πανήγυρις
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
Dor. πανάγυρις, πανηγύρεως, ἡ, (πᾶς, ἄγυρις)
A general assembly or national assembly, ἐν πανηγύρει βουλευσόμεσθα A.Ag.845; esp. a festal assembly in honour of a national god, Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης Archil.120; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Pi.O.9.96; πανηγύριας πανηγυρίζειν, πανηγύριας ποιήσασθαι, to hold such festivals, keep holy-days, Hdt.2.59, 58; συναγαγεῖν Isoc.4.1; διαλύειν X.Cyr.6.1.10; ἐς π. θεωρεῖν Ar.Pax342; θεωρίαι ἐς τὰς ἐν τῇ Ἑλλάδι π. Decr. ap. D.18.91; Ὀλυμπίαζε εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων π. ἐπανιών Pl.Hp.Mi.363c; in Caria, PCair.Zen.341 (a) ΙΙ (iii B. C.); in Egypt, PHib.27.76 (iii B. C.), etc.; ἐν ταῖς π. καὶ δείξεσι τῶν σοφιστῶν Phld.Rh.2.256S.; ἁμίλλαις ἱππικαῖς καὶ πανηγύρει προσκαθήμενος Jul.Or.1.39c; π. ἐμπορικόν τι πρᾶγμα Str.10.5.4, cf. CIG4474.35 (Baetocaece), Prisc.p.277 D.
2 any assembly, θεῶν ἅδε πανάγυρις A. Th.220 (lyr.); νεοσσῶν, φίλων, E.Heracl.239, HF1283.
3 metaph., πανήγυρις ὀφθαλμῶν = feast for the eyes, Ael.VH3.1, cf. Lib.Or.59.145; τὸν… Ἔχετον χρυσὸν ἀποδείξων καὶ π. destined to exhibit E. as gold and a feast (by comparison with himself), Eun.Hist.p.236D.
b in bad sense, παίγνιον ὁ βίος καὶ πλάνη καὶ πανήγυρις Vett. Val.246.2.
II people assembled, τῇ π. δέος ἐγένετο μὴ… Th.5.50: generally, crowd, audience, ὅταν ᾖ π. Thphr. Char.6.7.
German (Pape)
[Seite 459] ἡ (ἄγυρις, ἀγορά), Versammlung des ganzen Volkes, bes. zu einer allgemeinen Festlichkeit, wie zu den olympischen Spielen, Festversammlung; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν, Pind. Ol. 9, 103; παναγυρίων ξυνᾶν, I. 3, 46; Her. 1, 31; πανηγύρις πανηγυρίζειν, ἀνάγειν, ποιεῖσθαι, 2, 59. 6, 111. 2, 58; πανηγύρεις συνάγειν, Isocr. 4, 1. 46; Aesch. sagt θεῶν ἅδε πανήγυρις, Spt. 202; κοινοὺς ἀγῶνας θέντες ἐν πανηγύρει βουλευσόμεσθα, Ag. 819; φίλων, Eur. Herc. Fur. 1283; ἐς πανηγύρεις θεωρεῖν, Ar. Pax 341; ἐν πανηγύρεσι ταῖς κοιναῖς, Thuc. 1, 25; οἷον ἐν πανηγύρει κατασκηνᾶσθαι, Plat. Rep. X, 614 e; Ὀλυμπίαζε εἰς τὴν τῶν Ἑλλήνων πανήγυριν ἐπανιών, Hipp. min. 363 c; Dem. 18, 91 im Psephisma der Byzantier ἐς τὰς ἐν τᾷ Ἑλλάδι πανηγύριας, Ἴσθμια καὶ Νέμεα καὶ Ὀλύμπια καὶ Πύθια; allgemeiner, von einer festlichen Opferversammlung, Xen. Cyr. 6, 1, 9. – Uebh. Ergötzung, πανήγυρις ὀφθαλμῶν, Ael. V. H. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
πανηγύρεως (ἡ) :
I. assemblée de tout le peuple, particul. :
1 réunion pour une fête solennelle (jeux olympiques, etc.);
2 réunion pour un sacrifice;
3 toute réunion nombreuse;
II. p. ext. réjouissance, récréation, fête (pour les yeux).
Étymologie: πᾶν, ἀγορά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανήγυρις, πανηγύρεως, ἡ, Dor. πανᾱ́γυρις [πᾶς, ἄγυρις] Ion. gen. πανηγύριος algemene vergadering:. π. θεῶν algemene godenvergadering Aeschl. Sept. 220; μυριάσιν ἀγγέλων, πανηγύρει voor duizenden engelen, die in vreugde bijeen zijn NT Hebr. 12.22. festival, groot feest:. εἰς πανηγύρεις θεωρεῖν deelnemen aan grote feesten Aristoph. Pax 342; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως van het feest van de Nemeïsche Spelen Plut. Phil. 11.1.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνήγῠρις: дор. πανάγῠρις (νᾰ), εως ἡ ἀγείρω (ион. acc. pl. πανηγύρις)
1 всенародное празднество, панегирей (πανηγύρις πανηγυρίζειν, ποιεῖσθαι или ἀνάγειν Her. и πανηγύρεις συνάγειν Isocr.);
2 многочисленное (всеобщее) собрание (θεῶν Aesch.; φίλων Eur.; ἐν πανηγύρει βουλεύεσθαι Aesch.): ἡ νεοσσῶν π. Eur. дети, детвора.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνήγῠρις: Δωρ. πανᾱγ-, πανηγύρεως, ἡ· (πᾶς, ἄγυρις, ἀγορά)· ― γενικὴ ἢ ἐθνικὴ συνέλευσις, μάλιστα ἑορταστικὴ συνέλευσις εἰς τιμὴν ἐθνικοῦ τινος θεοῦ, Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης, εἰς τιμὴν αὐτῶν, Ἀρχίλ. 107· Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Πινδ. Ο. 9. 145· πανηγύρις πανηγυρίζειν, ἀνάγειν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 2. 58, 59., 6. 111· συνάγειν Ἰσοκρ. 41Α· διαλύειν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 10· ἐν πανηγύρει βουλεύεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 845· ἐς π. θεωρεῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 342· θεωρίαι ἐν τὰς ἐν τῇ Ἑλλάδι π. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 526. 16· Ὀλυμπίαζε ἐς τῶν Ἑλλήνων π. ἐπαινιὼν Πλάτ. Ἱππ. Ἔλαττον 363C· αἱ συνελεύσεις αὗται ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς ἴδρυσιν μεγάλων ἐμπορικῶν ἀγορῶν, π. ἐμπορικόν τι πρᾶγμα Στράβ. 486, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 35. 2) πᾶσα συνέλευσις, θεῶν ἅδε πανάγυρις Αἰσχύλ. Θήβ. 220· νεοσσῶν, φίλων Εὐρ. Ἡρακλ. 239, Ἡρ. Μαιν. 1283. 3) μεταφορ., πανήγυρις ὀφθαλμῶν, τέρψις, ἀπόλαυσις, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 470. ΙΙ. ἡ συνέλευσις, δηλ. οἱ συνελθόντες, τῇ π. δέος ἐγένετο μή... Θουκ. 5. 50.
English (Strong)
from πᾶς and a derivative of ἀγορά; a mass-meeting, i.e. (figuratively) universal companionship: general assembly.
English (Thayer)
πανηγυρισεως, ἡ (from πᾶς and ἄγυρις from ἀγείρω), from Herodotus and Pindar down;
a. a festal gathering of the whole people to celebrate public games or other solemnities.
b. universally, a public festal assembly; so in ἀγγέλων (so G L Tr (Tdf.); yet see the commentaries). (The Sept. for מועֵד, עֲצָרָה, Trench, § i.)
Greek Monotonic
πᾰνήγῠρις: Δωρ. παν-ᾱγ-, πανηγύρεως, ἡ (πᾶς, ἄγυρις = ἀγορά)·
1. γενική ή εθνική συνέλευση, ιδίως εορταστική γιορτή προς τιμή ενός θεού, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· πανηγύριας πανηγυρίζειν, ἀνάγειν ποιεῖσθαι, τηρώ τέτοιου τύπου γιορτές, σε Ηρόδ.
2. οποιαδήποτε συνέλευση, θεῶν, σε Αισχύλ.· φίλων, σε Ευρ.· συνέλευση, συνάθροιση, συνεδρίαση, σε Θουκ.
Middle Liddell
[πᾶς, ἄγυρις = ἀγορά
1. a general or national assembly, esp. a festal assembly in honour of a national god, Pind., Aesch., etc.; πανηγύρις πανηγυρίζειν, ἀνάγειν, ποιεῖσθαι to hold such festivals, keep holy-days, Hdt.
2. any assembly, θεῶν Aesch.; φίλων Eur.:— the assembly, people assembled, Thuc.
Chinese
原文音譯:pan»gurij 潘-誒句里士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:每一-召集 相當於: (מֹועֵד)
字義溯源:民眾大會,節期聚集,共聚,宇宙的聚集;由(πᾶς)*=眾人,所有)與(ἀγορά)=市區廣場)組成,而 (ἀγορά)出自(ἄγω)X*=聚集)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 宇宙的聚集(1) 來12:23
English (Woodhouse)
company, assembly at a religious festival, assembly for a festival, collection of people, division of an army, festal meeting, gathering of people for merry-making
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πᾶς + ἄγυρις τοῦ ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πανήγυρις: πανηγυρίζω, πανηγυρικός, πανηγύρισμα, πανηγυρισμός, πανηγυριστέον, πανηγυριστής, πανηγυρίστρια.
Translations
assembly
Albanian: mbledhje, asamble; Apache Western Apache: íłaʼádzaa; Armenian: ժողով; Bulgarian: събиране, събрание; Catalan: assemblea; Chinese Mandarin: 集會, 集会, 會議, 会议; Czech: shromáždění, shromažďování; Dutch: vergadering; Finnish: kokous, kokoontuminen; French: assemblée, rassemblement; Galician: asemblea; Georgian: კრება, შეკრება, ასამბლეა, ყრილობა; German: Versammlung; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌿𐌼𐌸𐍃; Greek: συνάθροιση; Ancient Greek: σύνοδος, ἀγών; Hebrew: אסיפה, עֲצֶרֶת; Hindi: जमाअत, जमात; Hungarian: gyülekezet, gyűlés, kupaktanács; Ido: asemblo; Irish: oireacht, tionól, comhthionól, cóisir; Italian: assembramento; Japanese: 会議; Kazakh: ассамблея; Kikuyu: mũcemanio Korean: 회의; Macedonian: собрание; Manx: cruinnaght; Mongolian: чуулган, цуглаан; Norman: assembliée, assembllaïe; Norwegian: forsamling; Old English: samnung; Plautdietsch: Vesaumlunk; Polish: zgromadzenie, wiec, narada, apel; Portuguese: assembléia; Russian: собрание, линейка; Sanskrit: परिषद्; Scottish Gaelic: cruinneachadh; Serbo-Croatian: zbornica; Slovak: zhromaždenie, zhromažďovanie; Spanish: asamblea; Swedish: församling; Tocharian B: sārri, wertsiya; Volapük: kolkömanef; Welsh: cynulliad; Zulu: inhlangano, imbizo