ἀμείλικτος
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
English (LSJ)
ἀμείλικτον, (μειλίσσω)
A unsoftened, harsh, cruel, of words, Il. 11.137, 21.98; ἀρά Max. Tyr.12.6; of fetters, Hes.Th.659; μίτοι, of the thread of Clotho, IG12(7).301 (Amorgos); τὸ ἀμείλικτον Hierocl. in CA 13p.448M.
II of persons, = ἀμείλιχος (implacable, relentless, unmitigated, inexorable), A.R.3.337, Mosch.4.26. Adv. ἀμειλίκτως = pitilessly, ἀμειλίκτως ἔχειν τινί = be merciless toward someone Ph.2.298, cf. Syrian.in Metaph.42.3; μοίρας ἀτυχούσης ἀμειλίκτως, of pitiless fate, App.BC4.54.
Spanish (DGE)
-ον
I 1implacable, inconmovible, carente de piedad de palabras, voz, etc. μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν Il.11.137, λισσόμενος ἐπέεσσιν, ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσε Il.21.98, cf. ἀ. ἀρὰ Max.Tyr.6.6
•de pers. o dioses ἀμειλίκτοιο Διός A.R.3.337, ᾍδης Bio Fr.12.3, χαλεπὸς εἰς ὀργὴν ἐγένετο καὶ ἀ. D.H.9.44, ὁ πατήρ I.BI 1.523, Ἥρη Nonn.D.8.353, Μοίρη GVI 961, pero tb. c. otras expresiones que significan ‘destino’ como ἀ. μίτοι del hilo de Cloto GVI 1904.12 (Amorgos)
•de animales, de una serpiente ἀ. πέλωρ Mosch.4.26, (κύνες) φοβεροί τε καὶ ἄγριοι καὶ ἐντυχεῖν ἀμείλικτοι ὄντες Ael.VH 14.46, ἵππος (el caballo de Troya), ἀμειλίκτοιο φόβου τέρας Triph.289, μοῦνον ἀμειλίκτοιο κεράατα δείδιθι ταύρου Nonn.D.11.80
•de abstr. δίκη Ph.1.472, ἀνάγκη Ph.1.697, διάνοια Plu.2.610a, μῆνις Adam.1.9
•c. otras clases de palabras Στυγὸς ὕδωρ h.Cer.259, τεῷ ἐγκάτθετο κώλῳ ἰὸν ἀμείλικτον ποικιλόδειρος ἔχις Anyt.10.4P., παύσασθαι τὸν ἀμείλικτον χόλον D.H.8.52, ἀμειλίκτους κραδίης ὀδύνας IUrb.Rom.1379.7 (II/III a.C.), neutr. subst., Hierocl.in CA 13.3, cf. tb. Archil.193
•neutr. adv. ἀμείλικτα ὀργίζεσθε = estáis irreconciliablemente irritados Luc.Pisc.4.
2 de ataduras irrompible ἀμειλίκτων ὑπὸ δεσμῶν Hes.Th.659.
3 no mezclado ἀμείλικτον· ἄμικτον Hsch., cf. τὸ ἀκήρατον λέγειν τὸ ἄτρεπτον ..., τὸ ἀμείλικτον, τὸ ἄθικτον τῆς οὐσίας εἶδος Procl.in Ti.3.258.22, pero es más probable el sent. I 1 .
4 subst. de caracteres la insociabilidad τό τε ἄγριον καὶ τὸ ἀμείλικτον καὶ τὸ θυμοειδές Hp.Aër.23.
II adv. ἀμειλίκτως = implacablemente κατεγίνωσκεν App.BC 4.54, προνοεῖν Syrian.in Metaph.42.3, ἐπὶ καταλεύσει τι δρῶσιν ἀμειλίκτως ἔχοντες = siendo implacables contra los que hacen algo ... para la subversión Ph.2.298.
German (Pape)
[Seite 120] nicht erweicht (adj. verb. von μειλίσσω), hart; Hom. zweimal, Iliad. 11, 137. 21, 98 ἀμείλικτον δ' ὄπ' ἄκουσαν (-εν); – δεσμοί Hes. Th. 659; Anth. ἰόν Anyt. 23 (App. 6); Zeus Ap. Rh. 3, 337; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut adoucir, amer, dur.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμείλικτος: неумолимый, тж. неласковый, суровый (ὄψ Hom.; δεσμοί Hes.; ἄνδρες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείλικτος: -ον, (μειλίσσω) ὁ μὴ ἁπαλυνθείς, τραχύς, σκληρός, ἐπὶ λόγων Ἰλ. Λ.137, Φ. 98: ἐπὶ δεσμῶν, Ἡσ. Θ. 659. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ. = τῷ ἑπομ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 337, Μόσχ. 4. 26.
English (Autenrieth)
(μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (Α ἀμείλικτος, -ον) μειλίσσω
ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος.
Greek Monotonic
ἀμείλικτος: -ον (μειλίσσω), τραχύς, σκληρός, αδυσώπητος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Middle Liddell
μειλίσσω
unsoftened, cruel, Hom., Hes.
Mantoulidis Etymological
(=σκληρός, τραχύς). Ἀπό τό α στερητ. + μειλίσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
pitiless
Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний
merciless
Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний
implacable
Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی, آشتی ناپذیر; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий