παφλάζω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
Aeol. παφλάσδω Alc.Supp.25.4 (p.28 Lobel) :—
A boil, bluster, of the sea, κύματα παφλάζοντα Il.13.798 ; αἰθὴρ παφλάζων καταΐσσεται Emp.100.7 ; of boiling soup, Ar.Fr.498 ; λοπὰς π. βαρβάρῳ λαλήματι Eub.109 :—Med., ἔγχελυς… παφλάζεται Antiph.217.4. II metaph., splutter, bluster, of Cleon (cf. foreg.), Ar.Pax 314, Eq.919 ; κόμποις π. Timocl.15.3. 2 κραδίη πάφλαζεν, of passion, Musae.91. 3 seethe, τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος π. Cratin. 206. 4 π. τῇ γλώσσῃ stammer, stutter, Hp.Epid.2.5.2, Judic.43. (Redupl., perh. cf. φλέδων.)
German (Pape)
[Seite 539] Blasen aufwerfen, brausen, rauschen; vom stürmischen Meere, Il. 12, 798, κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης; vom kochenden Brei, Ar. frg. 423; vgl. Eubul. bei Ath. VI, 229 a, λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ φυσήματι; und im pass., ἕψεται, παφλάζεται, Antiphan. bei Ath. IV, 169 d. – Uebertr. von leidenschaftlicher Aufregung u. Gährung des Gemüthes, καὶ κεκραγώς, Ar. Pax 314, vgl. Equ. 919; auch = plappern, schwatzen, ἔμφρονος λόγου κόμποις παφλάζων, Timocles bei Ath. VIII, 342 a. – Es ist eine reduplleirte Form von φλάζω, φλαίνω, φλέω.
Greek (Liddell-Scott)
παφλάζω: μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. ὀνοματοποιΐα ὁ τρόπος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔγχελυς .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, κομπάζω, θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. Παφλαγών), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, τραυλίζω, Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ καχλάζω).
French (Bailly abrégé)
être en ébullition, bouillonner ; Pass. fig. bouillonner de colère, d’impatience.
Étymologie: forme redoublée de φλάζω.
English (Autenrieth)
only part., bubbling, foaming, Il. 13.798†.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, αιολ. τ. παφλάσδω Α
νεοελλ.-αρχ.
1. (για νερό που τρέχει ορμητικά και για τα κύματα της θάλασσας, ιδιαίτερα γι' αυτά που σπάνε στα βράχια ή στην ακτή) ηχώ όπως το νερό που βράζει, που κοχλάζει
2. (για υγρό ή φαγητό που θερμαινόμενο έχει φθάσει στο στάδιο του βρασμού) κοχλάζω, βράζω
μσν.
μτφ. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά από πάθος
αρχ.
1. τραυλίζω
2. μτφ. φυσώ με θόρυβο, ξεφυσώ δυνατά κάνοντας θόρυβο
3. μτφ. φαφλατίζω, σαλιαρίζω, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παφλάζω έχει σχηματιστεί από ένα εκφραστικό θ., που είναι προϊόν ονοματοποιίας και εμφανίζει επιτατ. αναδιπλασιαμό (πρβλ. βα-βράζω, κα-κχάζω, κα-χλάζω / κοχλάζω). Παρ' όλο που ο φωνηεντισμός του θ. του πα-φλά-ζω θα επέτρεπε πιθ. την ένταξη του σε μια οικογένεια ΙΕ λ. (βλ. λ. φλέω, φλύω), η ετυμολ. του ρ. παραμένει αβέβαιη].
Greek Monotonic
παφλάζω: μέλ. -άσω, αναβράζω, θορυβώ, κοχλάζω, λέγεται για τον οργισμένο Κλέωνα (απ' όπου καλείται Παφλαγών), σε Αριστοφ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
παφλάζω: бурлить, клокотать (κύματα παφλάζοντα Hom.): παφλάζων καὶ κεκραγώς Arph. кипящий (от злобы) и орущий.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παφλάζω, onomat., Aeol. praes. 3 sing. παφλάσδει, ep. imperf. πάφλαζον, borrelen, bubbelen, bruisen, koken:; πολλὰ κύματα παφλάζοντα vele bruisende golven Il. 13.798; overdr..; παφλάζων καὶ κεκραγώς sputterend en schreeuwend Aristoph. Pax 314; geneesk. stotteren.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to bubble, to boil, blowing bubbles (Ν 798).
Other forms: Aeol. -άσδω (Alc.).
Compounds: Rarely w. ἐκ-, ἐπι- a.o.
Derivatives: παφλάσματα pl. n. bubbles, blustery words (Ar.), ἐκπαφλασμός m. the boiling over (Arist.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation like καχλάζω, βαβράζω a.o. (Schwyzer 647). Besides the unreduplicated aor. φλαδεῖν (intr.) to crush, to tear up (A. Ch. 28 [lyr.]); with ε-vowel φλεδών, -όνος f. babble (Plu.), φλέδων, -ονος babbler (A., Timo); with long vowel φληδῶντα ληροῦντα H. (Schwyzer 719). An exact analysis is unnecessary; similar formation are Toch. A plāc, B plāce word, speech (Holthausen IF 39, 66), Lat. blatiō, -īre to babble, to prate (cf. Pedersen Tocharisch 103). Further material, partly with diff. interpretation, in WP. 1, 210 a. 216, Pok. 155, W.-Hofmann s. flēmina and floccus. S. also φλέω, φλύω.
Middle Liddell
παφλάζω, fut. -άσω
to boil, bluster, of the sea, Il.:— metaph. to splutter, bluster, of the angry Cleon (hence called Παφλαγών), Ar. [Formed from the sound.]