ἐπαγγελία

From LSJ
Revision as of 18:01, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελία Medium diacritics: ἐπαγγελία Low diacritics: επαγγελία Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ
Transliteration A: epangelía Transliteration B: epangelia Transliteration C: epaggelia Beta Code: e)paggeli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A command, summons, Plb.9.38.2.    b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.); τοῦ ἀγῶνος SIG561.9 (Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.    2 as law-term, . (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v. ἐπαγγέλλω 3), ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64, cf. 81; πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).    3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14; τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN1164a29, cf. Phld.Herc.1251.20; ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 (Lagina); ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10 (Mylasa); ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9, cf. GDI3624a34 (Cos).    4 indication, τοῦ ἐσομένου A.D.Synt.205.13.    5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.    6 = ἐπάγγελμα 2, subject of a treatise, Gal.Libr.Propr.Prooem.    7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.

German (Pape)

[Seite 892] ἡ, das Ankündigen, – a) der Befehl, die Forderung, Pol. 9, 38, 2 u. öfter. – b) das Versprechen, Pol. ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι πρὸς τὴν ἀπόστασιν, Versprechungen für den Abfall machen, 1, 72, 6; τὸ ἐν ἐπαγγελίᾳ καὶ φάσει μόνον εἰρημένον 7, 13, 2; N. T.; ὤμων, was die Schultern zu leisten versprechen, Philostr. imagg. 1, 4. – c) in der att. Gerichtssprache: Ankündigung der Klage δοκιμασίας gegen Redner u. Staatsmänner wegen schlechtes Lebenswandels, B. A. 256, ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων, bei den Thesmotheten anhängig gemacht, Dem. 22, 29; ἠπεί. λησεν ἐπαγγελίαν ἐν τῷ δήμῳ ἥνπερ ἐγὼ Τιμάρχῳ ἐπήγγειλα Aesch. 1, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελία: ἡ (ἐπαγγέλλω) διαταγή, παραγγελία, διότι παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν Πολύβ. 9. 38, 2, 2) ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, κυρίως, ἐπαγγελία δοκιμασίας, δημοσία καταγγελία καὶ κλῆσις ὅπως προσέλθῃ τις εἰς δοκιμασίαν τῶν ῥητόρων (ἴδε τὴν λ. δοκιμασία 4) γενομένην κατά τινος ὅστις, ἐνῷ ἐνείχετο εἰς ἀτιμίαν, ἐτόλμα νὰ δημηγορῇ δημοσίᾳ (ἴδε ἐπαγγέλω) 3)· ἐπαγγελίαν τινί... ἀπειλεῖν Αἰσχίν. 9. 35· πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ’ ἡμῖν ἐπαγγελία Δημ. 602. 11. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν ἐγκαλούντων τινὶ δημηγορεῖν καὶ πολιτεύεσθαι οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει. -Κατὰ δὲ τὰ Α. Β. σ. 256, 5, «ἐπαγγεῖλαι καὶ ἐπαγγελία, σημαίνει μὲν καὶ ἄλλα, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν πεπορνευμένων καὶ δημηγορούντων οὐκ ἐξόν»· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 353. 43. 3) προσφορά, ὑπόσχεσις, ἀπεδέξασθε τὴν τ’ ἐπαγγελίαν τὴν ἐμήν, κτλ., Δημ. 519. 8, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 6· ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Πολύβ. 1. 72, 6· ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών, καταλιπὼν ὡς ὑπόσχεσις, ὁ αὐτὸς 18. 11, 1· τὴν ἐπαγγελίαν ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν αὐτόθι: μεταφ., ἔρρωται καὶ ὤμων ἐπαγγελία καὶ οὐκ ἀτρέπτῳ τένοντι Φιλόστρ. 768. 4) ἀγγελία, Ἑβδ. Α΄ Μακκ. Κ. 15), Ἐπιστ. Α΄ Ἰωάννου α΄ 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 commandement, ordre;
2 t. de droit att. sommation d’avoir à subir la δοκιμασία à un orateur public déclaré indigne par un jugement, et qui se présentait néanmoins pour prendre la parole;
3 promesse.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

English (Strong)

from ἐπαγγέλλω; an announcement (for information, assent or pledge; especially a divine assurance of good): message, promise.

English (Thayer)

ἐπαγγελίας, ἡ (ἐπαγγέλλω);
1. announcement: , where ἀγγελία was long since restored); κατ' ἐπαγγελίαν ζωῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, to proclaim life in fellowship with Christ, Winer s Grammar, 402 (376); cf. κατά, II. at the end. But others give ἐπαγγελία here as elsewhere the sense of promise, cf. 2below).
2. promise;
a. the act of promising, a promise given or to be given: προσδέχεσθαι τήν ἀπό τίνος ἐπαγγελίαν (assent; the reference is to a promise to surrender Paul to the power and sentence of the Jews), ἐπαγγελίας ὁ λόγος οὗτος, Lightfoot on Galatians , 3:14): βραδύνω, 2); γίνεται τίνι, πρός τινα, ἐρρήθη τίνι, ἐστι τίνι, belongs to one, ἐπαγγέλλεσθαι τήν ἐπαγγελίαν ἔχειν ἐπαγγελίας, to have received, Winer's Grammar, 177 (166)); to have linked to it, εἶναι ἐν ἐπαγγελία, joined with a promise (others besides; cf. Winer's Grammar, 391 (366)), ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, the promised land, τά κατά τῆς ἐπαγγελίας, born in accordance with the promise, τό πνεῦμα τῆς ἐπαγγελίας τό ἅγιον, the promised Spirit, αἱ διαθῆκαι τῆς ἐπαγγελίας, covenants to which was united the promise (of salvation through the Messiah), ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, given by God, αἱ ἐπαγγελίαι τῶν πατέρων, the promises made to the fathers, τῆς ζωῆς, τῆς παρουσίας αὐτοῦ, κατ' ἐπαγγελίαν according to promise, δἰ ἐπαγγελίας, a promised good or blessing (cf. ἐλπίς, under the end): ἀποστέλλειν τήν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου, the blessing promised by my Father, περιμένειν, κομίζεσθαι τήν ἐπαγγελίαν, T Tr WH, προσδέχεσθαι L); λαμβάνειν τάς ἐπαγγελίας, R G); ἐπιτυγχάνειν ἐπαγγελιῶν, κληρονομεῖν τάς ἐπαγγελίας, ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπαγγελίας, κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας, λαβεῖν τήν ἐπαγγελίαν τοῦ ἁγίου πνεύματος, the promised blessing, which is the Holy Spirit, Winer's Grammar, § 34,3a. at the end); τήν ἐπαγγελίαν τῆς αἰωνίου κληρονομίας, Demosthenes 519,8; Aristotle, eth. Nic. 10,1, p. 1164a, 29); Polybius 1,43, 6, and often; Diodorus 1,5; Josephus, Antiquities 3,5, 1; 5,8, 11; 1 Maccabees 10:15.)