ἀνίατος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῑ], Ion. ἀνίητος, ον,
A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13.
2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R. 410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd. 113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29.
II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.
Spanish (DGE)
(ἀνίᾱτος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀνίητος Hp.Aph.7.87
• Grafía: graf. ἀνίαστος Hsch.s.u. ἀνήκεστον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1de enfermedades no curable, incurable ὅσα δὲ πῦρ οὐκ ἰῆται, ταῦτα χρὴ νομίζειν ἀνίατα cuantas (enfermedades) no cura el fuego, a ésas es preciso considerarlas incurables Hp.l.c., νόσος Ph.2.301, de heridas ἕλκος Pl.Lg.877a, τραῦμα Pl.Lg.878c, de la picadura de una serpiente, Arist.HA 607a23, LXX De.32.33
•de males en gener. πενία X.Ep.4, ἀνελευθερία Arist.EN 1121b13, ἀπώλεια LXX Pr.6.15, ἁμαρτία Herm.Mand.5.2.4, cf. Gorg.B 11a.34
•irremediable πᾶρος Alc.10.4, πράγματα Pl.Lg.660c, cf. D.25.95, κακά Aeschin.3.156, τὰ ἀ. τῶν ἁμαρτημάτων Ph.1.633
•implacable ἡμέρα κυρίου ἀνίατος ἔρχεται LXX Is.13.9, cf. 14.6
•no curado τὸ ἐξάρθρημα ... ἀνίατον Gal.10.220
•subst. τὸ ἀ. carácter incurable τοῦ πράγματος Apollon.Cit.3.26.
2 de pers. incurable, incorregible Pl.R.410a, κατὰ μοχθηρίαν Arist.EN 1165b18, cf. Pl.Grg.526b.
II sent. act. ἀ. μετάνοια arrepentimiento inútil Antipho 2.4.12.
III adv.
1 neutr. plu. como adv. sin curación, sin remedio ἀνίατα μετ' ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης LXX Ie.8.18.
2 -ως, ἀ. ἔχειν ser incurable, incorregible Pl.Phd.113e, cf. D.18.324, οἱ ἀ. κακοί Arist.EN 1137a29.
German (Pape)
[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 incurable;
2 qui ne remédie à rien.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίᾱτος: (ῑ)
1 неизлечимый (ἕλκος Plat.; νόσημα, ἔρως Plut.);
2 неисправимый (πολίτης Plat.; κακοί Arst.);
3 непоправимый (πράγματα Plat.; κακά Aeschin.);
4 смертельный (φάρμακον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.
English (Slater)
ἀνίατος incurable ]ἀνίατον εἰ[ fr. 260. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνίατος, -ον) ιατός
αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων»)
αρχ.
1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση («ἀνίατος διὰ μοχθηρίαν»
Αριστοτέλης)
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο ανώφελος, ο μάταιος («ανίατος μετάνοια»
Αντιφών).
Greek Monotonic
ἀνίᾱτος: [ῖ] Ιων. -ίητος, -ον (ἀν- στερητικό και ἰατός),
1. αθεράπευτος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, αδιόρθωτος, στον ίδ.· ἀνιάτως ἔχειν, είναι ανίατο, αθεράπευτο, αγιάτρευτο, στον ίδ.
Middle Liddell
[α privat.,., ἰατός
1. incurable, Plat., etc.
2. of persons, incorrigible, Plat.; ἀνιάτως ἔχειν to be incurable, Plat.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀθεράπευτος, ἀδιόρθωτος). Ἀπό τό α στερητ.+ ἰῶμαι (=θεραπεύω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἰάομαι -ἰῶμαι.