εἰσέρχομαι

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέρχομαι Medium diacritics: εἰσέρχομαι Low diacritics: εισέρχομαι Capitals: ΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: eisérchomai Transliteration B: eiserchomai Transliteration C: eiserchomai Beta Code: ei)se/rxomai

English (LSJ)

fut. -ειεύσομαι: aor. -ήλῠθον, -ῆλθον: in Att., fut. is supplied by εἴσειμι, and impf. by εἰσῄειν:—

   A go in or into, enter, in Hom. and Poets mostly c. acc., Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184; ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος 22.56; αὐιάν Pi.N.10.16; ἄλσος, δόμους, S.Tr.1167, E.Alc.563; οἴκαδε X.HG5.4.28; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Pl.Hp.Ma.304d; εἰσῆλθ' ἑκατόμβας invaded the hecatombs, Il.2.321 : but in Prose mostly with Preps., ἐς οἴκημα Th.1.134, etc.; ἐς. ἐς τὰς σπονδάς come into the treaty, Id.5.36; εἰς τὸν πόλεμον v.l. in X.An.7.1.27; εἰ. εἰς τοὺς ἐφήβους enter the ranks of the Ephebi, Id.Cyr.1.5.1; also εἰ. πρός τινα enter his house, visit him, ib.3.3.13; of a doctor, pay a visit, Gal.18(2).36 ; εἰ. ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21 : abs., of money, etc., come in, προσόδους εἰσελθούσας Id.Vect.5.12.    II of the Chorus, actors, etc., come upon the stage, enter, Pl.R.580b, X.An. 6.1.9, etc.; enter the lists, in a contest, S.El.700; πρός τινα in competition with.., D.18.319.    III as law-term, of the accuser, come into court, εἰς ὑμᾶς (sc. τοὺς δικαστάς) D.59.1; but also τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν -εληλυθότας δικαστάς Id.18.278.    2 of the parties, c. acc., εἰ. τὴν γραφήν enter the charge, Id.18.105; εἰ. δίκας Id.28.17 (so also εἰ. [τὴν καταχειροτονίαν] Id.21.6; εἰ. λόγον κατά τινος Arg. Isoc.II).    3 of the accused, come before the court, δεῦρο Pl.Ap.29c; εἰς δικαστήριον Id.Grg.522b; εἰς ὑμᾶς D.18.103, cf. 21.176; εἰσελθόντες δ' ὡς ὑμᾶς is prob. in Arist.Rh.1410a18.    4 of the cause, to be brought in, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.    IV enter on an office, Antipho 6.44 ; ἐς. ἐς τὴν ὑπατείαν D.C.41.39 ; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Id.64.7.    V consult a table, εἰ. εἰς ὄργανον Vett.Val.20.12.    VI metaph., [μένος] ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.17.157 ; πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται famine never enters the land, Od.15.407 ; Κροῖσον γέλως ἐσῆλθε Hdt.6.125 ; ὥς με πόλλ' εἰσέρχεται.. ἄλγη A.Pers.845; πόθος μ' εἰσέρχεται E.IA 1410 ; νιν εἰσῆλθεν τάδε ib.57 : c. dat., εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις S. OC372 ; [Κύπρις] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων.. γένει Id.Fr.941.9 ; δέος εἰ. τινὶ περί τινος Pl.R.330d ; ὑποψία εἰ. μοι Id.Ly.218c.    2 come into one's mind, Κροίσῳ ἐσελθεῖν τὸ τοῦ Σόλωνος Hdt.1.86, cf. Pl.Tht. 147c ; ἐσελθεῖν τισὶ ἡδονήν, οἶκτον, Hdt.1.24,3.14.    b impers., c. inf., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα it came into his head that.., Id.3.42 ; ἐσῆλθέ με κατοικτῖραι Id.7.46; εἰσῆλθε δή με..φοβηθῆναι Pl. Lg.835d; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς.. A.Pr.1002.

German (Pape)

[Seite 742] (ἔρχομαι; εἰσέλθατε Matth. 7, 13; εἰσένθωμες Theocr. 15, 68), 1) hineingehen, -kommen; Hom. mit dem bloßen acc., Φρυγίην, τεῖχος, Il. 3, 184. 22, 56; αὐλήν, δώματα, Pind. N. 10, 16 P. 10, 32; πόλιν, Soph. O. C. 917; ἄλσος, Trach. 1157; δόμους, Eur. Alc. 563; εἰς οἴκημα, Thuc. 1, 134; Plat. Prot. 321 e; com.; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Hipp. mai. 304 d, vgl. Xen, Hell. 5, 4, 28; παρά τινα, Gorg. 456 b; πρός τινα, Xen. Hem. 3, 10, 1 u. Sp. Oft absolut, bes. = auftreten, vom Chor, Plat. Rep. IX, 580 b; vom Tänzer, Xen. An. 5, 7, 9. – Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Xen. Hell. 5, 1, 33; Thuc. 5, 36; – ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten, Xen. Cyr. 1, 5, 1. – Auch von Geld u. Waaren: einkommen, eingehen, Xen. πρόσοδοι, νόμισμα, Vectig. 5, 12 Lac. 7, 5. – 2) in attischer Gerichtssprache, vor Gericht gehen, εἰς δικαστήριον, Plat. Gorg. 522 d, wie Dem. 59, 90; ohne den Zusatz, sich vor Gericht stellen, Plat. Apol. 29 c Crit. 45 e; εἰς ὑμᾶς, Richter, Dem. 59, 1; bei Lys. 3, 7 vom Senat; auch εἰσῆλθον τὴν γραφήν, Dem. 18, 105. 21, 6 u. andere Redner, die Klage vorbringen, vgl. εἴσειμι. Aber auch ὁ ἀγὼν εἰσέρχεται εἰς ὑμᾶς, Dem. 59, 16. 91. – 3) wie εἴσειμι, ein Amt antreten, Antiph. 6, 44; ἐς τὴν ὑπατείαν, D. Cass. oft. – 4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Muth kommt in die Männer, Il. 17, 157; πείνη δῆμον, Hungersnoth kommt über das Volk, Od. 15, 407; ὥς με πόλλ' ἐςέρχεται ἄλγη Aesch. Pers. 831; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ – ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn, Prom. 1004: von Leidenschaften, ἔρως – ἰχθύων γένει Soph. frg. 678; πόθος μ' εἰσέρχεται, Sehnsucht ergreift mich, Eur. I. A. 1411; μ' ἔλεος εἰσῆλθε I. A. 491; ἰδόντα γέλως εἰσῆλθε Her. 6, 125; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰσῆλθε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein, 8, 137, wie τὸν δὲ εἰσῆλθε θεῶν εἶναι τὸ πρῆγμα 3, 42; ἐπιθυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an, Plat. Legg. VIII, 838 b; seltner c. dat., ὑποψία μοι Lys. 218 c; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein, Theaet. 147 c; αὐτῷ δέος καὶ φροντίς Rep. I, 330 d; vgl. Her. 1, 24. 3, 14; Soph. O. C. 372; Plut. Timol. 26. Vgl. ἐπέρχομαι u. εἴσειμι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέρχομαι: μέλλ. -ελεύσομαι· ἀόρ. -ήλῠθον, -ῆλθον· ἀλλὰ τὸν Ἀττ. μέλλ. ἀναπληροῖ τὸ εἴσειμι, τὸν δὲ παρατ. τὸ εἰσῄειν: Ἀποθ., εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ., Φρυγίην εἰσήλυθον Ἰλ. Γ. 184· ἀλλ’ εἰσέρχειο τεῖχος Χ. 56· ὡς οὐν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας, ὡς οὖν φοβερὰ σημεῖα ἐπῆλθον εἰς τὰς τῶν θεῶν θυσίας, Β. 321: - ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς κατὰ τὸ πλεῖστον, εἰσ. εἰς οἴκημαοἴκαδε Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28· ἐσ. ἐς τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 36· εἰς τὸν πόλεμον Ξεν. Ἀν. 7. 1. 27· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, εἰς τὴν τάξιν ἢ ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, εἰσ. πρός τινα 3. 3, 13· εἰσ. ἐπὶ δεῖπνον ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 21· ἀπολ., ἐπὶ χρημάτων, κτλ., ἔρχομαι, πρόσοδοι εἰσῆλθον ὁ αὐτ. Πόροι 5, 12. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἢ τῶν ὑποκριτῶν, ἔρχομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, παρουσιάζομαι, Πλάτ. Πολ. 580Β, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 9, κτλ.: - εἰσέρχομαι ὡς ἀγωνιστής, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα Σοφ. Ἠλ. 700, πρβλ. Δημ. 331. 5, καὶ ἴδε ἐν λ. εἴσοδος ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, παρουσιάζομαι εἰς τὸ δικαστήριον Πλάτ. Γοργ. 522Β, Δημ. 571. 25· εἰς τοὺς δικαστὰς ὁ αὐτ. 1345. 2· ἐπὶ τῶν δικαστῶν, ὁ αὐτ. 318. 21. 2) ἐπὶ τῶν διαδίκων, μετ’ αἰτιατ., εἰσ. τὴν γραφὴν ὁ αὐτ. 261. 8· εἰσ. τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. 260. 20· εἰσ. δίκην ὁ αὐτ. 841. 9· οὕτω καί, εἰσ. τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 516. 8. 3) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, Δημ. 260. 19· οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8, εἰσελθόντες δ’ εἰς ὑμᾶς. 4) ἐπὶ τῆς δίκης, εἰσάγομαι, ποῦ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; Δημ. 940. 21. IV. εἰσέρχομαι εἰς ἀρχήν τινα, Ἀντιφῶν 146. 25· εἰσ. εἰς τὴν ὑπατείαν Δίων Κ. 41. 39. V. μεταφ., μένος ἄνδρας εἰσέρχεται, θάρρος ἐπέρχεται εἰς τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Ρ. 157· πείνῃ δ’ οὔποτε δῆμον ἐσέρχεται, πεῖνα δὲ οὐδέποτε ἐπέρχεται εἰς τὸν τόπον, Ὀδ. Ο. 407· οὕτως, ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε, κατέλαβε γέλως, Ἡρόδ. 6. 125· ὥς με πόλλ’ εἰσέρχεται... ἄλγη Αἰσχύλ. Πέρσ. 845· πόθος μ’ εἰσέρχεται Εὐρ. Ι. Α. 1411· εἰσήλθέ νιν τάδε αὐτόθι 57: - ὡσαύτως μετὰ δοτ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις Σοφ. Ο. Κ. 372· ἔρως εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων... γένει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 678. 9· δέος εἰσ. τινι περί τινος Πλάτ. Πολ. 330D· ὑποψία εἰσ. τινι ὁ αὐτ. Λύσ. 218C: - ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς τὸν νοῦν τινος, Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 1. 24., 3. 14, Πλάτ. Θεαίτ. 147C. 2) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμ., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα, ἐπῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 42· ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι ὁ αὐτ. 7. 46· εἰσῆλθε δή με... φοβηθῆναι Πλάτ. Νόμ. 835D· ὡσαύτως, τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Ἡρόδ. 8. 137· εἰσελθέτω σε μήποθ’, ὡς... Αἰσχύλ. Πρ. 1002: - Πρβλ. εἴσειμι IV, ἐπέρχομαι Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσελεύσομαι, ao. εἰσῆλθον, etc.
I. entrer dans, entrer, acc. ou εἰς ou πρός et l’acc. ; fig. ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν THC entrer dans un traité, adhérer à un traité;
II. paraître en public :
1 comparaître devant un tribunal ; εἰσ. τὴν γραφήν comparaître pour soutenir un procès ; en parl. des juges entrer en séance;
2 paraître sur la scène ; entrer en lice;
III. fig. en parl. d’une pensée, d’un sentiment entrer dans l’esprit ou dans le cœur : τινα, τινι de qqn ; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς HDT il lui vint à l’esprit que ; avec un inf. : ἐσῆλθε γάρ με λογισάμενον κατοικτεῖραι ὡς HDT car, en réfléchissant, je me mis à déplorer que ; τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρᾶγμα HDT mais comme la pensée lui vint que l’événement avait une cause divine.
Étymologie: εἰς, ἔρχομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Il.17.157, Od.15.407, Emp.B 100.12, Pi.N.10.16, A.Pers.845, Hdt.1.24, IG 13.61.52 (V a.C.), Th.1.134, Orác. en ISestos 11.25 (II d.C.), D.C.41.39.1

• Morfología: [aor. ind. 1a sg. εἰσῆλθα SEG 34.1217.4 (Lidia II d.C.), 3a sg. εἰσήλυθε Theoc.25.182, 3a plu. εἰσήλθοσαν LXX Io.2.1, 1Ma.8.19, D.C.Epit.7.26.12, εἰσῆλθαν PGen.3.17 (II d.C.), dór. subj. 1a plu. εἰσένθωμες Theoc.15.68]
I sent. fís.
1 c. dif. constr. de direcc. entrar
a) c. suj. de pers. y ac. ἤδη καὶ Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184, ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος mas entra en la muralla, Il.22.56, βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν Pi.l.c., cf. Orph.A.393, ἐγὼ Σελλῶν ἐσελθὼν ἄλσος S.Tr.1167, δόμους E.Alc.563, κρύφιος ... χθόνα E.HF 598, μαντεῖον τόδε E.Io 69, ὅππως τ' εὔυδρον Νεμέης εἰσήλυθε χῶρον (θηρίον) Theoc.25.182, τὸ τρίπυλον SEG 42.1065.39 (Colofón II a.C.), πόλεις Aristid.Or.50.8, c. prep. εἰς, ἐπί y ac. o adv. de direcc. εἰς τὸ τεῖχος Ar.Au.1209, ἐς οἴκημα Th.1.134, cf. Ph.Fr.Gen.4.145, Plu.Cic.28, LXX Io.2.1, εἰς τὴν ... παλαίστραν Pl.Chrm.153a, εἰς τοὐπτάνιον Damox.2.45, εἰς τὴν πατρίδα Plb.4.54.3, εἰς τὴν πόλιν LXX 3Re.12.24k, cf. Eu.Marc.11.11, Act.Ap.10.24, 19.30, D.C.Epit.7.26.12, εἰς τὸ βουλευτήριον LXX 1Ma.8.19, τὰς ψυχὰς ... εἰς ἕτερα ζῷα λέγων εἰσέρχεσθαι Pythag. en D.S.10.6, ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21, οἴκαδε Pl.Hp.Ma.304d, X.HG 5.4.28, abs. ὥσπερ πτωχὸν ἐσερχόμενον como a un mendigo que entra en la casa, Thgn.278, τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός Pi.P.4.120, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα entró (en la competición) con muchos conductores de carros S.El.700, ἀλλ' οὐχὶ φωράσων ἔγωγ' εἰσέρχομαι Ar.Nu.499, πᾶσαι ἅμ' εἰσένθωμες entremos todas juntas (al palacio), Theoc.15.68, ὥστ' εἰσελθόντα τὸν αἴγινθον οὐκέτ' ἔχειν ἐκπτῆναι ref. una jaula, D.P.Au.3.14, Ar.Ra.520, Men.Sam.390, Aesop.147.3, Luc.Philops.31, PGen.l.c., en lugar sagrado SEG l.c., frec. c. pred. del suj. γάμβρος εἰσέρχεται ἶσος Ἄρευι Sapph.111.5, Μυσὸς εἰσῆλθεν ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἔχων πέλτην X.An.6.1.9, εἰσῆλθεν ἡ ἑταίρα φέρουσα τὸν γλυκύν Alex.60.1
de actores, coros entrar en escena καθάπερ γὰρ εἰσῆλθον ἔγωγε ὥσπερ χοροὺς κρίνω Pl.R.580b
en part. indicando orientación ἐμ μὲν δεξιοῖς εἰσερχομένων a mano derecha según se entra, TAM 2.604.3 (Tlos, imper.), εἰσερχομένων ἐκ τῆς ἱερᾶς ἀγορᾶς ἐν δεξιᾷ SEG 28.953.58 (Cízico I d.C.), cf. ISmyrna 221.1 (imper.)
subst. τὸ εἰ. la entrada τὰ πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἐσόρια las tumbas que están delante de la entrada, ISmyrna 221.3 (imper.);
b) c. suj. no de pers. οὐδεὶς ἄγγοσδ' ὄμβρος ἐσέρχεται nada de agua entra en el vaso en el experimento de la clepsidra, Emp.B 100.12, ἡ κραυγή μου ... εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ LXX Ps.17.7, τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα Eu.Matt.15.11, ὕδωρ εἰς τὴν ζώρυγα (sic) PMeyer 20.18 (III d.C.), ἡ ψύξις εἰσερχομένη παρὰ τὰ ἐν βάθει μόρια Pall.in Hp.145, ὀπὰς ... δι' ὧν φῶς τε αὐτοῖσιν εἰσέρχεται Megasth.20(a).4, βόθρους δ' ἐπὴν ἐσέλθῃ αἷμα μέλαν Orác. en ISestos l.c.
c. compl. sobreentendido por cont.: del alimento, el aire, etc. entrar en el cuerpo τῆς τροφῆς εἰσελθούσης γλυκείας Arist.Mete.355b7, ἄνευ ὀσμῆς τὸ πνεῦμα εἰσέρχεται Thphr.Sens.85, cf. Gal.4.711
de dinero entrar en las arcas, ingresar τῶν προσόδων πολλὰς ἐκλιπούσας καὶ τὰς εἰσελθούσας ... καταδαπανηθείσας X.Vect.5.12, κεφάλαιον ... τοῦ ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς εἰσελθόντος (ἀργυρίου) IG 11(2).161A.122, cf. 162A.29 (ambas III a.C.).
2 entrar en casa de, entrar a visitar, presentarse ante c. παρά, πρός y ac. de pers. σὺν τούτοις οὖν ὁ Κῦρος εἰσελθὼν πρὸς τὸν Κυαξάρην X.Cyr.3.3.13, πρὸς τὴν ἀδελφήν Bell.Syr.Ann.4.20, διὰ τούτων ... πρὸς τοὺς στρατηγούς Plb.3.99.2, καὶ τὴν θύραν κόψας εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν y tras golpear la puerta entró en su casa Plu.Alc.8, cf. I.AI 8.235, Apoc.3.20, καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς φιλόσοφον Arr.Epict.3.1.24, de la visita del médico εἰσελθὼν πρὸς ἄρρωστον Gal.18(2).36, μετὰ τῶν ἄλλων ἰατρῶν εἰσελθὼν παρά τινα τῶν καμνόντων Pl.Grg.456b, c. compl sobreentendido por cont. εἰσελήλυθεν δέ τις ἰατρός; ¿y ha venido a visitarte algún médico? Men.Asp.428, ὅτε ὁ ἐπιστράτηγος εἰσήρχετο con ocasión de la visita del estratego, SB 4425re.6.13 (II d.C.)
presentarse para una competición τῶν εἰσελθόντων πρὸς αὐτὸν ἄριστ' ἐμάχετο D.18.319
jur. presentarse a juicio, comparecer como acusado ante un tribunal, c. ac. εἰσῆλθον τὴν γραφήν comparecí en el proceso D.18.105, cf. 21.6, γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον acusado me presenté a este juicio ante vosotros D.18.103, c. constr. prep. o adv. εἰς τὸ δικαστήριον Pl.Grg.522b, D.21.176, cf. Lys.13.38, ISinuri 11.8 (heleníst.), δεῦρο Pl.Ap.29c, abs. Ἀππιανὸς εἰσελθὼν εἶπεν A.Al.11.4.3
tb. como acusador εἰσελθεῖν εἰς ὑμᾶς acudir al tribunal D.59.1, εἰς ταύτην τὴν βουλήν presentarse (como denunciante) ante este Consejo Lys.13.21, εἰς τὸ συνέδριον SEG 22.266.9 (Argos II/I a.C.), τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότας δικαστάς D.18.278, cf. Lys.13.12.
3 subir, llegar hasta un punto, ref. la crecida del Nilo ὁ ... [Νε] ῖλος εἰσῆλθεν εἰς τὸ[ν] πυλῶνα τῆς πόλεως IPh.2.187 (V d.C.), cf. IPDésert 115 (II d.C.).
II sent. no fís.
1 introducirse en medio de c. ac. δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ' ἑκατόμβας Il.2.321.
2 c. suj. de pers. entrar a pertenecer o formar parte de εἰσῆλθεν εἰς τοὺς ἐφήβους X.Cyr.1.5.1, εἰς τὸ βουλευτήριον Lys.31.1, εἰς [φυλ] ὴν ... ἣν ἂν βούληται IIl.25.31 (III a.C.), εἰς σύγκλητον Didyma 296.9 (I a./d.C.), εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου Eu.Matt.25.21
acceder al trono, a un cargo, etc., entrar en funciones, empezar a desempeñar abs. ἐπειδὰν ἐσέλθɛ̄ι ἑ πρυτανεία ἑ δευτέρα IG l.c., frec. en part. perf. πέντε ἑμέρας ἐσελɛ̄λυθύας τε͂ς πρυτανείας haciendo cinco días que la pritanía había entrado en funciones, IG 13.369.10, cf. 364.11, 365.26 (todas V a.C.), ἐπειδὴ δὲ οὑτοσὶ ὁ βασιλεὺς εἰσῆλθεν Antipho 6.44, c. εἰς y ac. εἰσελθὼν γὰρ εἰς τὴν ἀρχὴν τῇ νουμενίᾳ ISestos 1.61 (II a.C.), καὶ πρὶν ἐς τὴν ὑπατείαν ... ἐσελθεῖν D.C.41.39.1.
3 c. suj. de pers. entrar en, fig. ponerse a c. εἰς y ac. εἰσῆλθον εἰς τὸ προκείμενον ὄργανον εἰς τὰς ι̅δ̅ μοίρας me he puesto a (trabajar en) la tabla de cálculo (estudiando) las catorce partes Vett.Val.19.17, ταύτας (ὥρας) ἔχων εἰσῆλθον κατὰ τὸ ἔγκλιμα καὶ εὗρον ... Vett.Val.303.25, cf. 348.10
c. n. abstr. caer en fig. ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν para que no caigáis en tentación, Eu.Matt.26.41.
4 c. suj. de abstr. invadir, alcanzar, entrarle a uno c. ac. de pers. μένος ... οἷόν τ' ἄνδρας ἐσέρχεται furor como el que invade a los hombres, Il.17.157, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται el hambre nunca llega al pueblo, Od.l.c., ὥς με πόλλ' ἐσέρχεται κακῶν ἄλγη A.Pers.845, τὸν Κροῖσον γέλως Hdt.6.125, λέκτρων σῶν πόθος μ' E.IA 1410, tb. c. dat. de pers. τοῖσι ἐσελθεῖν ἡδονή Hdt.1.24, αὐτῷ τε Καμβύσῃ ἐσελθεῖν οἶκτόν τινα que al propio Cambises le invadió un sentimiento de piedad Hdt.3.14, τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακή S.OC 372, μοι ... τις ὑποψία Pl.Ly.218c, cf. R.330d, tb. c. dat. de anim. εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων πλωτῷ γένει del amor, S.Fr.941.9.
5 c. ac. o dat. de pers. y or. complet. como suj. ocurrírsele a uno, venir a las mientes, pensar c. inf. suj. τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα Hdt.3.42, cf. 7.46, εἰσῆλθεν δή με ... φοβηθῆναι Pl.Lg.835d
c. ὡς: εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ ... jamás se te ocurra que yo ... A.Pr.1002, τὸν δὲ ἀκούσαντα ἐσῆλθε αὐτίκα ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137
c. otros regímenes o abs. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε· ὅρκους συνάψαι E.IA 57, τῷ δὲ Κροίσῳ ... ἐσελθεῖν ... τὸ τοῦ Σόλωνος ... τὸ μηδένα εἶναι τῶν ζωόντων ὄλβιον y a Creso le vino a las mientes lo de Solón, aquello de que nadie de entre los vivos es feliz Hdt.1.86, αὐτοὺς καὶ τὸ τοῦ Σόλωνος εἰσέρχεται σκοπεῖσθαι κελεύοντος ... Gal.1.16, κἀκεῖνο εἰσέρχεταί σε, ὡς ... Luc.Merc.Cond.16, ἐρωτᾶν οἷον καὶ ... ἡμῖν ἔναγχος εἰσῆλθε διαλεγομένοις preguntar algo como lo que hace poco se nos ocurrió en una conversación Pl.Tht.147c.
III tr., jur. presentar ante la justicia una demanda judicial εἰς ὑμᾶς εἰσελθεῖν τὰς πρὸς τουτουσὶ δίκας D.28.17, τὸν κατ' αὐτοῦ λόγον Isoc.11.argumen.14, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.

English (Abbott-Smith)

εἰσ-έρχομαι, [in LXX chiefly for בּוֹא;]
to go in or into, enter: Mt 9:25, Lk 7:45, al.; seq. εἰς, Mt 10:12, Mk 2:1, al.; seq. διά (πύλης, θύρας, etc.), Mt 7:13, Jo 10:1, al.; ὑπὸ τ. στέγην, Mt 8:8; c. adv.: ὅπου, Mk 14:14, He 6:20; ὧδε, Mt 22:12; ἔσω, Mt 26:58; seq. πρός, c acc. pers., Mk 15:43, Lk 1:28, Ac 10:3 11:3 16:40 17:2 28:8, Re 3:20; of demons taking possession, Mk 9:25, Lk 8:3022:3, Jo 13:27; of food, Mt 15:11, Ac 11:8. Metaph., of thoughts, Lk 9:46; εἰς κόπον, Jo 4:38; εἰς πειρασμόν, Mt 26:41, Lk 22:40, 46; of hope as an anchor, He 6:19; βοαί, Ja 5:4; πνεῦμα ζωῆς, Re 11:11; εἰς τ. κόσμον (cf. Wi 2:24 14:14, Jo 18:37), Ro 5:12, He 10:5; in counterparts of Jewish Aram. phrases relating to the theocracy (cf. Dalman, Words, 116ff.): εἰς τ. γάμους, Mt 25:10; εἰς τ. χάραν τ. κυρίου, Mt 25:21, 23; εἰς τ. ζωήν, Mt 18:8, 9 19:17, Mk 9:43, 45; εἰς τ. βασιλ. τ. οὐρανῶν, Mt 5:20 7:21, al. (v.s. βασιλεία); εἰς τ. κατάπαυσιν, He 3:11, 18 4:1ff.; εἰς τ. δόξαν, Lk 24:26; εἰσ. καὶ ἐξερχ., to go in and out (like Heb. בֹוא וְצֵאת, De 28:6, etc.), of familiar intercourse, Ac 1:21; fig., of moral freedom, Jo 10:9 (cf. ἐπ-, παρ-, συν-εισέρχομαι).

English (Strong)

from εἰς and ἔρχομαι; to enter (literally or figuratively): X arise, come (in, into), enter in(-to), go in (through).