δίειμι
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
English (LSJ)
serving as fut. to διέρχομαι, impf. διῄειν: fut.
A διείσομαι Nic. Th.494, 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach.845; of a report, spread, λόγος διῄει Plu.Ant.56. 2 pass through. δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21; get through, escape, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13; ἔξω Thphr.CP5.9.12: abs., Arist.Ph.204a4. 3 pass, ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46; proceed, of a play, Ar.Ra.920. II c. acc., go through, traverse, Id.Av.1392: c. acc. cogn., δ. τὸν θεῖον δρόμον Pl.Ax.370e. b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri.47c; δ. τῷ λόγῳ Id.Grg.505e, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. εἰμί) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. εἶμι), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα περί τινος, Phi ostr.
Greek (Liddell-Scott)
δίειμι: χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ διέρχομαι, παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- ὑπάγω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, λόγος διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) διέρχομαι διὰ μέσου, ἐκφεύγω, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14· ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., διέρχομαι, «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν θεῖον δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) διέρχομαι ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, περιγράφω, συζητῶ, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392· ὡσαύτως, δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. διέξειμι.
French (Bailly abrégé)
1durer, continuer : διέσει σκοπούμενος XÉN tu ne cesseras d’examiner.
Étymologie: διά, εἰμί.
2f. διείσομαι, pqp. au sens d’un impf. διῄειν;
1 aller à travers : δι’ αὐτῶν μέσων THC passer au milieu d’elles (des tours) ; abs. se répandre en parl. d’un bruit, d’une rumeur;
2 fig. parcourir par la parole, expliquer ou raconter en détail, acc..
Étymologie: διά, εἶμι.
Syn. διηγέομαι.
Spanish (DGE)
pasar el tiempo, permanecer forma dud. σκοπούμενος διέσῃ τί ... εὕροις X.Mem.2.1.24.
• Morfología: [sólo en tema de pres., a veces con valor de fut. (en aor. y perf. suplido por διέρχομαι): impf. 1a pers. sg. διήιον Nonn.Par.Eu.Io.16.6]
I c. mov. en el espacio
1 en varias direcciones ir y venir, extenderse por todas partes χλαῖναν δ' ἔχων φανὴν δίει Ar.Ach.845, διὰ μέσης Πελοποννήσου Plb.4.13.4, λόγος διῄει Plu.Ant.56.
2 en una sola dirección atravesar, cruzar c. ac. ὃς δίεισιν ἄστεως πεδία E.Fr.10.78P., (τὴν χώραν) Plb.4.6.10, τὰς δυσχωρίας Plb.5.23.8, τὸν ... ποταμόν Plb.21.35.1
•fig. δ. τὸν ἀίδιον καὶ θεῖον δρόμον recorro el camino eterno y divino Pl.Ax.370e.
3 dejar pasar a través (τὸ ἄπειρον) τῷ μὴ πεφυκέναι διιέναι Arist.Ph.204a4, cf. 238b12, 14 c. giros prep. c. διά: δι' αὐτῶν (τῶν πύργων) μέσων διῇσαν Th.3.21, οὐ γὰρ δίεισι τὸ πνεῦμα δι' αὐτῶν Hp.Nat.Puer.24, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael.307b13.
4 salir ἀπὸ δὲ κοιλίης ... πολλὰ διῄει μετὰ πόνου Hp.Epid.1.26.2, cf. 4.26, κάτω διῄει Hp.Epid.5.10, ἢν ... χολαὶ δὲ διΐωσι Aret.CA 2.4.2, c. ἔξω a la superficie de las costras, Thphr.CP 5.9.12.
II c. mov. en el tiempo pasar ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46
•transcurrir de una obra de teatro τὸ δρᾶμα δ' ἂν διῄει Ar.Ra.920.
III c. valor de fut.
1 narrar, contar detalladamente c. ac. ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα voy a describirte todo el aire Ar.Au.1392, πάντα διΐωμεν Pl.Cri.47c, τὰ πράγματα ἡμῶν ... πάντα Men.Sam.20, πᾶσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐπίνοιαν Luc.Icar.3, cf. Aeschin.2.171, Philostr.VA 8.12, ἀλλ' ὑμῖν ὅτι ταῦτα διήιον Nonn.l.c., c. el ac. sobrentendido δίειμι μὲν οὖν τῷ λόγῳ Pl.Grg.505e, δίειμι βουλομένοις (lo) narraré puesto que lo queréis Luc.Ner.1
•referirse, citar μίαν (τιμήν) D.20.107.
2 hablar de, tratar un tema c. ὑπέρ: δ. ... ὑπὲρ τῶν εὐπόρων trataré sobre la defensa de los ricos D.10.43.
Greek Monolingual
δίειμι (Α) είμι
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί
2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι
3. διαφεύγω
4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος)
5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα», Αριστοφ.)
7. διηγούμαι, περιγράφω, εξετάζω ένα θέμα γραπτά ή προφορικά
8. (για θεατρ. έργο) προχωρώ προοδευτικά («τὸ δρᾱμα δ' ἄν διῂει», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
δίειμι: χρησιμ. ως μέλ. του διέρχομαι, παρατ. διῄειν·
1. πηγαίνω εδώ και εκεί, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρνώ, σε Αριστοφ.· λέγεται για φήμη, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, σε Πλούτ.
2. με αιτ., περνώ, διέρχομαι κάτι, διηγούμαι, αφηγούμαι, περιγράφω, συζητώ, αναλύω, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δίειμι:
I εἰμί продолжать пребывать: διέσει - v. l. διοίσει - σκοπούμενος Xen. ты постоянно будешь рассматривать.
II εἶμι (fut. διείσομαι, ppf. в знач. impf. διῄειν)
1) пройти (διὰ πύργων μέσων Thuc.): ἐᾶν διϊέναι τινά Thuc. дать пройти кому-л., пропустить кого-л.; δ. τὸν ἀέρα Arph. пронестись по воздуху;
2) разойтись, распространиться: ὥστε λόγος διῄει Plut. по слухам;
3) обстоятельно рассказать (πάντα Plat.; τὸν μυθώδη πρότερον Plut.): δίειμι τῷ λόγῳ ὡς ἄν μοι δοκῇ ἔχειν Plat. я изложу (вопрос) так, как он мне представляется.
Middle Liddell
[serving as fut. to διέρχομαι imperf. διῄειν
1. to go to and fro, roam about, Ar.; of a report, to spread, Plut.
2. c. acc. to go through, go through a thing, to narrate, describe, discuss, Plat.