ἐφημερία

From LSJ
Revision as of 10:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερία Medium diacritics: ἐφημερία Low diacritics: εφημερία Capitals: ΕΦΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: ephēmería Transliteration B: ephēmeria Transliteration C: efimeria Beta Code: e)fhmeri/a

English (LSJ)

ἡ, A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5. 2 the service itself, LXX 1 Es.1.16.

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service quotidien des prêtres dans le temple chez les Juifs;
2 ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT.
Étymologie: ἐφήμερος.

English (Strong)

from ἐφήμερος; diurnality, i.e. (specially) the quotidian rotation or class of the Jewish priests' service at the Temple, as distributed by families: course.

English (Thayer)

ἐφημερίας, ἡ (efeemerios], ἐφημεριον, by day, lasting or acting for a day, daily), a word not found in secular authors; the Sept. in Chronicles and Nehemiah;
1. a service limited to a stated series of days (cf. German Tagdienst, Wochendienst); so used of the service of the priests and Levites: Wöchnerzunft): Josephus calls πατριαί and ἐφημεριδες, Antiquities 7,14, 7; de vita sua1; Suidas, ἐφημερία. ἡ πατριά λέγεται δέ καί ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία. Cf. Fritzsche, commentary on 3Esdras, p. 12. (BB. DD. under the word <TOPIC:Priest> Priests; Edersheim, Jesus the Messiah, book ii., chapter iii.)

Greek Monolingual

η (Α ἐφημερία)
νεοελλ.
1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό
3. η ενορία του ιερέα, το σύνολο τών ενοριτών του ναού στον οποίο διακονεί κάποιος ιερέας
αρχ.
1. τάξη ιερέων οι οποίοι τελούσαν την ιεροτελεστία στον ναό της Ιερουσαλήμ κάθε εβδομάδα
2. η υπηρεσία τών ιερέων αυτών στον ναό
3. φρ. «κατὰ ἐφημερίας» ή «ἐξ ἐφημερίας» — εκ περιτροπής, κατ' εναλλαγήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος. Με τη νεοελλ. σημασία 2 και 3 < εφημέριος].

Greek Monotonic

ἐφημερία: ἡ (ἐφ'ἡμέραν), λέγεται για ιερείς, σειρά της καθημερινής ιερουργίας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐφημερία: ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.

Middle Liddell

ἐφημερία, ἡ,
ἐφ' ἡμέραν, for the daily service of the temple, NTest.

Chinese

原文音譯:™fhmer⋯a 誒弗-誒姆里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-日 相當於: (מַחֲלֹקֶת‎) (מִשְׁמֶרֶת‎)
字義溯源:日誌,值班,班次,班;源自(ἐφήμερος)=每日的);由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 班(1) 路1:8;
2) 班次(1) 路1:5