στίλβω
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
chiefly pres. and impf.: aor.
A ἔστιλψα Charito 2.2, Aristaenet.1.25:—glitter, gleam, of polished or bright surfaces, χιτῶνας . . ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596; κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν 3.392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237; λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι beam from him, h.Hom.31.11; ὀμμάτων στίλβειν ἄτο . . φλόγα B.17.55; σ. ὅπλοις E.Andr.1146; ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359; σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ar.Av.697; σ. ἄνθει . . ἐπωμίδας Achae.4.3; σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Pl.Phd.110d, cf. Thphr. Sens.77; ἱμάτια στίλβοντα Ev.Marc.9.3: abs., of gold, Pl.Ti.59b; of sleek horses, σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.Rh.618; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, Arist.Mete.370a18; of the white gleam on the eye, Id.HA561a32, Gal.16.610; ὁρᾶν τῷ στίλβοντι Thphr.Sens.26; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. στίλβων), twinkle, Arist.APo.78a30, Cael.290a18: c.acc. cogn., σ. ἀστραπάς flash lightning, E.Or.480: metaph., σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.A.1115. 2 metaph., shine, be bright, E.Hipp.194 (anap.). II trans.,= στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84 (v.l. for στιλβοῖ) ; στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet. l.c.
German (Pape)
[Seite 943] glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων, Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβω: ἐν χρήσει κυρίως ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀόριστ. ἔστιλψα Χαρίτων 2. 2, ἴδε ἐν τέλ. (Ἡ √ΣΤΙΛΒ γίνεται ΣΤΙΛΠ ἐν τῷ στιλπνός). Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, ἐπὶ ἐπιφανειῶν ἐστιλβωμένων, λαμπουσῶν, «γυαλίζω», ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ Ἰλ. Σ. 596· κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν Γ. 392· κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Ὀδ. Ζ. 237· λαμπραὶ δ’ ἀκτῖνες ἀπ’ αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσιν, ἀκτινοβολοῦσιν, ἐξαστράπτουσιν, Ὕμν. Ὁμ. 31. 11· στ. ὅπλοις Εὐρ. Ἀνδρ. 1146· ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάμβδα, δηλ. τὸ γράμμα λ ἐπὶ τῶν Λακεδαιμονίων ἀσπίδων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 37· στ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· στ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D· στ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Πλάτ. Φαίδων 110D· ἀπολ., ἐπὶ ἵππων ἐχόντων τὴν δορὰν στιλπνήν, Εὐρ. Ρῆσ. 618· ἐπὶ ἐπιδερμίδος λαμπρᾶς καὶ λείας, Θεόκρ. 2. 79, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἐν κινήσει, Πλάτ. Τίμ. 59Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 18· ἐπὶ τῆς λευκῆς λάμψεως τῆς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 6· ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς πλανήτας, ἀπαστράπτω, ἀκτινοβολῶ (ἀλλὰ πρβλ. στίλβων), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστσ. 1. 13, 2, π. Οὐρ. 2. 8, 10· μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ἀστραπάς, ἐξακοντίζω ἀστρ., ἀστράπτω, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 480· καὶ οὕτω μεταφορ., στ. ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ὀρφ. Ἀργ. 1113. 2) μεταφορ., λάμπω, εἶμαι λαμπρός, Εὐρ. Ἱππ. 195. ΙΙ. μεταβ. = στιλπνόω, στίλβειν τὸ πρόσωπον Διοσκ. 111· στίλψασα τὰς παρειὰς Ἀρισταίν. 1. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao. réc. ἔστιλψα;
briller, resplendir ; fig. briller de beauté, de grâce, de force.
Étymologie: R. Στελπ, briller ; apparenté à στεροπή, ἀστράπτω.
English (Autenrieth)
(cf. στεροπή): only part., glistening, glittering; ἐλαίῳ, Il. 18.596; fig., κάλλεϊ, etc., Il. 3.392, Od. 6.237.
English (Strong)
apparently a primary verb; to gleam, i.e. flash intensely: shining.
English (Thayer)
to shine, glisten: of garments (as in Homer, Iliad 3,392; 18,596; cf. Plato, Phaedo 59, p. 110d.), Mark 9:3.
Greek Monolingual
ΝΑ
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.
β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ.
γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.)
2. μτφ. είμαι αστραφτερός, ωραίος («δυσέρωτες... φαινόμεθ' ὄντες τοῡδ' ὅ, τι τοῡτο στίλβει κατὰ γῆν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα με το ρ. στίλδω και με σημ. «αστραφτερός, λαμπερός» χρησιμοποιείται το επίθ. στιλπ-νός (πρβλ. τερπ-νός). Η εναλλαγή ηχηρού συμφώνου -β- και άηχου -π- στα στίλβω και στιλπνός, αντίστοιχα, οφείλεται πιθ. στον εκφραστικό χαρακτήρα της οικογένειας αυτής τών λ.].
Greek Monotonic
στίλβω: κυρίως σε ενεστ. και παρατ., λάμπω, γυαλίζω, απαστράπτω, ακτινοβολώ, σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., στίλβω ἀστραπάς, εξακοντίζω αστραπές, αστράφτω, σε Ευρ.· μεταφ., λάμπω, είμαι λαμπρός, ανοιχτόχρωμος, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στίλβω, aor. ἔστιλψα, glanzen, blinken, schitteren, van zaken:; χιτῶνας στίλβοντας ἐλαίῳ chitons die glanzen van de olijfolie Il. 18.596; ὀμμάτων … στίλβειν ἄπο … φλόγα dat van zijn ogen een vlam schitterde Bacchyl. Dith. 18.55; στίλβοντα ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ doordat ze schitteren temidden van de bontheid van de overige kleuren Plat. Phaed. 110d; van personen; κάλλει... στίλβων schitterend van schoonheid Il. 3.392; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις glanzend met zijn schitterende wapenrusting Eur. Andr. 1146; met acc. v. h. inw. obj.. στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς (hij) heeft een ziekelijke schittering in zijn ogen Eur. Or. 480.
Russian (Dvoretsky)
στίλβω:
1) блестеть, лосниться (ἐλαίῳ Hom.);
2) сиять, блистать, сверкать (κάλλεϊ Hom.; ὅπλοις Eur.): στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Arph. со сверкающими на спине крыльями; αἰγλῆεν σ. HH ярко сиять; σ. ἀστραπάς Eur. метать (глазами) молнии;
3) мерцать (οἱ πλάνητες οὐ στίλβουσιν Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to shine, to gleam, to shimmer(Il.)
Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).
Compounds: Also w. ἀπο- a.o.
Derivatives: 1. στίλβ-η f. lamp (com.), Ἀττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. -ηδών, -όνος f. brilliance, shimmer (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. the sparkling (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) shimmering (late). 5. -αῖος = coloratus (gloss.). 6. -ηδόν adv. gleaming, sparkling (Suid.). 7. -ων, -οντος a. -ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός gleaming (Gal.) with -ότης f. (v. l. for στιλπνότης Plu.), -όω to make shine (LXX, Dsc.), from which -ωσις, -ωμα, -ωθρον, -ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός shining, sparkling (Ξ 351, Arist. a.o.) with -ότης (Gal., Plu. a.o.), -όω to polish (Arr., Gal.) with -ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. As a sequence -ilb\/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for eye, aspect, Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь gleam ). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.
Middle Liddell
chiefly in pres. and imperf.]
to glisten, Hom., Eur.; c. acc. cogn., στ. ἀστραπάς to flash lightning, Eur.:—metaph. to shine, be bright, Eur.