ἔτυμος

From LSJ
Revision as of 11:58, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔτῠμος Medium diacritics: ἔτυμος Low diacritics: έτυμος Capitals: ΕΤΥΜΟΣ
Transliteration A: étymos Transliteration B: etymos Transliteration C: etymos Beta Code: e)/tumos

English (LSJ)

ἔτυμον, also η, ον S.Ph.205 (lyr.) (only in neut. in Hom.):—poet. Adj.
A true, ψεύσομαι, ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534; φάμ' ἔτυμον S. Ant. 1320 (lyr.), cf. Call.Fr.1.39 P.; ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Od.19.203, cf. Hes.Th.27, Thgn.713; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.19.567; γνώσει τάδ' ὡς ἔ. A.Pr. 295 (anap.); ἔ. λόγος Stesich. 32, Pi.P.1.68; ἔ. ἄγγελος, φήμη, φάτις, A.Th.82 (lyr.), E.El.818, Ar.Pax114 (anap.); βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά S.Ph.205 (lyr.); πάθεα A.Eu.496; τέχνη Dor. ap. Pl.Phdr.260e; ὡς ἔτυμ' ἑστάκαντι how natural... Theoc.15.82.
2 neut. ἔτυμον, as adverb, ἀλλ' ἔτυμόν τοι ἦλθ' Ὀδυσεύς Od.23.26; οὔ σ' ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Il.23.440; ὡς ἔτυμον AP7.352: regul. Adv. ἐτύμως Xenoph. 8.4, Pi.O.6.77, A.Th.918 (lyr.), B.12.228, etc.; ὡς ἐτύμως A.Eu.534 (lyr.).
II ἔτυμον, τό, as substantive, the true sense of a word according to its origin, its etymology, D.S.1.11, Plu.2.278c, Ath.13.571d. Adv. ἐτύμως = etymologically, Arist.Mu.400a6, Str.9.2.17, Ph.1.30: Comp. ἐτυμώτερον EM526.2: Sup. ἐτυμώτατα Nicom.Ar.2.27.—Never in Att. Prose; in later writers only in signf. ΙΙ, exc. in Pl.Ax.366b.

German (Pape)

[Seite 1053] ον, auch ἐτύμη, Soph. Phil. 205 (ἐτός, ἐτεός), wahr, echt, wirklich; Hom. nur das neutr., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω Il. 10, 534 Od. 4, 140; ἔτυμα, die Wahrheit, 19, 203. 567, wie Hes. Th. 27 u. Theogn. 713; sonst ἔτυμον adverbial, wie ἐτεόν gebraucht, Il. 23, 440 Od. 23, 26; λόγος, wahr, Pind. P. 1, 68; ἄγγελος Aesch. Spt. 82; γνώσεαι τάδ' ὡς ἔτυμα Prom. 293, vgl. Eum. 473; φθογγά Soph. Phil. 205; φάτις Eur. I. A. 795, wie βάξις, φήμη, Hel. 357 El. 818, Ar. Pax 114; τοῦ λέγειν ἔτυμος τέχνη οὐκ ἔστιν Plat. Phaedr. 260 e; ἔτυμα μαρτυρεῖν Axioch. 366 b; – ἔτυμον u. ἔτυμα, adv., wirklich, leibhaft, Theocr. 15, 81; id. ep. 17 (VII, 663); – ἐτύμως, Aesch. Spt. 901; Pind. Ol. 6, 77 u. Folgde; – τὸ ἔτυμον, die wahre Bedeutung eines Wortes nach seiner Abstammung von der Wurzel, D. Sic. 1, 11; Ath. XII, 571 d; so auch ἐτύμως, Arist. de mundo 6.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 vrai, réel, véritable : ψεύδεα λέγειν ἐτύμοισιν ὁμοῖα OD dire des mensonges semblables à des vérités ; ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρεῶ ; IL mentirai-je ou dirai-je la vérité ? adv. • ἔτυμον, réellement, véritablement;
2 subst. τὸ ἔτυμον vrai sens, sens étymologique d'un mot.
Étymologie: ἐτεός.

Russian (Dvoretsky)

ἔτυμος: и 3
1 истинный, правильный, верный (λόγος Pind.; ἄγγελος Aesch.; φήμη Eur.);
2 правдивый, действительный (τέχνη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔτῠμος: -ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Σοφ. Φιλ. 205 (Λυρ.): - ποιητ. ἐπίθ., ὡς τὸ ἐτήτυμος, ἀληθής, βέβαιος, πραγματικός: ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ οὐδ., ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; Ἰλ. Κ. 534, Ὀδ. Δ. 140· οὕτως, ἐγώ, φάμ’ ἔτυμον Σοφ. Ἀντ. 1320· ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα Ὀδ. Τ. 203, πρβλ. Ἡσ. Θ. 27· οἵ ῤ’ ἔτυμα κραίνουσι, οὗτοι οἱ ὄνειροι ἔχουσιν ἀληθῆ ἔκβασιν, Ὀδ. Τ. 567, πρβλ. Θέοφν. 713, Αἰσχύλ. Πρ. 293· ἔτ. λόγος, ἀληθὴς διήγησις, φήμη, Στησίχ. 29, Πινδ. Π. 1. 132· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, φάτις Αἰσχύλ. Θήβ. 82, Εὐρ. Ἠλ. 818, Ἀριστοφ. Εἰρ. 114· πάθεα Αἰσχύλ. Εὐμ. 496· τέχνη παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 260Ε· ὡς ἒτυμ’ ἐστάκαντι, πόσον φυσικῶς..., Θεόκρ. 15. 82. 2) τὸ οὐδέτ. ἔτυμον, πάρ, Ὁμ. εἶναι καὶ Ἐπίρρ., ὡς τὸ ἐτεόν, ἀληθῶς, ὄντως, πραγματικῶς, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι ἦλθ’ Ὀδυσεὺς Ὀδ. Ψ. 26 οὔ σ’ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἰλ. Ψ. 440· ὡς ἔτυμον Ἀνθ. Π. 7. 352· ὡσαύτως πληθ., ἔτυμα, αὐτόθι 663· τὸ ὁμαλὸν ἐπίρρ. ἐτύμως, Ξενοφάν. 7. 4, Πινδ. Ο. 6. 130, Αἰσχύλ. Θήβ. 918, κτλ.· ὡς ἐτύμως ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 534. II. ἔτυμον, τό, ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀληθὴς κατὰ γράμμα σημασία τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν αὐτῆς, ἡ ἐτυμολογία ἢ παραγωγὴ αὐτῆς, ἡ ῥίζα, Διόδ. 1. 11, Ἀθήν. 571D, Πλούταρχ. 2. 278D. - Ἐπίρρ. -μως, ἐτυμολογικῶς, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ· καὶ παρὰ μεταγεν. μόνον ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙ, πλὴν ἐν Πλάτ. Ἀξιὸχ 366Β.

English (Autenrieth)

pl. ἔτυμα, and ἔτυμον = ἐτήτυμος, ἐτήτυμον, Od. 19.203,, Od. 23.26.

English (Slater)

ἔτῠμος true ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος, ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος (O. 2.55) Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (P. 1.68) adv., -ως, in truth, εἰ δ' ἐτύμως ἐδώρησαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις (O. 6.77)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔτυμος, -ον και ἔτυμος, -ύμη, -ον)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν)
η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα
αρχ.
αληθινός, πραγματικός, βέβαιοςἔτυμος λόγος» — αληθινή διήγηση, Στησίχ.)
επίρρ...
ἐτύμως και ἔτυμον (Α)
1. αληθινά, πραγματικά («ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός», Αισχύλ.) (συν. και στη φράση ὡς ἐτύμως)
2. ετυμολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ετεός, του οποίου το ουδ. το έτυμον «η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων» ουσιαστικοποιήθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ως α' σύνθ. του ρ. ετυμολογώ (> ετυμολογία)].

Greek Monotonic

ἔτῠμος: -ον, όπως τα ἐτέος, ἐτήτυμος·
1. αληθής, πραγματικός, βέβαιος, αληθινός, γνήσιος, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; να πω ψέματα ή να πω την αλήθεια; σε Όμηρ.· οἵῥ', ἔτυμα κραίνουσι, αυτά (τα όνειρα) έχουν αληθινή έκβαση, σε Ομήρ. Οδ.· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ουδ. ἔτυμον, ως επίρρ., όπως το ἐτεόν, αληθώς, όντως, πράγματι, σε Όμηρ.· επίσης, στον πληθ. ἔτυμα, σε Ανθ.· ομαλ. επίρρ. -μως, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐτεός.

Middle Liddell

ἔτῠμος, ον like ἐτέος, ἐτήτυμος,]
1. true, real, actual, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; shall I lie or speak truth? Hom.; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those [dreams] have true issues, Od.; ἔτ. ἄγγελος, φήμη Aesch., Eur.
2. neut. ἔτυμον as adv., like ἐτεόν, truly, really, Hom.; also pl., ἔτυμα Anth.; the regular adv. -μως, Aesch., etc.

Frisk Etymology German

ἔτυμος: {étumos}
See also: s. ἐτεός.
Page 1,584

Mantoulidis Etymological

(=ἀληθινός, γνήσιος). Ἔχει σχέση μέ τό ἐτεός. Ἀπό τό εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.