко простирающийся, обширный (ἄπειρος Pind.);
2 пронзительный, громкий (ὀλολυγαί HH; ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.);
3 явный, отъявленный (κεραϊστής HH);
4 ожесточенный (πόλεμος Diog. L.).
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διαπρύσιος, -α, -ον)
αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ»)
αρχ.
1. διαπεραστικός, οξύς
2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β' συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα με το τηΰσιος. Υπετέθη ότι ανάγεται σε τ. δια-πρύτιος, του οποίου το θ. συνδέεται με τ. διαπρό
το -τ- θεωρείται ενθηματικό στοιχείο προς αποφυγήν της χασμωδίας το δε δυσερμήνευτο -υ-, αντί του -ο-, αιολισμός. Αναπόδεικτη παραμένει η σύνδεση του τ. με τη λ. πρύτανις, ενώ το ίδιο αβέβαιη είναι και η παραγωγή της λ. από το διαπείρω με επίθημα υ + τᾱ (πρβλ. αρχ. ινδ. bahutā- «μεγάλος αριθμός»)].
Greek Monotonic
διαπρύσιος: [ῠ], -α, -ον (διαπεράω),·
I. αυτός που διαπερνά, διαπεραστικός· ουδ. ως επίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ένας λόφος που εξέχει και τίθεται ανάμεσα στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για ήχο, διαπεραστικός, ανατριχιατικός, οξύς, μεγαλόφωνος· ἤϋσεν διαπρύσιον, έβγαλε διαπεραστική κραυγή, στον ίδ.
II. 1. έπειτα ως επίθ., λέγεται για ήχο, δ. ὄταβος, σε Σοφ.· κέλαδος, σε Ευρ.
2. μεταφ., δ. κεραϊστής, ολοφάνερος κλέφτης, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρύσιος: [ῠ], -α, -ον, διαπεραστικός, ὀξύς· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, λόφος ἐξέχων καὶ ἐμβάλλων εἰς τὴν πεδιάδα, Ἰλ. Ρ. 748. 2) ἐπὶ ἤχου, ὀξύς, διαπεραστικός, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον, ἐξέβαλε κραυγὴν διαπεραστικήν, Ἰλ. Θ. 227, Λ. 275· δ. κιθαρίζων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 80. ΙΙ. βραδύτερον ὡς ἐπίθ., Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, πιθ. ὁμοίως τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ διαπρύσιον παρ’ Ὁμ., ξηρὰ ἐκτεινομένη ἐπὶ μακρὸν (ὡς φαίνεται ἐκ τῶν ἀκολούθων λέξεων, τόθι πρῶνες… ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον κόλπον), Πίνδ. Ν. 4. 83. 2) κοινῶς ἐπὶ ἤχου, ὡς τὸ διάτορος, ὀλολυγαί. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 19· ὄτοβος Σοφ. Ο. Κ. 1479· κέλαδος Εὐρ. Ἑλ. 1308. 3) ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 336, δ. κεραϊστής, φανερὸς κλέπτης (κατ’ ἄλλ. κλέπτης εἰσχωρῶν πανταχόσε), παρὰ Διογ. Λ. 2. 143, δ. πόλεμος, φανερὸς ἢ σφοδρὸς πόλεμος. (πιθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ πείρω, περάω, διαπερῶ, διέρχομαι διὰ μέσου· πρβλ. διαμπερές).
Middle Liddell
διαπρῠ́σιος, η, ον adj διαπεράω
I. going through, piercing: neut. as adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill running far into the plain, Il.
2. of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν διαπρύσιον he gave a piercing cry, Il.
II. later as adj., of sound, δ. ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.
2. metaph., δ. κεραϊστής a manifest thief, Hhymn.
Mantoulidis Etymological
(=διαπεραστικός, ὀξύς). Ἀπό τό διαπερῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό περάω -ῶ.