ἑτοιμάζω

From LSJ
Revision as of 18:02, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμάζω Medium diacritics: ἑτοιμάζω Low diacritics: ετοιμάζω Capitals: ΕΤΟΙΜΑΖΩ
Transliteration A: hetoimázō Transliteration B: hetoimazō Transliteration C: etoimazo Beta Code: e(toima/zw

English (LSJ)

pf.

   A ἡτοίμακα Plb.3.72.6: pf. Pass. ἡτοίμασμαι both in med. and pass. sense v. infr.): (ἑτοῖμος):—get ready, prepare, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ' Il.1.118; [νέας] Hdt.6.95; στρατιώτας Act.Ap.23.23; ὁδόν LXX Is.40.3,al.; ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τε S.Tr.361; δῶμα E.Alc.364; βουλήν Id.Heracl.472; δάκρυα δ' ἑτοιμάζουσι to those furnishing them, Id.Supp. 454; ἀργύριον ῥητόν Th.2.7, etc.; ἑαυτὸν ἵνα . . Apoc.8.6.    II Med., cause to be prepared, ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ Il.10.571; ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Od.13.184, cf. Hdt. 8.24; ἑτοιμασάμενος ἃ δεῖ Inscr.Prien.55.34 (ii B.C.).    2 with pf. Pass. ἡτοίμασμαι, prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Th.4.77; ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν Id.1.58; πλείονα ἡτοιμασμένος X.Cyr.3.3.5; τροφὴν ἡτοιμασμένοι D.23.209; τὰ πρὸς τὸν βίον Epicur.Sent.Vat. 30, cf. Metrod.Fr.53.    3 prepare oneself, make oneself ready, c. inf., X.Ap.8; πρὸς τὴν χειμασίαν Plb. 3.105.11.    III Pass., to be prepared, ἔλεγε ἡτοιμάσθαι that preparations had been made, Th.6.64, cf. 7.62, etc.; ἑ. τι to be prepared with... Plb.8.30.7.

German (Pape)

[Seite 1052] (ἑτοῖμος), bereit setzen, halten, zurecht machen, herbeischaffen, γέρας Il. 1, 118. 19, 187; eben so das med., ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ 10, 571; Od. 13, 184; ἔγκλημα, αἰτίαν θ' ἑτοιμάσας Soph. Tr. 360; δῶμα, σφάγια, auch δάκρυα, verursachen, Eur. Alc. 365 Heracl. 400 Suppl. 470; Schiffe, Her. 6, 95; ἀργύριον ῥητόν Thuc. 2, 7; πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 d. – Med. für sich bereiten, vorbereiten, τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. 8, 24; sich rüsten, Thuc. 4, 77 u. öfter; τροφὴν ἄφθονόν εἰσιν ἡτοιμασμένοι Dem. 23, 209, wie Xen. Cyr. 3, 3, 5; σάλπιγγας Pol. 8, 32, 7; a. Sp., ὁδόν Matth. 3, 3. – In LXX. = befestigen.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμάζω: μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι ἐνίοτε ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., ἐνίοτε δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: (ἑτοῖμος). Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, προμηθεύω, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· νέας Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· δῶμα Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 (ἔνθα ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· ἀργύριον ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ ἱρόν ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· τἆλλα ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς λοιπάς του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) ἑτοιμάζω ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, γίνομαι ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· πρός τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. γίνομαι ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἡτοίμαζον, f. ἑτοιμάσω, ao. ἡτοίμασα, pf. ἡτοίμακα;
pf. Pass. ἡτοίμασμαι;
préparer, disposer, acc. : κάπρον ἑτ. ταμέειν IL préparer un sanglier pour l’immoler;
Moy. ἑτοιμάζομαι (ao. ἡτοιμασάμην);
1 tr. préparer pour soi, acc. ; préparer en gén., acc.;
2 intr. se tenir prêt, se préparer ; avec l’inf. à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἑτοιμασάτω, -άσατε, mid. aor. ἑτοιμάσαντο: make ready, prepare, Il. 1.118, Od. 13.184.

English (Strong)

from ἕτοιμος; to prepare: prepare, provide, make ready. Compare κατασκευάζω.

English (Thayer)

future ἑτοιμάσω; 1st aorist ἡτοίμασα; perfect ἡτοίμακα (L T Tr WH); passive, perfect ἡτοίμασμαι; 1st aorist ἡτοιμάσθην; (ἕτοιμος); from Homer down; the Sept. very often for כּונֵן and הֵכִין; to make ready, prepare: absolutely, to make the necessary preparations, get everything ready, Winer s Grammar, 594 (552); Buttmann, § 130,5); a supper, ἵνα (cf. Buttmann, 237 (205)), ἅ ἡτοίμασας the things which thou hast prepared (as a store), τί διπνήσω, τό ἄριστον, τό πάσχα, ἀρώματα, τόπον τίνι, ξενίαν, συμβούλιον, T WH marginal reading, cf. συμβούλιον); τήν ὁδόν κυρίου (by a figurative expression drawn from the oriental custom of sending on before kings on their journeys persons to level the roads and make them passable), to prepare the minds of men to give the Messiah a fit reception and secure his blessings: ἵνα ἑτοιμασθῇ ἡ ὁδός τῶν βασιλέων, στρατιώτας, τίνι τινα, one for one, ἑαυτόν, ἵνα (cf: Buttmann, 237 (205)), ἡτοιμασμένη ὡς νύμφη, i. e. beautifully adorned, ἡτοιμασμένη εἰς τί, prepared i. e. fit for accomplishing anything, εἰς τήν ὥραν καί ἡμέραν etc., for the hour and day namely, predetermined, ἑτοιμάσαι τί for men, i. e. to have caused good or ill to befall them, almost equivalent to to have ordained; of blessings: τί, τίνι τί, τίνι τί, προετοιμάζω.)