ἀπαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλάσσω Medium diacritics: ἀπαλλάσσω Low diacritics: απαλλάσσω Capitals: ΑΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: apallássō Transliteration B: apallassō Transliteration C: apallasso Beta Code: a)palla/ssw

English (LSJ)

Att. ἀπαλλάττω, fut.

   A -ξω Isoc.5.52: pf. ἀπήλλᾰχα X.Mem. 3.13.6: aor. ἀπήλλαξα Hdt.1.16, Ar.V.1537, etc.:—Pass., pf. ἀπήλλαγμαι Id.Pax1128, Isoc.5.49, Ion. ἀπάλλαγμαι Hdt.2.144,167: aor. ἀπηλλάχθην, Ion. ἀπαλλ- Id.2.152, etc.; in Att. ἀπηλλάγην [ᾰ] as always in Prose; also in Trag. (for the most part metri gr., cf. however S.Ant.422, El.783 (v.l.), E.Ph.592 (v.l.), Andr.592): fut. ἀπαλλαχθήσομαι Id.Hipp.356, Ar.Av.940; in Prose, ἀπαλλαγήσομαι Th. 4.28, etc.:—Med., fut. (in pass. sense) ἀπαλλάξομαι Hdt.7.122, E. Hel.437, Th.8.83, etc.: aor. ἀπαηλλάξαντο E.Heracl.317, cf. Plu. Cat.Mi.64.    A. Act., set free, deliver from a thing, παιδίον δυσμορφίης Hdt. 6.61; τινὰ πόνων, κακῶν, A.Eu.83, Pr.773; τινὰ ἐκ γόων S.El.292; ἐκ φόβου καὶ κακῶν And.1.59: c. acc. only, release, S.Ant.596, etc.; κόπος μ' ἀ. Id.Ph.880.    2 put away from, remove from, τί τινος, as ἀ. γῆς πρόσωπον, φρενῶν ἔρωτα, E.Med.27, Hipp.774 (lyr.); σφαγῆς χεῖρα IT994; χρυσὸν χερός Hec.1222; ἀ. τινά τινος take away or remove from one, Ar.Ec.1046; τινὰ ἀπὸ τῆς πολιορκίας D.C.43.32.    3 c. acc. only, put away, remove, τι E.Hec.1068, Pl.Prt.354d, etc.; μύθοις ἔργ' ἀ. κακά do away ill by words, E.Fr.282.26; get rid of creditors, And. 1.122; τοὺς χρήστας Is.5.28; get rid of an opponent, by fair means or foul, D.24.37; ἀ. τοὺς κατηγόρους Lys.29.1; τοὺς Πελοποννησίους ἐκ τῆς χώρας Th.8.48; dismiss, send away, τινά Id.1.90; remove or displace from an office, ib.129; ἀ. τοὺς ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας Plu. Lyc.11; also, make away with, destroy, Thphr.HP9.15.2; ἑαυτόν Plu.Cat.Mi.70; bring to an end, λόγον E.Med.790.    4 in Law, give a release, discharge, D.36.25, cf. 37.1; τοὺς δανείσαντας ἀ. 34.22, cf. PTeb.315.16 (ii A.D.); discharge a debt, D.C.59.1, etc.:—so in Pass., Id.51.17.    II intr., get off free, escape, esp. with an Adv. added, ῥηιδίως, χαλεπῶς ἀ., Hp.VM10,20, cf. X.Cyr.4.1.5; ὁ στόλος οὕτως ἀ. came off, ended, Hdt.5.63, cf. A.Ag.1288, E.Med.786; οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξεν Hdt.1.16; κάκιον ἀ. Pl.R.491d, cf. Men.Epit.199; καταγελάστως ἀ. Aeschin.2.38; ἀλυσιτελῶς ἀ. Thphr.Char.8.11; ἀλύπως ἀ. get along well, PPetr.3p.58: with part. or Adj., χαίρων ἀ. Hdt.3.69; ἀθῷοι ἀ. Pl.Sph.254d, etc.: c. gen., depart from, βίου E.Hel.302 (dub.l.); τοῦ ζῆν Pl.Ax.367c; so πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ; X.Mem.3.13.6; ἄριστ' ἀπαλλάττεις ἐπὶ τούτου τοῦ κύβου in respect of .., Diph.73.    B. Pass. and Med., to be set free or released from a thing, get rid of it, ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Hdt.1.170; τυράννων Id.5.78; τῶν παρεόντων κακῶν Id.2.120; πημονῆς A.Pr.471; φόβου S.El.783; πραγμάτων τε καὶ μαχῶν Ar.Pax293; στρατιᾶς Id.Ach.251; Κλέωνος Th.4.28; τῆς κακουχίας ἐπὶ τὴν αὑτοῦ σκηνήν Plb.5.15.6.    2 get off, escape, mostly with some Adj. or Adv. added (as in Act. 11), ῥηιδίως ἀ. Hp.VM3; ἀγῶνος ἀ. καλῶς E.Heracl.346; ἀζήμιος ἀπαλλαγῆναι, ἀπαλλάττεσθαι, Ar.Pl.271, Pl.Lg.721d.    3 abs., to be acquitted, D.22.39.    4 of a point under discussion, to be dismissed as settled, τοῦτο ἀπήλλακται μὴ . . τὸ φίλον φίλον εἶναι Pl.Ly.220b, cf. Phlb. 67a.    II remove, depart from, ἐκ τῆς χώρης, ἐξ Αἰγύπτου, Hdt.1.61,2.139, al.; μαντικῶν μυχῶν A.Eu.180; γῆς ἀπαλλάσσεσθαι πόδα E.Med.729; δόξης, δέους Th.2.42; ἀ. παρά τινος Aeschin.1.78; depart, go away, ἐς τὴν ἑωυτοῦ Hdt.1.82, al.; ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ Id.9.11, cf. 5.64; πρὸς χώραν Pl.Lg.938a: abs., Hdt.2.93, al., Aen. Tact.10.19, 15.9.    2 ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου depart from life, E.Hel.102, Hipp.356; βίου ἀπαλλαγὴν ἀ. Pl.R.496e; freq. without τοῦ βίου, depart, die, E.Heracl.1000, Pl.Phd.81c, etc.    3 ἀ. λέχους to be divorced, E.Andr.592; ἀ. γυναῖκά τε ἀπ' ἀνδρὸς καὶ τὸν ἄνδρα ἀπὸ γυναικός Pl.Lg.868d.    4 ἀ. τῶν διδασκάλων leave school, Id.Grg.514c, cf. X.Mem.1.2.24.    5 ἀ. ἐκ παίδων become a man, Aeschin.1.40.    6 to be removed from, free from the imputation of, ἀπηλλαγμένος εὐηθίης many removes from folly, Hdt.1.60; ξυμφορῶν Th.1.122; αἰσχύνης Id.3.63: c. inf., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο was not far from judging adequately, Id.1.138.    b πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός far inferior to him, Hdt.2.144.    7 depart from, leave off from, τῶν μακρῶν λόγων S.El.1335; σκωμμάτων Ar.Pl.316; ἀ. λημμάτων give up the pursuit of .., D.3.33; οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς is not averse from .., Luc.Salt.35.    b abs., have done, cease, of things, S.Ant.422; ὅταν ἡ μέθη ἀπαλλαγῇ Arist.MM1202a3.    c throw up one's case, give up a prosecution, D.21.151,198.    d c. part., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι speak and be done withit, Pl.Grg.491c, cf.Tht.183c; ταῦτα μαντευσάμενος ἀπαλλάττομαι Id.Ap.39d; ἀπαλλάχθητι πυρώσας E. Cyc.600: also in part., with a Verb, οὐκοῦν ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; make haste and begone, S.Ant.244.    8 to depart from enmity, i.e. to be reconciled, settle a dispute, πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg.915c: abs., ib. 768c.    9 recover from an ailment, Aret.SD1.14.

German (Pape)

[Seite 276] att. -άττω, 1) losmachen, τὶ χερῶν, etwas aus den Händen lassen, Eur. Hec. 1222, Ggstz von ἔχειν, vgl. I. A. 323; σφαγῆς χεῖρ' ἀπαλλάξαι, die Hand vom Morde abziehen, I. T. 994; entfernen; entlassen, z. B. ἀζήμιόν τινα Plat. Legg. I, 648 c; vertreiben, Thuc. 1, 129; λύπας Plat Prot. 354 d; χαυνότητα Theaet. 175 b; τινὰ τῆς συγγενείας, aus der Verwandtschaft, Legg. XI, 929 a; δουλείαν, πόλεμον, beilegen, I, 628 b; λόγον, beendigen, Eur. Med. 786; σκεύη, wegschaffen, Xen. An. 3, 2, 28; Suid. erkl. ἀφανίζειν. Umgekehrt ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ Soph. Phil. 868, mich entläßt, verläßt. Vgl. noch Ar. Eccl. 1046 τὴν γραῦν μου, von mir entfernen, d. h. mich von ihr befreien; befreien, τινά τινος, πόνων Aesch. Prom. 775; Ar. Pax 886; μόρου Soph. Ant. 765; κακῶν Isocr. 4, 39; Folgde; seltener ἐκ, z. B. ἐκ γόων Soph. El. 284; ἐκ φόβου Andoc. 1, 59; ἑαυτοὺς ἐκ τοῦ ζῆν, sich tödten, Pol. 27, 2. Ebenso im pass., worin aor. I. häufiger als aor. II., u. nach Möris ἀπαλλάξομαι attisch für ἀπαλλαγήσομαι ist; bes. oft κακῶν, πόνων, δουλοσύνης, Her. 1, 170; φόβων Andoc. 1, 68; Xen. Cyr. 5, 2, 32; ἀπηλλαγμένοι αἰ. σχύνης, frei von Schande, Thuc. 3, 63; vgl. 1, 143; ἀπαλλαχθέντες τῶν μακρῶν λόγων, ohne viele Worte zu machen, Soph. El. 1327; σκωμμάτων Ar. Plut. 316; τοῦ λέγειν Dem. Lpt. 58. – 2) intrans., weggehen, sich entfernen, ἀπό τινος Her. 1, 16; βίου ἀπαλλάξαι, abscheiden, Eur. Hel. 302; ἀθῷος Plat. Soph. 254 d; bes. mit adv., κάκιον, schlimmer fortkommen, Plat. Rep. VI, 491 d; ῥᾷον, leichter davonkommen, dem voranstehenden σώζεσθαι entsprechend, Xen. Cyr. 4, 1, 5; ὁ καταγελαστῶς ἀπαλλάξας Aesch. 2, 38; χεῖρον ἡμῶν άπηλλάχασιν Dem. 18, 65; αἰσχρῶς καὶ κακῶς Xen. Mem. 1, 7, 3; Pol. 3, 64 u. öfter; οὕτως ἀπήλλαξε ὁ στόλος Her. 5, 63; πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὸδοῦ; wie ist ihm der Weg bekommen? Xen. Mem. 3, 13, 6; auch mit dem partic., χαίροντες, μεῖον ἔχοντες, Her. 3, 69. Bei Sp. steht es fast gleich διακεῖσθαι, z. B. ἐπισφαλῶς καὶ χαλεπῶς Plut. Tim. 17. – 3) Med., auch aor. pass., sich entfernen, fortmachen, so daß die Entfernung als Befreiung von etwas Lästigem erscheint, von Her. an häufig; ἐκ τῆς χώρας Her. 4, 164; ἀπ' ἀνδρός, sich trennen, Plat. Legg. IX, 868 d; ἀπ' ἀλλήλων, ἀπὸ τῆς στρατιᾶς, Xen. Cyr. 1, 2, 27 An. 7, 14; ἐς Πέρσας Her. 1, 4; ἐπὶ Θεσσαλίης 5, 64; πρός τινα, zu Einem übergehen, Xen. Cyr. 6, 1, 45; – mit u. ohne τοῦ βίου, sterben, Thuc. 2, 42; τοῦ ζῆν Pol. 11, 30; τινός, hinter Jemand zurückbleiben, ihm nachstehen, Her. 2, 144; ἀπαλλάγηθι εἰπών, mach endlich fort u. sprich, Plat. Gorg. 491 c; ἀπαλλάχθητι πυρώσας Eur. Cycl. 595. – 4) τοὺς χρηστάς Is. 5, 20; Dem. 33, 9; τοὺς δανείσαντας 34, 22, durch Bezahlen sie loswerden. Vor Gericht, ἀφῆκε καὶ ἀπήλλαξε Dem. 36, 25. 37, 1, eine Sache fallen lassen, aufgeben; ἀπήλλακται, die Sache ist abgemacht, wir sind übereingekommen, Plat. Lys. 220 b Phil. 67 a; vgl. Dem. 21, 198 u. 22. 39, wo es dem δίκην οὐ δοῦναι entspricht, freigesprochen sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, Ἰσοκρ. 92Ε: πρκμ. ἀπήλλᾰχα Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6: ἀόρ. ἀπήλλαξα Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζογράφοι: ‒ Παθ. πρκμ. ἀπήλλαγμαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1128, Ἰσοκρ., Ἰων. ἀπάλλαγμαι Ἡρόδ. 2. 144, 167: ‒ ἀόρ. ἀπηλλάχθην, Ἰων. ἀπαλλ-, ὁ αὐτ. 2. 152, Τραγ.· παρ᾿ Ἀττ. ἀπηλλάγην [ᾰ] ὡς πάντοτε παρὰ πεζοῖς· ὡσαύτως παρὰ Τράγ. (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χάριν τοῦ μέτρου, πρβλ. ὅμως Σοφ. Ἀντ. 422, Ἡλ. 782), Πόρσ. Φοίν. 986: μέλλ. ἀπαλλαχθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 356, Ἀριστοφ. παρὰ πεζοῖς ἀπαλλαγήσομαι Θουκ. 4. 28, κτλ.: ‒ Μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημ.) ἀπαλλάξομαι Ἡρόδ. 7. 122, Εὐρ. Ἑλ. 437, Θουκ. κτλ.: ἀόρ. ἀπηλλάξαντο Εὐρ. Ἡρακλ. 317, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα νεώτερ. 64. Α. ἐλευθερῶ, ἀπαλλάσσω τινὰ ἀπό τινος πράγματος, παιδίον δυσμορφίης Ἡροδ. 6. 61· τινὰ πόνων, πημονῆς, κακῶν, φόβου, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 773. 471 κτλ.· τινὰ ἐκ γόων Σοφ. Ἠλ. 292· ἐκ φόβου Ἀνδοκ. 8. 39· μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπελευθερῶ, ἀπολύω, Σοφ. Ἀντ. 597, κτλ.· κόπος μ᾿ ἀπ. ὁ αὐτ. Φ. 880· ἀπαλλάττω, ἀνακουφίζω, ἀπὸ χρέους ἢ ὑποχρεώσεως, κάμνω χάριν εἴς τινα, Δημ. 952. 16. 2) ἀπομακρύνω ἀπό τινος, μετακινῶ μακράν τινος, τί τινος, ὡς ἀπ. γῆς πρόσωπον, φρενῶν ἔρωτα Εὐρ. Μήδ. 27, Ἱππ. 774· σφαγῆς χεῖρα Ι. Τ. 994· χρυσὸν χερὸς Ἑκ. 1222· ἀπ. τινά τινος, ἀφαιρῶ, ἀπομακρύνω ἀπό τινος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1046· τινὰ ἀπό τινος Δίων Κ. 43. 32. 3) μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπομακρύνω τι, μετακινῶ, τι Εὐρ. Ἑκ. 1068, Πλάτ. κτλ.· μύθοις ἔργ᾿ ἀπ. κακά, ἀπομακρύνω τὰ κακὰ διὰ λόγου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 284. 26: ‒ ὡσαύτως, ἀπελευθεροῦμαι, ἀπαλλάσσομαι τῶν δανειστῶν, Ἀνδοκ. 16. 16, Ἰσαῖ. 53. 36, Δημ. 914. 4· ἀπαλλάσσομαι διὰ δικαίων ἢ ἀδίκων μέσων ἀπὸ ἀντιπάλου, ὁ αὐτ. 711. 25., 712. 1· ἀπ. τοὺς κατηγόρους Λυσ. 181. 25· ἀπολύω, ἀποπέμπω, τινὰ Θουκ. 1. 90· μεταθέτω, ἀπολύω ἀπὸ ὑπουργήματος, αὐτόθι 129: ὡσαύτως, ἐξαφανίζω, καταστρέφω, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 15, 2· ἑαυτὸν Πλουτ. Κάτων νεώτ. 70. β) ἀποσύρω κατηγορίαν, Δημ. 952. 11., 966. 3· ἴδε ἑρμηνευτὰς τῶν χωρίων τούτων: ‒ πληρώνω χρέος, Δίων Κ. 59. 1, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. 51. 17. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκφεύγω, διαφεύγω, ἰδίως μετὰ προσθήκης ἐπιρρήματος, ῥηϊδίως Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· ὁ στόλος οὕτως ἀπ., ἐγένετο, ἐτελείωσεν, Ἡρόδ. 5. 63, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288, Εὐρ. Μήδ. 786· οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξε Ἡρόδ. 1. 16· κακῶς ἀπ. Πλάτ. Πολ. 491D· καταγελάστως ἀπ. Αἰσχίν. 33. 17· οὕτω μετὰ μετοχ. ἢ ἐπιθ., χαίρων ἀπ. Ἡρόδ. 3. 69· ἀθῷος ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271, Πλάτ. Σοφ. 254D, κτλ.: ‒ μετὰ γεν., ἀπέρχομαι, τοῦ βίου Εὐρ. Ἑλ. 302, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 267 (οὕτω, πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ἄριστ’ ἀπαλλάττεις ἐπὶ τούτου τοῦ κύβου, ὡς προς…, Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 1: ἴδε κατωτέρ. ΙΙ 2). Β. Παθ. καὶ μέσ., ἐλευθεροῦμαι ἢ ἀπαλλάσσομαι ἀπό τινος πράγματος, «γλυτώνω», ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Ἡρόδ. 1. 170· τυράννων ὁ αὐτ. 5. 78· τῶν παρεόντων κακῶν ὁ αὐτ. 2. 120· πημονῆς Αἰσχύλ. Πρ. 471· φόβου Σοφ. Ἠλ. 783· πραγμάτων τε καὶ μαχῶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 293· στρατιᾶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 251· Κλέωνος Θουκ. 4. 28· κακῶν τῆς δὲ χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 786, κτλ. 2) ἐκφεύγω, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῇ προσθήκῃ ἐπιθέτου τινὸς ἢ ἐπιρρήματος (ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ.), ἀγῶνος ἀπ. καλῶς Εὐρ. Ἡρακλ. 346· ἀζήμιος ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271· καὶ συχν. παρὰ Πλάτ. 3) ἀπολ., ἀπελευθεροῦμαι, ἀθῳοῦμαι, Δημ. 605. 17. 4) ἐπὶ ζητήματος ὑπὸ συζήτησιν, λαμβάνω τέλος, τοῦτο ἀπήλλακται, μη… τὸ φίλον φίλον εἶναι, τοῦτο τὸ ζήτημα ἔλαβε τέλος, Πλάτ. Λύσ. 220Β· πρβλ. Φίληβ. 67 Α. ΙΙ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ ἔκ τινος, ἐξέρχομαι, ἐκ χώρης, ἐκ γῆς Ἡρόδ. 1. 61., 2. 139, κτλ.· μαντικῶν μυχῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 180· ὡαύτως, γῆς ἀπαλλάσσεσθαι πόδα Εὐρ. Μήδ. 729 (πρβλ. βαίνειν πόδα, βαίνω Α. ΙΙ. 4)· ἀπ. παρά τινος Αἰσχίν. 8. 20: - ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, ἐς τὴν ἑωυτοῦ Ἡροδ. 1. 82. κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς ἐωυτοῦ ὁ αὐτ. 9. 11, πρβλ. 5. 64· πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 938Α· ἐπὶ τόπον Πολύβ. 5. 15, 6· ἀπολ., Ἡρόδ. 2. 93, κ. ἀλλ.: - Ἐντεῦθεν ἐν πολλαῖς σχέσεσιν, ὡς: 2) ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου, ἀπέρχεσθαι τοῦ βίου, ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ἑλ. 102· πρβλ. Ἱππ. 356· βίου ἀπαλλαγὴν ἀπ. Πλάτ. Πολ. 496Ε· ὡσαύτως συχνάκις ἄνευ τοῦ βίου, ἀποθνήσκω, Εὐρ. Ἡρακλ. 1000, Θουκ. 2. 42, Πλάτ. Φαίδων 81C, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, παύομαι, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 20. 3) ἀπαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεκάμνω, σὺ γὰρ μετ’ ἀνδρῶν, ὦ κάκιστε κἀκ κακῶν;… ὅστις πρὸς ἀνδρὸς Φρυγὸς ἀπηλλάγης λέχους, ὅστις κατώρθωσες νὰ ξεφορτωθῇς τὴν γυναῖκά σου, εὐκολύνας δηλ. τὴν ἁρπαγὴν αὐτῆς, Εὐρ. Ἀνδρ. 592· ἀπ. γυνή τε ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἀνήρ ἀπὸ τῆς γυναικὸς Πλάτ. Νόμ. 868D. 4) ἐπειδὴ τῶν διδασκάλων ἀπηλλάγημεν, ἀφ’ ὅτου δὲν διδασκόμεθα πλέον, ἀφ’ ὅτου δὲν ἔχομεν πλέον διδασκάλους νὰ διδάσκωσιν ἡμᾶς, Πλάτ. Γοργ. 514C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24. 5) ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ παίδων, ὡς τὸ Λατ. e pueris excedere, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, οὗτος (ὁ Τίμαρχος)… ἐπειδή ἀπηλλάγη ἐκ παίδων, ἐτελείωσε τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, Αἰσχίν. 6. 16. 6) ἀπομακρύνομαι ἀπό τινος, τὸ Ἑλληνικὸν [[[ἔθνος]]] ἐὸν καὶ δεξιώτερον καὶ εὐηθίης ἡλιθίου ἀπηλλαγμένον μᾶλλον Ἡρόδ. 1. 60· ξυμφορῶν Θουκ. 1. 122· αἰσχύνης ὁ αὐτ. 3. 63· μετ’ ἀπαρεμ., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο, δὲν ἐστερεῖτο τῆς ἱκανότητος νὰ κρίνῃ ἐπαρκῶς, Θουκ. 1. 138. β) πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός, κατὰ πολὺ κατώτερος αὐτοῦ Ἡρόδ. 2. 144. 7) ἀφίνω, παραιτοῦμαι, καὶ νῦν ἀπαλλαχθέντες τῶν μακρῶν λόγων… εἴσω παρέλθεθ’ Σοφ. Ἠλ. 1335· σκωμμάτων Ἀριστοφ. Πλ. 316· ἀπ. λημμάτων, παραιτοῦμαι, ἀφίνω τὴν ἐπιζήτησιν, τὴν ἐπιδίωξιν…, Δημ. 37. 24· οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς, δὲν διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν γραφικήν, Λουκ. π. Ὀρχήσ. 35. β) ἀπολύτ., παρέρχομαι, παύομαι, κοπάζω, καὶ τοῦδ’ ἀπαλλαγέντος… ἡ παῖς ὁρᾶται Σοφ. Ἀντ. 422, Πλάτ. Ἀπολ. 39D· ὡς ἀπήλλαγμαι, ὅτι παρῃτήθην, Δημ. 578. 14. γ) μ. μετοχ. ὡς τὸ ἄνυσον πράξας, κτλ., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι λέγε καὶ τελείωνε, Πλάτ. Γοργ. 491C, πρβλ. Θεαίτ. 183C· λαμπρὸν πυρώσας ὅμμ’ ἀπαλλάχθηθ’ ἅπαξ, κατακαὺσας τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ [τοῦ Κύκλωπος, ὦ Ἥφαιστε], ἀπαλλάχθητι ἅπαξ διὰ παντὸς τοῦ πυροῦν αὐτόν, Εὐρ. Κύκλ. 600, ὁ Palev ὅμως τιθεὶς κόμμα μετὰ τὸ ὅμμ’ ἑρμηνεύει: ἀπαλλάχθητι αὐτοῦ (τοῦ Κύκλ.) ἅπαξ διὰ παντός. - Ὡσαύτως καὶ κατὰ μετοχ. ὡς τὸ ἀνύσας, μετὰ ῥήματος, οὔκουν ἐρεῖς ποτ’, εἶτ’ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ἐπὶ τέλους δὲν θὰ μᾶς εἴπῃς τί συνέβη καὶ νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς; Σοφ. Ἀντ. 244· ἀφίνω τὴν ἔχθραν, συμφιλιοῦμαι, ὡς τὸ διαλλάσσομαι ἢ καταλλάσσομαι, ἐὰν μὴ πρότερον ἐν γείτοσιν ἢ ἐν αἱρετοῖσι δικασταῖς ἀπαλλάττωνται πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Πλάτ. Νόμ. 915C· - ἀπολ., αὐτόθι 768C, Δημ. 578. 14. 9) ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρ. Ἰητρ. 9, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπήλλασσον, f. ἀπαλλάξω, ao. ἀπήλλαξα, pf. ἀπήλλαχα;
Pass. f. ἀπαλλαχθήσομαι, f.2 plus us. ἀπαλλαγήσομαι, ao. ἀπηλλάχθην, ao.2 plus us. ἀπηλλάγην, pf. ἀπήλλαγμαι;
A. tr. I. 1 écarter, éloigner, acc. ; ἀπ. σφαγῆς χεῖρα EUR détourner sa propre main d’un meurtre ; οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς πρόσωπον EUR ne détournant pas son visage de la terre ; Pass. être écarté, éloigné : πολλὸν ἀπαλλαγμένος HDT fort éloigné, càd fort différent (des dieux);
2 s’éloigner : ἐκ χώρης HDT d’un pays ; ἐς τὴν ἑωυτοῦ HDT rentrer dans son pays ; ἐς Πέρσας HDT partir chez les Perses ; τοῦ βίου EUR ou simpl. ἀπαλλάττεσθαι quitter la vie, mourir;
II. mettre fin à : λόγον EUR à un discours ; Pass. s’abstenir de, gén. ; abs. cesser ; οὐκοῦν ἀπαλλαχθεὶς ἄπει ; SOPH ne vas-tu donc pas parler, et, quand tu auras fini, t’éloigner ?;
III. faire changer (de disposition, de sentiments, etc.) ; Pass. se réconcilier;
IV. écarter pour se débarrasser de, se défaire de : σκεύη XÉN mettre des bagages en lieu sûr ; τινα se défaire de qqn;
V. délivrer, affranchir : τινα πόνων ESCHL délivrer qqn de ses souffrances ; ἑαυτόν PLUT se délivrer de la vie, se tuer ; ἀπαλλάσσεσθαι βίου EUR perdre la vie ; ἀπαλλαχθῆναι ou ἀπηλλάχθαι φόβου XÉN, αἰσχύνης THC être délivré de la crainte, de la honte ; τινὸς ἀπ. καλῶς, κακῶς ATT sortir heureusement, malheureusement de qqe difficulté;
B. intr. 1 s’éloigner;
2 se délivrer de, se débarrasser de, mettre fin à : ἀπ. ῥᾷον XÉN, αἰσχρῶς τε καὶ κακῶς XÉN se tirer d’affaire plus facilement, honteusement et malheureusement ; πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; XÉN comment s’est-il tiré du voyage ? avec un part. : χαίροντα ἀπαλλάττειν HDT se tirer d’affaire sans châtiment, être laissé en paix après une faute.
Étymologie: ἀπό, ἀλλάσσω.