προθυμία
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A readiness, willingness, eagerness, ᾗσι προθυμίῃσι [ῑ] pepoiqw/s Il.2.588; opp. ἀθυμία, X.Cyr.1.6.13; τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει π. μαχόμενον ἀποθνῄσκειν Hdt.5.49; προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις A.Pr.343; μηδὲν ἀπολείπειν π. Pl.Lg.961c; οὐ μὴν ἀνήσω νῦν π. E.Hipp.285; π. ἐμβαλεῖν τινι X. Cyr.1.6.13, etc.; πάσῃ π. with all zeal, Pl.R.412e; διὰ τὴν π. Plb.1.20.15; ὑπὸ προθυμίας by my eagerness, Pl.Phd.91c: pl., τὰς ἄγαν π. E.Or.708. 2 c. gen. pers., ἐκ τῆς Κλεομένεος π. at his desire, Hdt. 6.65, cf. E.Hipp.1329; κατὰ τὴν τούτου π. as far as his desire goes, Hdt.1.124; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ by the will of the god, E.Ion 1385; also ἡ ἐμὴ π. Lys.12.99. 3 c. gen. objecti, πᾶσαν π. σωτηρίης . . παρεχόμενοι showing the utmost zeal to save it, Hdt.4.98; π. ἔργου readiness for action, will or purpose to act, S.Tr.669, cf. E. IT616; π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Pl.Lg.697d, cf. 935d, etc. 4 π. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι, Hdt.7.19, 53:c. inf., ἔσχε π. στρατεύσασθαι Id.1.204, cf. E.Tr.689; πᾶσαν π. ἔχειν Pl.Prt.327b, cf. 361c: also c. part., ἔφη πᾶσαν π. σχεῖν δεόμενος Id.Ti.23d; also π. ἔχειν ὅπως . . Id.Mx. 247a. II goodwill, ready kindness, Ἑλλήνων εἵνεκα ἔργον . . ἔργασμαι ὑπὸ προθυμίης Hdt.9.45; εἴς τινας X.HG6.5.43; πλείστην π. περὶ ὑμᾶς, π. πολλὴν περί σε, Id.An.7.6.11, 7.7.45; ὑπέρ τινων D.1.8; π. ἐδείξαμεν Th.1.74. III desire of natural functions, Sor.1.66, 2.20,45; πρὸς τὸ κνᾶσθαι Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 724] ἡ, bei Hom. im plur., ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθώς, Il. 2, 588, dem guten Muth, der Freudigkeit vertrauend, – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις, Aesch. Prom. 341; Soph. Ai. 580 O. R. 48; oft bei Eur., der auch προθυμίᾳ ποδός vrbdt, Phoen. 1439, vgl. Ion 1109; in Prosa: Her. 1, 124; κατὰ τὴν τούτου προθ υμίαν τέθνηκας, 7, 6; c. inf., 1, 204. 5, 49; ἐκ προθυμίης τινός, auf Jemandes Wunsch, Her. 6, 65; προθυμίας οὐδὲν ἀπολείψω, Plat. Conv. 210 a; πάσῃ προθυμίᾳ ποιεῖν, Rep. III, 412 e; πᾶσαν προθυμίαν ἔχειν, c. inf., sehr geneigt sein, wollen, Prot. 327 b; προθυμίαν παρέχεσθαι εἴς τινα, περί τινα, Xen. Hell. 6, 5, 43 An. 7, 7, 45; ὑπέρ τινος, Dem. 1, 8 u. Folgde. – [Bei Hom. ist ι lang gebraucht des Verses wegen.]
Greek (Liddell-Scott)
προθῡμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, προθυμία, ζῆλος, ᾗσι προθυμίησι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, Ἰλ. Β. 588· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ ἀθυμία, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13 τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει πρ. ἀποθνήσκειν Ἡρόδ. 5. 49· προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπειν Αἰσχύλ. Πρ. 341· μηδὲν ἀπολείπειν πρ. Πλάτ. Νόμ. 961C· ἀνιέναι τῆς νῦν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 285· πρ. ἐμβαλεῖν τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 13. κτλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, μετὰ πάσης προθυμίας, προθύμως, Πλάτ. Φαίδων 91C· ― πληθ., τὰς ἄγαν προθυμίας Εὐρ. Ὀρ. 708. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἢ παράκλησιν, Ἡρόδ. 6. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1329. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, καθ’ ὅσον προθυμεῖται ἢ ἐπιθυμεῖ οὗτος, Ἡρόδ. 1. 124· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, κατὰ τὴν θέλησιν θεοῦ, Εὐρ. Ἴων 1385· ἡ ἐμὴ πρ. Λυσί. 129. 27. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, πᾶσαν πρ. σωτηρίης... παρέχεσθαι Ἡρόδ. 4. 98· πρ,. ἔργου, ἑτοιμότης πρὸς ἐνέργειαν, ἐπιθυμία ἢ ἀπόφασις πρὸς ἐνέργειαν, Σοφ. Τρ. 669, πρβ. Εὐρ. Ι. Τ. 616· πρ. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν Πλάτ. Νόμ. 697D, πρβλ. 935D. κτλ. 4) πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 53· μετ’ ἀπαρ., 1. 204, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 684· πᾶσαν πρ. ἔχειν Πλάτ. Πρωτ. 327Β, πρβλ. 361C· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἔφη πᾶσαν πρ. σχεῖν δεόμενος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 23D· ὡσαύτως, πρ. ἔχειν ὅπως... ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Α. ΙΙ. εὐμενής, καλὴ διάθεσις, πᾶσαν πρ. παρέχεσθαι ἐπί τινα Ἡρόδ. 7. 6· ἔν τινι 7. 19· εἴς τινα, περί τινα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 43, Ἀν. 7. 6, 11., 7. 45· ὑπέρ τινος Δημ. 11. 13· πρ. δεῖξαι Θουκ. 1. 74. ΙΙΙ. ἀσέλγεια, σαρκικὸς ὀργασμός, λαγνεία, Σωρανὸς σ. 262 Dietz.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bonne volonté, zèle, ardeur, empressement;
2 désir.
Étymologie: πρόθυμος.
English (Strong)
from πρόθυμος; predisposition, i.e. alacrity: forwardness of mind, readiness (of mind), ready (willing) mind.
English (Thayer)
προθυμίας, ἡ (πρόθυμος), from Homer down;
1. zeal, spirit, eagerness;
2. inclination; readiness of mind: so 2 Corinthians 9:2.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν πρόθυμος
ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τον είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.)
νεοελλ.
(στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση
αρχ.
1. επιθυμία ή παράκληση («τοῦ θεοῡ προθυμίᾳ πολεμώ», Ευρ.)
2. καλή διάθεση («τὴν αὐτὴν παρειχόμεθ' ἡμεῑς ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν προθυμίαν», Δημοσθ.)
3. επιθυμία για εκπλήρωση τών φυσικών αναγκών
4. φρ. «προθυμίαν ἔχω» — είμαι πρόθυμος, είμαι έτοιμος να κάνω κάτι.
Greek Monotonic
προθῡμία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. 1. διάθεση, προθυμία, ετοιμότητα, ζήλος, ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, δηλ. πρόθυμος ὤν, σε Ομήρ. Ιλ.· πάσῃ προθυμίᾳ, με όλο τον ζήλο, σε Πλάτ.· ὑπὸ προθυμίας, με ζήλο, στον ίδ.
2. με γεν. προσ., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης, στην επιθυμία του, σε Ηρόδ.· κατὰ τὴν τούτου προθυμίην, τόσο μακριά όσο πηγαίνει η επιθυμία του, στον ίδ.· τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ, με τη θέληση του θεού, σε Ευρ.
3. με γεν. πράγμ., προθυμίη σωτηρίης, ζήλος να τον σώσει, σε Ηρόδ.· προθυμία ἔργου, ετοιμότητα για δράση, πρόθεση ή σκοπός για ενέργεια, σε Σοφ.
4. προθυμίαν ἔχειν = προθυμεῖσθαι, σε Ηρόδ.· με απαρ., στον ίδ., Αττ.
II. καλή θέληση, ευμενής διάθεση, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προθυμία -ας, ἡ [πρόθυμος] bereidwilligheid, ijver:; προθυμίας οὐδὲν ἐλλείπεις u toont zeker geen tekort aan bereidwilligheid Aeschl. PV 341; plur.. ᾗσι προθυμίῃσι πεποιθώς vertrouwend op zijn eigen strijdlust Il. 2.588; προθυμίαν ἔχειν ijver aan de dag leggen Hdt. 7.19.2; πάσῃ προθυμίᾳ met volledige inzet Plat. Resp. 412e; προθυμίαν ἐμβαλεῖν strijdlust opwekken Xen. Cyr. 1.6.13; ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης op aandringen van Kleomenes Hdt. 6.65.3; πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι de grootst mogelijke zorg besteden aan instandhouding en bewaking Hdt. 4.98.3. welwillendheid, hulpvaardigheid:. ὑπὸ προθυμίης uit sympathie Hdt. 9.45.3; πᾶσαν προθυμίαν εἰς αὐτούς... παρέχεσθαι de grootste hulpvaardigheid aan de dag leggen Xen. Hell. 6.5.43; προθυμίαν πολλὴν περί σε grote toewijding aan u Xen. An. 7.7.45. begerigheid, wens:. κατὰ τὴν τούτου προθυμίην naar diens wens Hdt. 1.124.2.
Russian (Dvoretsky)
προθῡμία: ион. προθῡμίη ἡ
1) желание, стремление: ἐκ τῆς προθυμίης и κατὰ τὴν προθυμίην τινός Her. по чьему-л. желанию; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ πολεμεῖν Eur. бороться против воли божества;
2) готовность, усердие, рвение: πάσῃ προθυμίᾳ Plat. и μετὰ πάσης προθυμίας NT со всей готовностью, ревностно; ὑπὸ προθυμίας Plat. от (чрезмерного) усердия; μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας Plat. не щадить усилий; ᾗσι προθυμίῃσι (μῑ!) πεποιθώς Hom. полный рвения; π. τοῦ ἐθέλειν κινδυνεύειν καὶ μάχεσθαι Plat. готовность к опасному бою; ταῖς προθυμίαις καινοὶ γενόμενοι πρός τι Plut. вновь возгоревшиеся страстью к чему-л.; σιτία μαλακὰς ἐνδιδόντα προθυμίας Plut. не раздражающая пища;
3) (благо)склонность, расположение, преданность (ἐπί τινα и ἔν τινι Her., εἴς и περί τινα Xen.; τινός Eur.);
4) забота (ὑπὲρ σωτηρίας τινός Dem.);
5) порывистость, взбалмошность (σημεῖον ἢ εὐηθείας ἢ προθυμίας Arst.).
Middle Liddell
προθῡμία, ἡ,
I. readiness, willingness, eagerness, zeal, ἧσι προθυμίῃσι [ῑ] πεποιθώς, i. e. πρόθυμος ὤν, Il.; πάσῃ προθυμίᾳ with all zeal, Plat.; ὑπὸ προθυμίας zealously, Plat.
2. c. gen. pers., ἐκ τῆς Κλεομένεος προθυμίης at his desire, Hdt.; κατὰ τὴν τούτου προθυμίην as far as his desire goes, Hdt.; τοῦ θεοῦ προθυμίᾳ by the will of the god, Eur.
3. c. gen. rei, προθυμίη σωτηρίης zeal to save him, Hdt.; πρ. ἔργου readiness for action, the will or purpose to act, Soph.
4. πρ. ἔχειν, = προθυμεῖσθαι, Hdt.; c. inf., Hdt., attic
II. good-will, ready kindness, Hdt. [from πρόθῡμος]