πρόδρομος
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ον,
A running forward with headlong speed, π. ἦλθον A.Th.211(lyr.); φυγάδα πρόδρομον S.Ant.108(lyr.), etc.; μόλε π. v.l. in E.Ph.296(lyr.). 2 running before, going in advance, π. στρατιή Hdt.9.14; κήρυκας π. προπέμπειν Id.1.60; π. ἥκω E.IA424; freq. of horsemen in advance of an army, Hdt.4.121, 122; π. τῶν ἄλλων ἥκειν Id.7.203, cf. Th.2.22; λεὼς π. ἱππότας A.Th.80(lyr.); mounted skirmishers, οἱ π. 'guides', a special corps in the Maced. army, Arr.An.1.12.7, cf. D.S. 17.17; οἱ ἀμφὶ [τὸν ἵππαρχον] πρόδρομοι X.Eq.Mag.1.25; at Athens, Arist.Ath.49.1; also, of light ships, Alciphr.1.11. 3 metaph., precursor, ἀστέρα . . ἀελίου π. Ion Lyr.10; ἠπίαλος πυρετοῦ π. Ar.Fr. 332(anap.); δείπνου π. ἄριστον Eub.75.13; π. τοῦ δοκοῦντος καλλίστου εἶναι Pl.Chrm.154a, cf. Plot.6.7.7. 4 π. (sc. οἶνος), v. πρότροπος. II as Subst., πρόδρομοι, οἱ, 1 v. supr. 1.2. 2 northerly winds, preceding the etesian winds, Arist.Mete.361b24, Pr. 941b7, Thphr.Vent.11. 3 early figs, Id.CP5.1.5 sq., cf. Plin.HN 16.113.
German (Pape)
[Seite 717] ὁ, = προδρομή. vorlaufend, vorauslaufend; Her. 9, 14; Aesch. Spt. 80. 193; übh. eilend, Soph. Ant. 108; μόλε πρόδρομος, Eur. Phoen. 1303; Vorläufer, bes. der als Kundschafter od. zum Recognosciren vorauseilt, Her. 1, 60. 4, 122. 7, 203; auch von Reitern, 4, 121; Thuc. 3, 22; Plat. Charmid. 154 a u. Sp., wie Pol. 12. 20, 7; Plut. Alcib. 34. – Uebh. Andern zuvorkommend, voraneilend; auch von Früchten, frühreif, frühzeitig, wie σῦκα Theophr. bei Ath. III, 77 c. Von einem bestimmten Winde, Arist. meteor. 2, 15. – Bei Ath. I, 30 b der süße mitylenäische Wein, der unausgepreßt aus den Trauben floß, wie unser Strohwein, Ausbruch; Andere nannten ihn πρότροπος.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδρομος: -ον, ὁ τρέχων πρὸς τὰ ἐμπρὸς δρομαίως, πρ. ἦλθον Αἰσχύλ. Θήβ. 211· φυγάδα πρόδρομον Σοφ. Ἀντ. 108, κτλ.· μόλε πρ. Εὐρ. Φοίν. 296. 2) ὁ τρέχων ἐμπρός τινος, προπορευόμενος, πρ. στρατιὴ Schweigh. Ἡρόδ. 9. 14· κήρυκας πρ. προπέμπειν ὁ αὐτ. 1. 60· πρ. ἥκω Εὐρ. Ι. Α. 424· συχνάκις ἐπὶ ἱππέων προπορευομένων τοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 4. 121, 122· πρ. τῶν ἄλλων ἥκειν ὁ αὐτ. 7. 203, πρβλ. 9. 14, Θουκ. 2. 22· οὕτω, λεὼς πρ. ἱππότας Αἰσχύλ. Θήβ. 80· ― οἱ πρ., οἱ πρόσκοποι, ἴδιον σῶμα τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1. 12, πρβλ. Διόδ. 17, 17· οὕτως, οἱ ἀμφὶ τὸν ἵππαρχον πρόδρομοι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 25· ἐπὶ ἐλαφρῶν πλοίων, Ἀλκίφρων 1. 11. 3) μεταφορ., ὁ προπορευόμενός τινος, ἀστέρα... ἀελίου πρ. Ἴων Χῖος 11· ἠπίαλος πυρετοῦ πρ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 315· δείπνου πρ. ἄριστον Εὔβουλ. ἐν «Ὀρθάνῃ» 1. 13· πρ. τοῦ δοκοῦντος καλλίστου εἶναι Πλάτ. Χαρμ. 154Α· ― ἰδὲ πρόδομος· ― ὡς ἐπίθετον Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 65Α, ΙΙ, 400Α, Ἱππόλ. 764Α, 853C, Μεθόδ. 212Β, Εὐσέβ. VI, 661Β, Γρηγ. Ναζ. Ι, 729Β, κλπ. 4) ἐπὶ χρόνου, ἔγκαιρος, πρώϊμος, πρόδρομοι, πρώϊμα σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 5. κἑξ., πρβλ. Ἀθήν. 77Β, Πλίν. 16. 49. 5) πρ. (ἐξυπ. οἶνος), ἴδε ἐν λέξ. πρότροπος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πρόδρομοι, οἱ. 1) ἴδε ἀνωτ. Ι. 2. 2) βόρειοι ἄνεμοι προηγούμενοι τῶν ἐτησίων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 2, Προβλ. 26. 12, 2, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 11· πρβλ. ἐτησίαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court devant, qui précède en courant, précurseur ; οἱ πρόδρομοι les corps ou les divisions d’avant-garde.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.
English (Strong)
from the alternate of προτρέχω; a runner ahead, i.e. scout (figuratively, precursor): forerunner.
English (Thayer)
προδρομου, ὁ, ἡ (προτρέχω, προδραμεῖν), a forerunner (especially one who is sent before to take observations or act as spy, a scout, a light-armed soldier; Aeschylus, Herodotus, Thucydides, Polybius, Diodorus, Plutarch, others; cf. one who comes in advance to a place whither the rest are to follow: Hebrews 6:20.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόδρομος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προπορεύεται, αυτός που προαναγγέλλει την εμφάνιση κάποιου ή κάτι άλλου (α. «πρόδρομο στάδιο νόσου» β. «οὗτοι γὰρ τυγχάνουσιν οἱ εἰσιόντες πρόδρομοι... τοῡ δοκοῡντος καλλίστου εἶναι», Πλάτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόδρομος
(για πρόσωπο) αυτός που με το έργο του προετοιμάζει τη δράση ενός άλλου προσώπου ή που δημιουργεί μια νέα κατάσταση («ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσήλθεν Ἰησοῡς», ΚΔ)
3. ως κύριο όν. Πρόδρομος
προσωνυμία του Ιωάννη του Βαπτιστή επειδή προηγήθηκε και προετοίμασε την εμφάνιση και το έργο του Χριστού
νεοελλ.
1. (βιολ.-βιοχ.) α) κύτταρο από το οποίο αναπτύσσονται άλλα κύτταρα
β) πρωτεΐνη από την οποία παράγεται μια ορμόνη, ένα ένζυμο ή άλλη ουσία
γ) χημική ένωση που προηγείται και υπεισέρχεται στον σχηματισμό άλλης
2. φρ. «πρόδρομα φαινόμενα»
ιατρ. συμπτώματα ή σημεία που προηγούνται από τα τυπικά συμπτώματα μιας νόσου, ως προάγγελοι της εμφάνισής της
αρχ.
1. αυτός που τρέχει δρομαίως («βάντα Παυσανία φυγάδα πρόδρομον», Σοφ.)
2. αυτός που τρέχει μπροστά από κάποιον άλλο («ἤλαυνον ἐς τὸ ἄστυ, προδρόμους κήρυκας προπέμποντες», Ηρόδ.)
3. (για οίνο) ελαφρύς, όπως ο μούστος («Μυτιληναίοι τὸν παρ' αὐτοῑς γλυκὺν οἶνον πρόδρομον καλοῡσιν ἄλλοι δὲ πρότροπον», Αθήν.)
4. πρώιμος
5. το αρσ. ως ουσ. ο πρόδρομος
6. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδρομοι
α) (στην Αθήνα) έφιπποι ανιχνευτές («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους [ἡ βουλή]», Αριστοτ.)
β) (στον μακεδονικό στρατό) ειδικό σώμα έφιππης εμπροσθοφυλακής («καὶ τῶν προδρόμων καλουμένων ἴλας τέσσαρας», Αρρ.)
γ) είδος σύκων που ωριμάζουν πρώιμα
δ) βόρειοι άνεμοι που προηγούνται τών ετησιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρόμος (πρβλ. παρά-δρομος, περί-δρομος)].